Πρόσκληση για το Ηρώδειο; Παραξενεύτηκα. Κάποια πλάκα πρέπει να έγινε, αφού με τα αρχαία είχα πάντα διαζύγιο. Κι όμως. Και μου την απέστειλαν και την αποδέχτηκα χωρίς δισταγμό, αφού ήταν από λατρεμένη μου φίλη. Κάπως έτσι έχω τις φιλίες· ακόμα και πάνω από τα δικά μου θέλω, πρέπει, μπορώ ή νομίζω. Σωστή την κόβω τη φιλία έτσι, θεωρώντας ότι την ίδια υποχώρηση θα έκανε κι αυτός που κουβαλάει τον τίτλο του φίλου μου για τις δικές μου ανάγκες. Βέβαια, η πρόσκληση δεν ήταν ακριβώς δική της ανάγκη· πιο πολύ εξέφραζε τη σκέψη της για μένα. Τη φροντίδα της για την ψυχική και πνευματική μου ανάταση.

Η συγκεκριμένη φίλη είχε βαρεθεί να με χάνει στα μπουζούκια και σε μαγαζιά που θεωρούσε ότι πιο πολύ έχανα παρά κέρδιζα. Το ’χει αυτό η φιλία, γίνεται δασκαλίστικη πολλές φορές, συμβουλευτική και μητρική και πολλά άλλα, που μοιραία οδηγούν στο δισεπίλυτο ερώτημα: υπάρχει, τελικά, φιλία μεταξύ άντρα και γυναίκας; Βέβαια, δεν ψάχνω ποιον απασχολεί το ερώτημα αυτό, αλλά σάμπως ξέρουμε τις απαντήσεις και σε τόσα άλλα ερωτήματα που απασχολούν και ταλαιπωρούν τον λαουτζίκο; Πάντως όχι εμένα. Επί του θέματος έχω απαντήσει διά μακρών, αλλά δεν είναι της παρούσης. Η φίλη, λοιπόν, μου είπε ότι η όπερα με τον τίτλο Ναμπούκο δεν χάνεται με τίποτα. Θα έχανα αν δεν την έβλεπα. Εγώ, ως άσχετος, τη ρώτησα αν το έργο είχε γραφτεί πρόσφατα. Μου απάντησε ότι ήταν παλιό, κι εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα πώς και δεν είχα χαθεί μέχρι τώρα που δεν το είχα παρακολουθήσει.

Επίσης, αναρωτήθηκα αν υπήρχαν κι άλλοι σαν εμένα που, πρώτον, δεν είχαν χαθεί που δεν το είχαν δει και, δεύτερον, λόγω περιορισμένης χωρητικότητας του Ηρωδείου, μήπως χανόντουσαν κι άλλοι που δεν θα κατάφερναν να βγάλουν εισιτήριο. Αυτοί, στην κυριολεξία, ήταν και στην πιο δύσκολη θέση. Διότι αυτοί θέλανε να μη χαθούνε. Το είχαν πάρει απόφαση. Δεν ήταν σαν εμένα που επιζούσα, που είχα κερδίσει τη σωτηρία μου από καθαρή τύχη και άγνοια. Αυτά τα sold out πάντα είναι επικίνδυνα για την επιβίωση όσων δεν έχουν χαθεί μέχρι τώρα. Εν πάση περιπτώσει, όταν μιλάμε για χαμό, μη διυλίζουμε το κουνούπι. Ας σωθώ εγώ και βλέπουμε μετά για τους άλλους. Τυχαία μπορεί να έχω σωθεί μέχρι σήμερα, όμως το μέλλον μου δεν επιτρέπεται να το ξαναφήσω στη μοίρα του. Ειδικά μετά την πρόσκληση-παρέμβαση της φίλης. Το Ναμπούκο πλέον ήταν σκέτη χημειοθεραπεία. Συναντηθήκαμε έξω από το Ηρώδειο, το ερείπιο που κοσμεί την Αθήνα. Για άλλη μια φορά, ήρθε στο στόμα μου γεύση της nouvelle cuisine που, όπως λένε οι γευσιγνώστες, οι οποίοι πάντα φεύγουν νηστικοί από τα στέκια της, είναι ό,τι καλύτερο για τις αισθήσεις. Εγώ πάντα είχα την απορία γιατί τα φαγητά της συγκεκριμένης κουζίνας τα σερβίρουν σε πιάτα κι όχι σε σακούλες εμετού, αλλά δεν βαριέσαι.

Δεν χαρακτηρίζομαι ούτε για τα λεπτά γούστα μου ούτε και για το χιούμορ μου, που επανεμφανίστηκαν έξωθεν του ερειπίου. «Μαρία, είδα στην αφίσα ότι το έργο είναι του Βέρντι». «Μα σ’ το είπα στο τηλέφωνο, ρε ακούλτουρε», μου είπε. «Μαράκι μου, σίγουρα είπες κάτι. Εγώ φταίω που δεν άκουσα. Ή, μάλλον, άκουσα ότι το έργο είναι του Βέρτη και γι’ αυτό ήρθα». Χιούμορ βέβαια έκανα. Ήξερα καλά πού είχα έρθει. Ήθελα απλώς να σκαρώσω ένα ευφυολόγημα. Το κάνω όταν νιώθω κάποια αμηχανία σε μέρη που είμαι πρωτάρης. Δεν ξέρω τι τιμή έπιασε το χιουμοράκι, αν ήταν φτηνό ή ακριβό, όμως με αυτό γέλασαν και μερικοί άλλοι παραδιπλανοί.

Ίσως για να με καλοπιάσουν για τις επόμενες ώρες που θα καθόμουν στα νταμάρια, προσποιούμενος τον εύπορο κουλτουριασμένο απόγονο γονέα που συνόδευε τότε, πολύ παλιά, το παιδί του στο ωδείο. Ναι, ωδείο ήταν τότενες το ερείπιο, κι επόμενο ήταν να μην είχε τις ανέσεις νυχτερινού μοντέρνου μαγαζιού – ούτε τραπέζια, ούτε φαγητό, ούτε ποτό. Όταν ακούς όπερα στο Ηρώδειο, δεν υπάρχει πρόβλημα να πάθεις αφυδάτωση, ούτε χρειάζεσαι και κάνα ποτό να κάνεις κεφάλι. Αλλά να μην έχει ούτε ακουστική! Τότε γιατί το χρησιμοποιούν;

Δεν βαριέσαι, μωρέ, τώρα, στην Ελλάδα είσαι. Έχει τίποτ’ άλλο να δώσει ως παροχή στον πολίτη, για να παραπονεθούμε για μια ψιλοακουστική; Ερείπιο κράτος είναι και ερείπια χρησιμοποιεί για συναυλίες χωρίς ακουστική. Λογικά πράγματα. Σάμπως κι αυτός που μεταμόρφωσε το Ηρώδειο σε χώρο παραστάσεων ήξερε ότι ήταν ωδείο; Όταν βλέπεις ένα ερείπιο, ξέρεις πώς το χρησιμοποιούσαν; Είδε ένα αρχαίο κι έριξε την ιδέα του σε κάποιο υπουργείο. Ήξερε κι ο υπουργός που είδε την πρόταση τι ήταν αυτό; Συμφώνησε. Να κάτσει να διαβάσει και να ενημερωθεί; Μη λέμε ανέκδοτα τώρα. Εξάλλου, γιατί να πάει κόντρα στο μέλλον της Ελλάδας που είναι το αρχαίο παρελθόν; Κατέλαβα, λοιπόν, την αρχαία θέση μου εντός του νταμαριού και, όντας κοινωνικός τα μάλα, γνωρίστηκα με παραπλέοντα διπλανό κύριο, που κάπως με έπεισε για τη βαθύτατη γνώση του για το φαινόμενο της κατολίσθησης που λέγεται όπερα. Δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον μόνο η σοβαροφάνειά του αλλά και το ντύσιμό του. Εγώ ήμουν με ένα μπλουζάκι, αυτός με μπλέιζερ.

Όπως και να το κάνεις, υποβάλλεσαι από το ντύσιμο. Ειδικά αν είναι καλοκαίρι κι ο άλλος θα υποφέρει όταν ακούει αυτό που του αρέσει. Τα ίδια τραβάω κι εγώ στα μπουζούκια τα ανοιχτά. Σαραντάρι έχει, ουίσκι πίνω, διπλασιάζεται η καψούρα μου από τη ζέστη. Αλλά τώρα δεν θα μιλήσω για μένα. Παρόλο που είχα υποβληθεί, λοιπόν, από τον παραπλέοντα, δεν του φανέρωσα τη σκέψη μου για το έργο στο οποίο θα ήμασταν δεσμώτες. Το πνεύμα μου ήταν προσανατολισμένο προς την κατεύθυνση της αντοχής. Σωματικής ταλαιπωρίας για το κάθισμα. Πώς καθόντουσαν οι αρχαίοι; Δεν πιανόντουσαν; Ακουστικής ταλαιπωρίας για τις κραυγές και τις στριγκλιές που θα άκουγα – αν και ήμουν ελαφρώς αισιόδοξος ότι τελικά δεν θα τις άκουγα λόγω κάκιστης ακουστικής. Και κοινωνικής, που ένας άνθρωπος σημερινός, στον βωμό κάποιας αδιόρατης κουλτούρας, ήθελε να ακούσει όπερα, ζώντας στην εποχή που κάποιοι νυμφομανείς κυνηγούσαν νύμφες στην Ακρόπολη. Βασικά, έψαχνα να βρω έναν περίπου ομοιοπαθούντα, σαν εμένα. Κάποιον που κι αυτός την πάτησε από κάποια φίλη του ή έστω τη γυναίκα του, η οποία μπορεί, μετά την παράσταση, προκειμένου να αποφύγει το σεξ, να θέλει να ασχοληθεί δήθεν με την κριτική του έργου.

Τα κάνουν κάτι τέτοια κόλπα οι γυναίκες. Και, φυσικά, αν η γυναίκα είχε την τύχη ο άντρας της να μη θέλει να ξαναπάει σε όπερα, εκείνη να του λέει ότι θα πηγαίνει συνέχεια, εξασφαλίζοντας έτσι την επίσημη άδεια για κάποιον γαμηστρώνα. Η ερώτηση του συζύγου στο σπίτι, μετά, αν της άρεσε το έργο, δεν θα χρειαζόταν εξηγήσεις. Και οι δύο, γυναίκα και διπλανός μου, θα είχαν πετύχει αυτό που ήθελαν. Και αφού τελειώσαμε με τα της γνωριμίας μας, δέχθηκα την ερώτηση του κυρίου: «Έχετε ξανάρθει σε όπερα;» «Είναι η πρώτη μου φορά», απάντησα. «Ομολογώ ότι έχω τεράστια περιέργεια κι ενδιαφέρον φυσικά», συνέχισα την μπούρδα μου. Το ενδιαφέρον που είδα στα μάτια του κυρίου, του εντεταλμένου τυχαία στη μύησή μου στον κόσμο των στριγκλιών μέσα σε αρχαίο περιβάλλον, οφειλόταν μάλλον στο δικό μου ύφος. Πρέπει να ήταν αυτό που έπαιρνα παλιά απέναντι στη μάνα μου, όταν με ρώταγε αν μου άρεσε το φαγητό που είχε φτιάξει. Φτιάξει, είπα; Όχι, βρε.

Το είχε κάψει, αλλά για κάποιον λόγο δεν το καταλάβαινε εκείνη. Λογικό, αφού δεν έτρωγε λόγω νευρικής ανορεξίας. Έλεγα, λοιπόν, στη μάνα μου, για να μην τη στενοχωρήσω ή για να μη φάω καμιά σφαλιάρα, ότι το φαγητό ήταν εκπληκτικό. Κι έπαιρνα το ύφος της λαίμαργης βουλιμίας, πασπαλισμένης με ταχύτητα καταβρόχθισης, μπας και τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα. Αυτό, όμως, ήταν πάντα το λάθος μου. Διότι η πετσί και κόκκαλο μάνα μου, που πάντα της άρεσαν οι χοντροί άνθρωποι, ίσως για να ξεχωρίζει τον εαυτό της σαν σπάνιο είδος, μου έβαζε στο πιάτο κι άλλο φαγητό. «Δεν θα ήταν πιο εύκολο να κάνεις κριτική στη μητέρα σου κι έτσι να την κάνεις καλύτερη;» μου πρότεινε κάποτε ένας συμμαθητής, που ακόμα δεν είχε δει σε ντοκιμαντέρ τι σημαίνει μανιοκατάθλιψη. Δεν του απάντησα ποτέ. Εύχομαι σήμερα, μακαρίτης πια, να μην έμεινε με την απορία με τα κυπαρίσσια από πάνω του. Τραγικό να φεύγει κάποιος με απορίες, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα κυπαρίσσια. Όχι όμως και τόσο τραγικό, όσο να βλέπει κάποιος ζωντανός αρχαίες τραγωδίες, χωρίς να καταλαβαίνει πως ο ίδιος είναι ο πρωταγωνιστής.

«Είστε πολύ τυχερός, αγαπητέ», μου είπε ο παραπλέων, «διότι αυτή η όπερα είναι η καλύτερη απ’ όλες, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Ναι, όλες τις έχω δει, όλες. Αυτή η όπερα συγκεκριμένα θα σας τα μάθει όλα, θα σας τα δείξει όλα». Εκείνη την ώρα αισθάνθηκα περίφημα. Έγινα χαρούμενος απρόσμενα. Τόσο κωλόφαρδος! Αισθάνθηκα πρωτάρης σε μπουρδέλο, που σε παίρνει χαμπάρι η τσατσά και σε περιποιείται έξτρα, ή το κορόιδο στη χαρτοπαικτική λέσχη, που το αφήνουν να κερδίσει προκειμένου να ξαναπάει. Στην καλύτερη όπερα, λοιπόν, και με σοβαρά διαβασμένο δίπλα μου, που αγνοούσε το μπλουζάκι μου και την άγνοιά μου, ενώ εκείνος φορούσε το μπλέιζερ της γνώσης και της εμπειρίας.

Στο Ηρώδειο κιόλας! Αν πουλάγανε λαχεία στο νταμάρι, θα είχα πάρει. Δεν πουλάγανε, αλλά εγώ ήμουν απόλυτα φρόνιμος και πειθαρχημένος στην παράσταση. Σαν στρατιώτης του μαύρου ή του κόκκινου στρατού ή σαν ιεροκήρυκας των χριστιανικών ταγμάτων, τα οποία, προκειμένου να επιβάλουν την αγάπη, μπορούσαν να δολοφονήσουν χιλιάδες αμάχους ή να κάνουν τη χάρη στις γυναίκες να τις αφήσουν ζωντανές, αφού τις βιάσουν. Το ποτήρι το ήπια μέχρι τέλους.

Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Υποταγμένος στρατηγός στον υπουργό Εθνικής Άμυνας ή δωσίλογος προκειμένου να αποφύγω την εκτέλεση. Βοήθησε κι ο διπλανός παραπλέων με τα σχόλιά του για το έργο, αλλά και… το μπούτι του, που το χρησιμοποίησα πολλές φορές σαν μαξιλάρι, λόγω του άβολου καθίσματος. Βοήθησαν και οι υπότιτλοι της παράστασης που εμφανίζονταν πάνω από τη σκηνή. Αναρωτήθηκα τι καταλάβαιναν όλοι αυτοί που πηγαίνανε στο Ηρώδειο μέχρι να προχωρήσει η τεχνολογία και να μπουν οι υπότιτλοι. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να ήξεραν τη γλώσσα της όπερας και να είχα μείνει εγώ πίσω. Πίσω, που λέει ο λόγος. Σιγά που θα μας ταράξει τώρα και η όπερα. Μπροστά είναι το μπροστά και πίσω είναι το πίσω. Σαφώς καθορισμένα. Είναι δυνατόν εγώ, που δεν άκουγα παμπάλαια έργα, να ήμουν πίσω κι όλοι αυτοί που πήγαιναν στο νταμάρι να ήταν μπροστά;

Δεν βαριέσαι. Αλλά ήθελα να ’ξερα, για ποιους βγήκε η τεχνολογία; Σίγουρα όχι γι’ αυτούς που μιλούσαν τα… οπερίστικα. Για μένα βγήκε που δεν πήγαινα; Μήπως η όπερα έκανε άνοιγμα στους άσχετους; Ή, μήπως, γι’ αυτούς που πήγαιναν, αλλά τελικά δεν καταλάβαιναν την τύφλα τους; Τώρα που υπήρχε τεχνολογία, εγώ θα ξαναπήγαινα; Αμφιβάλλω, αλλά έτσι είμαι εγώ: αντιδραστικός στην τεχνολογία. Δεν είναι κακό αυτό. Το προτιμώ απ’ αυτό που είδα γύρω μου. Αυτό το σπαστικό που συνέβαινε. Ρε παιδί μου, καταλάβαινες ότι κολυμπάς στα νερά του δήθεν. Οι περισσότεροι στο νταμάρι κοίταζαν τους διπλανούς κι είχαν και χαρακτηριστικό ύφος. Σιγοκλείνανε τα μάτια, λες κι ερχόταν αισθησιακός οργασμός και ήθελαν να τον καθυστερήσουν. Σούφρωναν το στόμα μοιάζοντας με γουρούνι και κούναγαν το κεφάλι, σαν τη διακοσμητική γάτα στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Πώς τα είπε ο άνθρωπος αυτά, πώς τα έγραψε, πώς τα σκέφτηκε και πώς τα τραγούδησε κιόλας;

Κι εντέλει, πόσο περισσότερα ξέρω εγώ από σένα; Ήταν και για τους θεατές ένας διαγωνισμός κουλτούρας. Ξένα μ’ εμένα τελικά όλα αυτά. Πάντα θέλω να φανερώνω τον εαυτό μου. Να δηλώνω αποστροφή ή άγνοια, αλλά και διάθεση να μάθω. Το προτιμώ από το να κολυμπάω στα νερά του δήθεν μ’ εκείνο το ύφος του γνώστη, που κάποιες φορές από τη βιασύνη του να χειροκροτήσει πιανόταν με την κατσίκα στην πλάτη, διότι υπήρχε κι άλλη στροφή να εκτελεστεί από τους καλλιτέχνες, και άρα την τύφλα του ήξερε ο γνώστης. Θα μου πεις ότι η πρόωρη εκσπερμάτιση συμβαίνει και στους πιο έμπειρους εραστές. Εντάξει, ρε παιδί μου, μην μπερδεύεσαι. Τώρα γράφω για το νταμάρι. Ευτυχώς που όλοι αυτοί που πάνε στο Ηρώδειο, μετά δεν συνεχίζουν παρέες, αλλά αποσύρονται με τους αυλικούς τους. Πρώτα μιλάει ο αρχηγός που πλήρωσε για τα εισιτήρια. Μετά οι τζαμπατζήδες αυλικοί επιδίδονται στην υψηλή κριτική, που λέει ο λόγος.

Η κριτική αυτή είναι στη βάση ποιος θα κολακέψει πιο πολύ τον αρχηγό, με συμφωνική διαφωνία ή διαφωνική συμφωνία. Όλοι έτσι είναι; Όχι βέβαια. Δεν θα καταντήσω ισοπεδωτικός λόγω μιας όπερας. Σαφώς θα πρέπει να υπάρχουν και οι μύστες, αυτοί που βουτάνε σε έναν τομέα και θέλουν να τονίζουν την ιδιαιτερότητα της γνώσης τους. Μειοψηφία, βέβαια, αυτοί στο νταμάρι. Δεν βαριέσαι πάλι. Εγώ έφυγα με την εντύπωση ότι το όλο θέμα δεν είναι Βέρντι, αλλά σοβαρότατο βέρντιγκο, γενικώς. Όπως και να το κάνεις, η παράσταση τελείωσε κι εμείς οι αντιφρονούντες ξαναβρήκαμε την ελευθερία μας. Αναπνεύσαμε καθαρό αέρα και ξαναγυρίσαμε σε επίπεδο χωροχρόνου στην καθημερινότητά μας, που σου δίνει κάποια προσωπική ασφάλεια και ηρεμία.

Ο τέως παραδιπλανός μου, ο οποίος μάλλον με είχε άγχος, με πρόλαβε και με ρώτησε: «Πώς σας φάνηκε η παράσταση;» Πρέπει να τονίσω ότι ο άνθρωπος δεν είχε πιει ούτε στο διάλειμμα κάτι, άρα ο πληθυντικός της ομιλίας του ήταν πράγματι ευγενείας και όχι αποτέλεσμα κάποιου αλκοόλ, που με έβλεπε διπλό. «Ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Πρέπει να το ομολογήσω. Μου άρεσε ιδιαίτερα», είπα με αποφασιστικότητα κι ευγένεια και με ύφος πωλητή προς πελάτη, διότι πάντα ο πελάτης ξέρει περισσότερα.

Δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Κι ήθελα να δείχνω ήρεμος και ψύχραιμος. Έσταζε ο άνθρωπος από το μπλέιζερ, εδώ έσταζα εγώ με το μπλουζάκι. Έπρεπε να του δείχνω σίγουρος, όπως ο αδαής ψηφοφόρος πριν την κάλπη, που ξέρει το συμφέρον του. «Είστε πολύ σωστός, κύριέ μου, και χαίρομαι μόλτο», αποκρίθηκε ο επαΐων. Αυτό που με στενοχωρούσε ήταν ότι δεν μου άφηνε το περιθώριο να τον καλέσω μετά στα μπουζούκια, να δει κι αυτός μια άλλη, μια εναλλακτική παράσταση. Να τον μορφώσω με τη σειρά μου κι εγώ. Φαινόταν αυστηρός για να του πρότεινα την υπέρβαση Βέρτη από Βέρντι. Μάλλον η όπερα περιορίζει τους μουσικούς ορίζοντες!… Σκεφτόμουν να τον καλέσω κάποια μέρα στο σπίτι μου, να του κάνω μια ήπια εισαγωγή στα τραγούδια που άκουγα εγώ, πριν τον ρίξω μέσα στα σκυλάδικα. Μου έκανε κι άλλη σέντρα, σίγουρος ότι η ποιότητα είχε προσχωρήσει μέσα μου σαν αντιγόνο και, πλέον, ήμουν έτοιμος να βγάλω διαρκείας στο Ηρώδειο. «Επομένως, θα ξαναδείτε όπερα;»

Δυσκολεύτηκα να αποκαλύψω τη σκέψη μου. Δεν ξέρω γιατί, η ευγένειά του στεκόταν εμπόδιο να εκφράσω τη συναισθηματική μου φόρτιση που προκαλεί η ωμή αλήθεια. Τι να του πεις; Ότι είχα ορκιστεί να μην ξαναπεράσω ούτε έξω από το νταμάρι; Ότι σιγά να μην πλήρωνα για να μπω και μέσα; Ότι είχα αποφασίσει να ακούω το οτιδήποτε εκτός από όπερα από ’δώ και πέρα, όταν θα ήθελα να το ρίξω έξω; Ότι θα ήθελα να ακούω τσιφτετέλια και το πρωί, όχι μόνο το βράδυ; Κοίτα τώρα τι μου έκανε μια όπερα! Και τι ήμουν ικανός να προκαλέσω στον άνθρωπο αν τα έλεγα χύμα και τσουβαλάτα.

Φαντάσου να του είχα πει ότι κι εγώ γράφω τραγούδια, που, αν τα ένωνα, θα μπορούσε κανείς να τα αποκαλέσει όπερα. Έτσι κι έλεγα και τούτη την απλή, κοινή μου άποψη για την όπερα, τον έβλεπα έκτακτο περιστατικό σε εφημερεύον νοσοκομείο. «Αγαπητέ, δεν θα ξανακούσω όπερα. Μου είπατε ότι είδα την καλύτερη. Από τη στιγμή αυτή και μετά, δεν έχω λόγο να δω κάτι χειρότερο. Είναι κρίμα να χαλάσω την άριστη εντύπωση που έχω με κάτι χαμηλότερης κατηγορίας ή ποιότητας. Εσείς, μετά τον Μάρλον Μπράντο, βολεύεστε και με τον Σέσκουλα, που κανείς δεν κατάλαβε πώς πήρε τον ρόλο;» Κι αφού απάντησα, προχώρησα απέναντι στο επώνυμο καφενείο του νταμαριού, μπας και πιω κάνα μπουκαλάκι ουίσκι. Ένα μόνο ποτό θα ήταν αδύνατον να με συνεφέρει. Ο επαΐων έφυγε κι αυτός πολύ ευχαριστημένος, αλλά μάλλον μπερδεμένος με το αν πράγματι μου είχε αρέσει η όπερα. Ήταν καλή η απάντησή μου, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτό που περίμενε.

Ήμουν τελικά ικανοποιημένος; Όμως, το σίγουρο ήταν ότι του είχα δώσει θέμα για να συζητήσει αργότερα με τη γυναίκα του στην οικογενειακή όπερα επί του κρεβατιού. Εγώ, από την άλλη, μετά το μπουκαλάκι, είχα ξεχάσει τα πάντα, ειδικά την επόμενη ημέρα. Το μόνο που δεν είχα ξεχάσει ήταν η αγάπη για τη φίλη μου και την πρόσκληση στο νταμάρι. Καλύτερα τα δράματα να τα περνάς με φιλική συντροφιά. Τα βλέπεις σαν μια αναγκαστική δοκιμασία, κάτι που περνά με συμπάθεια. Σκέψου να σε είχαν καλέσει τίποτε άγνωστοι για να σε περιποιηθούν και να έπρεπε να κάνεις και δουλειές μαζί τους. Πολύ ευχαριστημένος ήμουν, αλλά σκεφτόμουν και τον ειδικό στις στριγκλιές που θα πήγαινε ξανά βέβαια στα αρχαία για όπερα, αλλά χωρίς εμένα. Ρε, μπας κι έψαχνε παρέα κι έχασα κι έχασε έναν φίλο; Δεν βαριέσαι. Ας πάει με τη γυναίκα του.

Μπορεί και να γλυτώσει και κάνα κέρατο. Αν αυτή δεν θέλει; Έλα τώρα, δεν θα γίνω εγώ προβληματικός επειδή αυτός δεν βρίσκει παρέα.

Η Γκρίνια – 18 ιστορίες ανατρεπτικής… αγάπης

,Στήβεν Αβραμιδης, εκδόσεις Κάκτος απόσπασμα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Στήβεν Αβραμίδης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1962. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Ε.Μ.Π. και έκανε μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Είναι Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Tech-Line SA, η οποία ασχολείται με φαρμακευτικά προϊόντα. Για πέντε χρόνια (2006-2011) αρθρογράφησε πολιτικά στην καθημερινή εφημερίδα ΦΙΛΑΘΛΟΣ, με τη δική του εβδομαδιαία στήλη «Στο φως του φεγγαριού και στη σκιά του ήλιου». Στο διαδίκτυο βρίσκεται καθημερινά από το 2008 με την ιστοσελίδα του dailytripes.gr. Η Γκρίνια είναι το πρώτο του βιβλίο.

Photo cover:pixabay.com/Dieterich01/whale

Διαβάστε επίσης: