Σαν σήμερα το1992 έφυγε από τη ζωή η Τζένη Καρέζη, μία από τις πιο αγαπητές και δημοφιλείς ηθοποιούς του ελληνικού σινεμά, σε ηλικία 60 χρόνων.
«Τα ασπρόμαυρα κορίτσια δε μεγαλώνουν ποτέ, δεν πεθαίνουν, δε μελαγχολούν, αναπολούν μόνο, φωτογραφίζονται προφίλ, λένε σ’ αγαπώ με την υπέροχη βραχνή φωνή τους, τραγουδάνε Χατζιδάκι, σκίζουν την κωμωδία σε χιλιάδες κομμάτια και παίζουν Άλμπυ και Τσέχωφ στα πέντε δάχτυλα“.
Κάθριν Μάνσγιλντ
Υπήρξε μια από τις εμβληματικές Ελληνίδες ηθοποιούς μιας ολόκληρης γενιάς και της λεγόμενης “χρυσής εποχής” του ελληνικού κινηματογράφου. Με την χαρακτηριστική φωνή και το καθηλωτικό βλέμμα της πρωταγωνίστησε επί δύο δεκαετίες σε δεκάδες σημαντικές ταινίες, στο πλευρό των πιο γνωστών και σπουδαίων συναδέλφων της.
Η Ευγενία Καρπούζη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1932. Έζησε τα παιδικά της χρόνια σε διάφορες πόλεις, ακολουθώντας τις μεταθέσεις των γονιών της που ήταν εκπαιδευτικοί. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν μαθηματικός και η μητέρα της, Θεώνη, δασκάλα. Στη Θεσσαλονίκη μπήκε εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογριών και αργότερα συνέχισε στο αντίστοιχο Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα.
H αγάπη της Τζένης Καρέζη για το θέατρο άρχισε να εκδηλώνεται από τα μαθητικά της, ακόμη, χρόνια κι εκφράστηκε με τη συμμετοχή της στις σχολικές παραστάσεις. Τη χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή το 1951 πήρε μέρος στην παράσταση της «Aντιγόνης» του Σοφοκλή που ανέβηκε στο θέατρο «ΡΕΞ» από τους τελειόφοιτους, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο. Την ίδια χρονιά έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη, την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας. Αποφοίτησε το 1954 και αμέσως χρίστηκε πρωταγωνίστρια. Ο πρώτος της ρόλος στο θεατρικό σανίδι ήταν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο έργο του Αντρέ Ρουσέν «Ωραία Ελένη», που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησε ο ρόλος της Αντέλα στο έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού και σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής. Το χρονικό διάστημα 1955-1959 έπαιξε με επιτυχία σπουδαίους ρόλους στο Εθνικό Θέατρο: Οφηλία (Άμλετ), Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), Μυρίννη (Λυσιστράτη) κ.ά.
Στιγμιότυπο από την ταινία «Δις Διευθυντίς» Το 1955 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», για να ακολουθήσουν περισσότερες από 30 ταινίες: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η νύφη το ’σκασε» (1962), «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), «Δεσποινίς διευθυντής (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη – Τζένη» (1966), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970).
Μετά το 1960, δημιούργησε δικούς της προσωπικούς θιάσους και συνεργάστηκε με έξοχους κωμικούς, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Από το 1968 μέχρι το θάνατό της έπαιξε μαζί με τον Κώστα Καζάκο, έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Δύο χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα, που ανέβηκε στην Επίδαυρο και τον Λυκαβηττό.
Η μεγάλη της θεατρική επιτυχία υπήρξε αναμφισβήτητα το σπονδυλωτό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», που ανέβηκε το 1973, το οποίο και αποτέλεσε μία από τις εστίες πνευματικής αντίστασης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η ίδια, όσο και ο σύζυγός της Κώστας Καζάκος, συνελήφθησαν και ταλαιπωρήθηκαν από τις αρχές της χούντας. Το είδος αυτό είχε συνέχεια μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975). Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990).
Στην προσωπική της ζωή έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου το 1962 και ο δεύτερος με τον ηθοποιό Κώστα Καζάκο το 1968, με τον οποίο έμεινε παντρεμένη έως το τέλος της ζωής της.
Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, που ακολούθησε τα βήματα των γονιών του, όντας και ο ίδιος ηθοποιός.
Η Τζένη Καρέζη διαγνώστηκε με καρκίνο τη θεατρική χρονιά 1988-89 όταν πρωταγωνιστούσε στην παράσταση “Βυσσινόκηπος” του Άντον Τσέχοφ, μαζί με τον σύζυγό της, Κώστα Καζάκο. Οι παραστάσεις του ζευγαριού διακόπηκαν και η ηθοποιός ταξίδεψε στο εξωτερικό για εξετάσεις.
Αν και δεν ήταν ποτέ συμφιλιωμένη με την ιδέα του θανάτου, η Ελληνίδα ηθοποιός έδωσε μία γενναία μάχη με την αρρώστια. “Η Τζένη ήταν ένας άνθρωπος επιθετικός στη ζωή. Ήταν γατζωμένη με νύχια και με δόντια στη ζωή και στη δημιουργία. Με τον θάνατο δεν είχε συμφιλιωθεί ποτέ. Ο θάνατος ήταν έξω από το οπτικό της πεδίο. Η Τζένη δρούσε σαν να μην επρόκειτο να πεθάνει ποτέ! Ωστόσο, το τελευταίο 3μηνο, 4μηνο, όταν τέλειωσαν οι θεραπείες στο Λονδίνο και δεν έμενε να κάνουμε τίποτα άλλο. Παρέμειναν κάποιες ελπίδες αλλά ήταν αόριστες. Μέσα της ήξερε πολύ καλά, ότι οδηγείται στο αναπόφευκτο. Εκείνο το τρίμηνο, η Τζένη έκανε μία πορεία, που ένας άνθρωπος μπορεί να την κάνει σε 100 χρόνια. Κάλυψε όλο αυτό το ασυμφιλιώτο κενό, με τον θάνατο! Άρχισε να βγάζει, να ακτινοβολεί μία ευγνωμοσύνη για όλα τα πράγματα”, είχε πει ο Κώστας Καζάκος, μετά το θάνατό της στην τηλεοπτική εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω».
Στην τελευταία της επιστολή προς τον Τύπο, δυόμισι μήνες πριν χάσει τη μάχη με τη ζωή, η Τζένη Καρέζη έγραψε για την μάχη που έδινε με τον καρκίνο:
“Τρία χρόνια τώρα ταλαιπωρούμαι με σοβαρό πρόβλημα στην υγεία μου. Με φωτεινά διαλείμματα βέβαια, και με ενδιάμεσο τον περσινό χειμώνα, και την ευτυχία να παίξω το αριστούργημα της Λούλας Αναγνωστάκη “Διαμάντια και μπλουζ” στο θέατρο “Αθήναιον” και να αγαπηθεί τόσο το έργο, η παράσταση και εγώ προσωπικά από το αθηναϊκό κοινό .Ο θεός του θεάτρου για άλλη μια φορά στάθηκε καλός και γενναιόδωρος μαζί μου και πίστευα ότι αυτή η ευτυχία θα συνεχιζόταν και φέτος. Ότι θα επαναλαμβάναμε το “Διαμάντια και μπλουζ” στο θέατρό μας και ότι στη συνέχεια θα το παρουσιάζαμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν στάθηκε δυνατόν. Δυστυχώς.Και πέρασα ένα ολόκληρο χειμώνα ανάμεσα Αθήνα-Λονδίνο δίνοντας μάχη με την αρρώστια μου και έχοντας πάντα μαζί μου τον ακριβό μου σύντροφο Κώστα Καζάκο και τον μονάκριβό γιό μου Κωνσταντίνο. Στις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής, ο κάθε άνθρωπος λειτουργεί διαφορετικά. Άλλος ξορκίζει το κακό φωνάζοντας, άλλος βγάζοντας προς τα έξω την απελπισία του, άλλος σιωπώντας και μαχόμενος καρτερικά .Αυτή η τελευταία είναι και η δική μου περίπτωση. Μαζί με την οικογένειά μου θα αγωνιστώ για την υγεία μου, για τη ζωή μου και για την επάνοδό μου στη σκηνή. Ευχαριστώ τον Τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τη διακριτική τους στάση, ευχαριστώ όλο τον κόσμο, ανώνυμους και επώνυμους για τη συμπαράσταση και την αγάπη τους και ας είναι σίγουροι ότι όλες μου οι προσπάθειες είναι να ξαναβρεθώ κοντά τους μέσω της δουλειάς μου. Επίσης αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω την εκπληκτική ομάδα των γιατρών του ουρολογικού τμήματος του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου για την ετοιμότητα με την οποία αντιμετώπισαν το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι την καινούρια και μάλλον επικίνδυνη περιπέτεια της υγείας μου. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τους θεράποντες γιατρούς μου καθηγητή Νίκο Δαβίλα και τον γιό του Ηλία Δαβίλα για το επιστημονικό τους κύρος, τη βαθιά ανθρωπιά τους και το θερμό ενδιαφέρον με το οποίο με περιέβαλαν. Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Ν’ αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω…Φιλικότατα
ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ”.
Τα ωραιότερα μάτια του Ελληνικού Σινεμά έκλεισαν για πάντα σαν σήμερα στις 27 Ιουλίου του 1992.
Στη μνήμη της ιδρύθηκε, την ίδια χρονιά, το ίδρυμα «Τζένη Καρέζη», με σκοπό την παρηγορητική αγωγή των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο και χρόνιες καταληκτικές νόσους και τη με κάθε μέσο ανακούφισή τους από τον πόνο