ΣΤΗΝ ΙΟΥΔΑΊΑ, στο 130ό χιλιόμετρο του δημόσιου δρόμου Ιερουσαλήμ-Δαμασκού, υπάρχει ένα ανηφορικό τμήμα τόσο δύσβατο και μεγάλο, ώστε η κίνηση των εμπορευματικών αμαξών ή ακόμα και των πεζών ταξιδιωτών καταλήγει σε ένα εξαντλητικό σημειωτόν όσο πλησιάζουν προς την κορυφή.
Το μέρος αυτό θεωρείται ιδανικό για ενέδρες από ληστές και κακοποιούς.
Για μια περίοδο στα τελευταία χρόνια της ηγεμονίας του αυτοκράτορα Κλαύδιου, το αυτοκρατορικό ιππικό των
Ρωμαίων περιπολούσε συχνά σε αυτό το επικίνδυνο σημείο. Οι ταξιδιώτες διέκοπταν την πορεία τους στη βάση
της ανηφόρας, αναμένοντας να δουν τη σκόνη που φανέρωνε ότι οι έφιπποι λεγεωνάριοι πλησίαζαν. Οι equites legionis* συνόδευαν τους οδοιπόρους μέχρι να διασχίσουν την επικίνδυνη ζώνη. Όμως, όταν η εξέγερση των Εβραίων Ζηλωτών άρχισε να προσλαμβάνει σοβαρές διαστάσεις λίγους μήνες πριν από τη διαδοχή του νέου αυτοκράτορα Νέρωνα, οι Ρωμαίοι δεν εξορμούσαν πια τόσο μακριά από το φρούριό τους στην Ιερουσαλήμ, ούτε επέλεγαν να δια κινδυνεύσουν το τομάρι τους για να εξυπηρετήσουν τους ντόπιους υπηκόους, οι εξεγερμένοι γιοι των οποίων δολοφονούσαν τους συμπατριώτες τους στους δρόμους.
Οι ληστές επέστρεψαν.
Την εποχή εκείνη πια, στη βάση της ανηφόρας είχε ανοίξει ένα πανδοχείο. Στο μέρος αυτό, που στην αρχή υπήρχαν μόνο σκηνές, δημιουργήθηκε αργότερα ένας περιφραγμένος χώρος, κάτι σαν προπύργιο. Στον οχυρωμένο αυτό
χώρο, που αποτελούσε το προαύλιο του πανδοχείου υπήρχε ένα μαγειρείο κάτω από πρόστεγα, ένα σαμαράδικο, ένα αμαξοποιείο και το παράπηγμα του σταβλάρχη, με μια κοινόχρηστη έκταση για το μάντρωμα και το πότισμα των ζώων, μαζί με μερικά κοινόχρηστα δωμάτια με λιθόστρωτο πάτωμα, που ενοικιάζονταν με τη βραδιά. Εκείνη την εποχή το μέρος δε διέθετε καν όνομα. Το αποκαλούσαν «Βάση της Ανηφόρας». Λειτουργεί μέχρι σήμερα. Όποιος ταξιδιώτης είναι εξοικειωμένος με την περιοχή, το γνωρίζει.
Ένας ντόπιος νεαρός ονόματι Δαβίδ, γιος του Έλι, δεκατεσσάρων ετών, αγράμματος αλλά γεροδεμένος και εξαιρετικά φιλόδοξος, έτυχε να βρεθεί στο μέρος αυτό μία συγκεκριμένη περίσταση κατά τον εβραϊκό μήνα Τισρέι –τον ρωμαϊκό Οκτώβριο– κατά το έτος που σήμερα ονομάζουμε 55 μ.Χ. Μαζί με δύο φίλους από το χωριό του, ο Δαβίδ είχε έρθει για να παρακολουθήσει την ενέδρα το επόμενο πρωί.
Στο προαύλιο του πανδοχείου εκείνο το βράδυ υπήρχαν μερικές δεκάδες κάρα και άμαξες με εμπορεύματα,
που τα έσερναν μουλάρια και άλογα, μαζί με αρκετούς οδοιπόρους – γυρολόγους, προσκυνητές και άλλους περιπλανώμενους. Το σύνολο συμπλήρωναν δύο οικογένειες που είχαν μαζί τους όλα τους τα υπάρχοντα, η μία σε χειράμαξα, η άλλη σε ένα κατάφορτο γαϊδούρι.
Ο μισθοφόρος
Συγγραφέας Pressfield Steven ΕκδόσειςΕκδόσεις Πατάκη
Photo cover:pixabgay.com/blende12/merchant
Διαβάστε επίσης: