Σε δυο τρεις ώρες… δεν γνωρίζω με βεβαιότητα… Σε τρεις ώρες σίγουρα – ή το πολύ πολύ σε τέσσερις… Μέσα σε τέσσερις ώρες, ας πούμε, θα έχω πεθάνει. Το αναφέρω επειδή βάζει τα πράγματα σε μια συγκεκριμένη διάσταση. Τα δάχτυλά μου, για παράδειγμα, τελευταία έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον μου. Όπως και η κάτω κάτω γρίλια στις περσίδες, κάπως στραβή. Και, έξω απ’ το παράθυρο, ένας βλαστός γλυσίνας έχει σπάσει και κουνιέται σαν αγχόνη. Πρώτη φορά το προσέχω. Και κάτι ακόμα: αυτή τη στιγμή, το παρελθόν έρχεται με όλη τη δύναμη του παρόντος. Όλοι οι άνθρωποι που περάσαν απ’ τη ζωή μου συρρέουν γύρω μου.

Τι τους κρατά και δεν διασταυρώνουν τα ξίφη τους, άραγε; Δίπλα στο τζάκι, ένας δημοτιικός σύμβουλος του Χάντσον Παρκ· πλάι του, η γυναίκα μου, με την ποδιά της, ρίχνει τις στάχτες μέσα στο δοχείο, και ποιος την παρακολουθεί, αν όχι το γέρικο ριτρίβερ μου; Στον διάδρομο, η μητέρα μου –που ποτέ δεν πάτησε το πόδι της σε αυτό το σπίτι, πέθανε πριν κλείσω τα δώδεκα– σιδερώνει το καλό μου κοστούμι. Κάτι περίεργο συμβαίνει με τους επισκέπτες μου:

Κανείς δεν ανταλλάσσει κουβέντα με τον άλλον. Εφαρμόζουν πολύ αυστηρό πρωτόκολλο, δεν καταλαβαίνω τους
κανόνες του. Δεν δίνουν όλοι, οφείλω να πω, σημασία στους κανόνες.
Την τελευταία ώρα, με έχει ζαλίσει –κοντεύει να μου γανώσει το κεφάλι– ένας άντρας ονόματι Κλόντιους Φουτ.
Τον συνέλαβα πριν από δεκαπέντε χρόνια για την κλοπή του ταχυδρομείου του Ρότσεστερ. Μια κατάφωρη αδικία:
τρεις μάρτυρες ορκίστηκαν ότι τότε λήστευε το ταχυδρομείο της Βαλτιμόρης. Βράζοντας από θυμό, το ’σκασε από
την πόλη ενώ είχε βγει με εγγύηση από τη φυλακή, για να γυρίσει έξι μήνες μετά, τρελαμένος από τη χολέρα, και να
πεταχτεί μπροστά σε μια άμαξα. Δεν έβαλε γλώσσα μέσα μέχρι τα τελευταία του. Ακόμα και τώρα μιλάει.


Ω, είναι ένας κι ένας, αυτό σου το υπογράφω. Ανάλογα με τη διάθεσή μου, ανάλογα με το πώς πέφτει ο ήλιος
μέσα από το παράθυρο της σάλας, μπορώ να παρευρεθώ ή όχι. Υπάρχουν φορές, το παραδέχομαι, που θα ήθελα να έχω περισσότερα πάρε δώσε με τους ζωντανούς, αλλά είναι δυσεύρετοι τη σήμερον ημέρα. Η Πάτσι ούτε
που περνάει πια… ο καθηγητής Πόπο λείπει στην Αβάνα παίρνοντας μέτρα σε κεφάλια… και όσο για εκείνον, τι
έχει απομείνει για να τον φέρει πίσω; Μπορώ μόνο να τον ανακαλέσω στη μνήμη μου και, μόλις το κάνω, όλες οι παλιές συζητήσεις ξεδιπλώνονται ξανά. Εκείνο το δειλινό, παραδείγματος χάρη, που το περάσαμε κουβεντιάζοντας
για την ψυχή.

Βλέμμα από γαλάζιο, ΜΠΕΪΑΡΝΤ ΛΟΥΙ, εκδόσεις Μίνωας

Photo cover:pexels.com/cottonbro

Διαβάστε επίσης: