Ο Ομάρ Σαρίφ (πραγματικό όνομα: Μισέλ Γιουσέφ Ντιμίτρι Χαλούμπ, αραβικά: عمر الشريف‎) ήταν Αιγύπτιος ηθοποιός με λιβανέζικη καταγωγή που γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1932. Σαν σήμερα το 2015 πέθανε σε ηλικία 83 ετών. Ξεκίνησε την καριέρα του στην ιδιαίτερη πατρίδα του την δεκαετία του 1950 αλλά είναι γνωστός για τις εμφανίσεις του σε αγγλικές και αμερικάνικες παραγωγές. Στις ταινίες του περιλαμβάνονται Ο Λόρενς της Αραβίας (1962), Δόκτωρ Ζιβάγκο (1965) και Ένα Αστείο Κορίτσι (1968). Είχε τιμηθεί με τρεις Χρυσές Σφαίρες και ένα Βραβείο Σεζάρ. Είχε προταθεί για Βραβείο Όσκαρ. Είχε λάβει διάκριση από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Ο Σαρίφ, που μιλούσε άπταιστα αραβικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά, συχνά συμμετείχε σε ταινίες υποδύομενος κάποιον τουρίστα. Η κυβέρνηση του Αιγύπτιου πρωθυπουργού Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ τού επέβαλλε περιορισμούς και ο Σαρίφ οδηγήθηκε σε αυτο-εξορισμό στην Ευρώπη. Αυτό το γεγονός οδήγησε σε ένα φιλικό διαζύγιο από την σύζυγό του, την Αιγύπτια ηθοποιό Φατέν Χαμαμά. Είχε ασπαστεί το Ισλάμ προκειμένου να την παντρευτεί. Ήταν φανατικός του ιπποδρόμου και κάποτε κατετάγη μεταξύ των καλύτερων παικτών του ιπποδρόμου παγκοσμίως.
Ο Σαρίφ, του οποίου το επίθετο σημαίνει “ευγενής” ή “ευπατρίδης”, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από μια οικογένεια καθολικών: ανήκε σε μια μικρή μειονότητα γνωστή ως Αντιόχειοι Έλληνες Καθολικοί της Αιγύπτου (Rum Katuleek al Shawamm), μια περιθωριακή ομάδα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αντιόχειας.

Ο πατέρας του, Γιουσέφ Χαλούμπ, ήταν έμπορος ξυλείας από το Ζαλέ του Λιβάνου και μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου ο Σαρίφ αργότερα γεννήθηκε. Η οικογένεια μετακόμισε στο Κάιρο όταν ο Σαρίφ ήταν τεσσάρων ετών. Η μητέρα του, Κλαιρ Σααντά, με καταγωγή από τον Λίβανο, ήταν αεροσυνοδός. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ ήταν συχνός επισκέπτης της οικογένειας προτού εκθρονιστεί το 1952.

Ο Ομάρ Σαρίφ αποφοίτησε από το Κολλέγιο Βικτωρία της Αλεξάνδρειας, όπου ανέπτυξε ένα ταλέντο στην εκμάθηση γλωσσών. Μετά αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Καΐρου, όπου σπούδασε φυσική και μαθηματικά. Εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην επιχείρηση ξυλείας του πατέρα του προτού σπουδάσει υποκριτική στην Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου. Το 1955 ο Σαρίφ άλλαξε το όνομά του και ασπάστηκε τον ισλαμισμό προκειμένου να παντρευτεί την Αιγύπτια ηθοποιό Φατέν Χαμαμά.

Καριέρα

Αίγυπτος
Το 1953 ο Σαρίφ ξεκίνησε την καριέρα του στην Αίγυπτο στην ταινία Σιρα’ Φι αλ-Γουαντι (Ο Φλογερός Ήλιος ή Μάχη στην Κοιλάδα). Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην ταινία Ο Διάβολος της Αιγύπτου και στην ταινία Struggle in the Valley.

Γρήγορα απέκτησε φήμη και εμφανίστηκε στα Οι Καλύτερές μας Μέρες (1955), Η Λιβανέζικη Αποστολή (1956, γαλλικής παραγωγής), Struggle in the Pier (1956), Η Γη της Ειρήνης (1957), Ο γιος της σκλάβας (1958, τυνησιακής παραγωγής που σηματοδότησε το ντεμπούτο της Κλαούντια Καρντινάλε), Δεν Κοιμάμαι (1958), Έγκλημα στο Νείλο (1958), Η Κυρία του Κάστρου (1959), Μια Έναρξη και ένα Τέλος (1960), Μια Φήμη της Αγάπης (1960), η διασκευή της Άννα Καρένινα με τίτλο Ναχρ ελ Χουμπ (Ο Ποταμός της Αγάπης, 1961) και Υπάρχει ένας Άνδρας στο Σπίτι μας (1961). Ο Σαρίφ πρωταγωνίστησε στο πλάι της πρώην συζύγου του, Φατέν Χαμαμά, σε αρκετές ρομαντικές ταινίες.

Λόρενς της Αραβίας
Ο πρώτος αγγλόφωνος ρόλος του Σαρίφ ήταν αυτός του φανταστικού χαρακτήρα Σαρίφ Άλι στο ιστορικό έπος του Ντέηβιντ Λην “Ο Λόρενς της Αραβίας” (1962). Ο Σαρίφ πήρε τον ρόλο όταν ο Ντίλιπ Κουμάρ τον απέρριψε, ο Χορστ Μπούκολζ απεδείχθη ακατάλληλος και ο Μωρίς Ρονέ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει φακούς επαφής οι οποίοι θα έκρυβαν τα μάτια του.

Το κάστινγκ για τον Σαρίφ σε αυτό που σήμερα θεωρείται ένας από “τους πιο απαιτητικούς ρόλους στην ιστορία του Χόλλυγουντ” ήταν πολύπλοκο και ριψοκίνδυνο δεδομένου ότι ήταν άγνωστος έξω από την Αίγυπτο. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο ιστορικός Στίβεν Τσαρλς Κέιτον, ο Λην επέμενε να χρησιμοποιεί Αιγύπτιους ηθοποιούς όποτε αυτό ήταν δυνατό ώστε να δημιουργεί αυθεντικές ταινίες. Ο Σαρίφ θα χρησιμοποιούσε αργότερα την διφορούμενη εθνικότητά του και σε άλλες ταινίες: “Μιλούσα ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και αραβικά”, είπε. Όπως σημείωσε ο Σαρίφ, η προφορά του τού επέτρεπε “να ενσαρκώνει ρόλους τουριστών χωρίς κανένας να γνωρίζει ακριβώς από πού καταγόμουν”, κάτι το οποίο αποδείχθηκε αρκετά πετυχημένο καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας του.

Για να πάρει τον ρόλο, ο Σαρίφ έπρεπε να υπογράψει ένα συμβόλαιο για επτά ταινίες με την Κολούμπια και μισθό 50,000 δολάρια ανά ταινία.

Ο Λόρενς της Αραβίας ήταν εμπορική επιτυχία με θετικές κριτικές. Η ερμηνεία του Σαρίφ τού εξασφάλισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου και μια νίκη Χρυσής Σφαίρας Β’ Ανδρικού Ρόλου σε Κινηματογραφική Ταινία και Χρυσής Σφαίρας Νέου Ηθοποιού. Απέκτησε παγκόσμια φήμη ως ο δημοφιλέστερος Γαλλοάραβας ηθοποιός.

Ο Σαρίφ συμμετείχε στην επιτυχία του Χόλυγουντ, Η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1964) του Σάμιουελ Μπρόνστον. Συμμετείχε στην επιτυχία της Κολούμπια, Behold a Pale Horse (1964), όπου ενσάρκωσε έναν ιερέα κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, και συμμετείχε μαζί με τους Γκρέγκορυ Πεκ και Άντονυ Κουίν. Ο σκηνοθέτης Φρεντ Τσίννεμαν είπε ότι επέλεξε τον Σαρίφ μετά από προτροπή του Ντέηβιντ Λην: “Ο Λην είπε ότι ήταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός, ‘Εάν μπορείς, ρίξε μια ματιά σε αυτόν’ ” Ο ιστορικός κινηματογράφου Ρίτσαρντ Σίκελ έγραψε ότι ο Σαρίφ πρόσφερε μια “πραγματικά υπέροχη ερμηνεία”, η οποία είναι αξιοσημείωτη λόγω των διαφορετικών ρόλων του στον Λώρενς της Αραβίας. “Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι ο ιερέας και ο σεΐχης παίζονται από τον ίδιο άνθρωπο”. Η ταινία αυτή, όπως και Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσαν μια εμπορική απογοήτευση.

Ο Σαρίφ ήταν ένας από τους πολλούς ηθοποιούς της ταινίας Η Κίτρινη Ρολς-Ρόις (1964), όπου ενσάρκωσε έναν Γιουγκοσλάβο πατριώτη πολέμου; η ταινία ήταν επιτυχία.

Ο Σαρίφ είχε το πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία του Χόλιγουντ όταν πέρασε από κάστινγκ για την ταινία Τζένγκινς Χαν (1965). Σε παραγωγή Ίρβινγκ Άλλεν και σκηνοθεσία του Χένρυ Λέβιν για την Κολούμπια, αυτό το έπος των 4.5 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν εμπορική αποτυχία. Είχε έναν δευτερεύοντα ρόλο στην γαλλική ταινία Marco the Magnificent (1965), για την ζωή του Μάρκο Πόλο, μαζί με τους Μπούκολτς και Κουίν.

Ο Σαρίφ επίσης υποδύθηκε τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία του 1965 Δόκτωρ Ζιβάγκο του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λην. Μετά από μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας έμπαινε στους τίτλους των εφημερίδων για τις επιδόσεις του στο επαγγελματικό μπριτζ, έκανε την επάνοδό του το 2003 στη διασκευή του μυθιστορήματος Ο Κύριος Ιμπραήμ και τα Λουλούδια του Κορανίου. Για την ερμηνεία του βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας και με Βραβείο Σεζάρ.

Το Νοέμβριο του 2005 τιμήθηκε με μετάλλιο από την UNESCO σαν αναγνώριση της αξιοπρόσεκτης προσφοράς του στην ποικιλότητα του παγκόσμιου κινηματογράφου και του πολιτισμού. Το μετάλλιο – το οποίο αποδίδεται πολύ σπάνια – φέρει το όνομα του Ρώσου σκηνοθέτη Σεργκέι Άιζενσταϊν και μπορεί να απονεμηθεί συνολικά 25 φορές από τη Mosfilm της Ρωσίας.

Προσωπική Ζωή

Ο Σαρίφ προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ ώστε να παντρευτεί τη διάσημη Αιγύπτια ηθοποιό Φατέν Χαμαμά το 1955, οπότε και πήρε το όνομα Ομάρ αλ-Σαρίφ. Ο γάμος τους κράτησε περίπου 20 χρόνια και έλαβε τέλος το 1974. Καρπός του ήταν ένα παιδί, ο Ταρέκ Σαρίφ (γεν. 1957), που εμφανίστηκε στο Δόκτωρ Ζιβάγκο σε ηλικία 8 ετών, στο ρόλο του μικρού Γιούρι. Φήμες που ήθελαν τον Σαρίφ να παντρεύεται την ηθοποιό Σοχαΐρ Ραμζί το 1977, αποδείχτηκαν αναληθείς.

Ο Σαρίφ μιλούσε με ευχέρεια αραβικά, αγγλικά, ελληνικά και γαλλικά. Επίσης λίγα ιταλικά και τούρκικα.

Υπεβλήθη το 1992 σε εγχείρηση τριπλού μπαϊπάς και υπέφερε από ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο το 1994. Μέχρι το μπαϊπάς, ο Σαρίφ κάπνιζε πενήντα τσιγάρα την ημέρα, αλλά έπειτα από την περιπέτειά του το έκοψε εύκολα.

Στις 5 Αυγούστου 2003, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός με αναστολή επειδή χτύπησε αστυνομικό σε ένα καζίνο στα προάστια του Παρισιού τον Ιούλιο. Έλαβε επίσης πρόστιμο $1700 και διατάχθηκε να πληρώσει τον αστυνομικό $340 σαν αποζημίωση. Για την ακρίβεια πρόσβαλε και έριξε κουτουλιά στον αστυνομικό, όταν εκείνος προσπάθησε να επέμβει στη διαμάχη του ιδίου με έναν κρουπιέρη ρουλέτας. Στις 13 Φεβρουαρίου 2007, ο Σαρίφ κρίθηκε ένοχος για επίθεση σε έναν υπάλληλο πάρκινγκ στο Μπέβερλυ Χιλς και σπάσιμο της μύτης του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, όπως είχε αποκαλύψει ο γιος του Τάρεκ Ελ-Σαρίφ. Η ασθένεια τον είχε αναγκάσει να αποσυρθεί από την υποκριτική.

Απεβίωσε στις 10 Ιουλίου 2015 στο Κάιρο, ύστερα από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 83 ετών.

Παίκτης Μπριτζ
Ο Σαρίφ, κάποτε ανάμεσα στους διασημότερους παίκτες μπριτζ παγκοσμίως, συν-έγραφε μια στήλη αναφορικά με το παιχνίδι αυτό (το οποίο θεωρείται τηρουμένων των αναλογιών άθλημα) για την εφημερίδα Chicago Tribune[8] για αρκετά χρόνια. Έχει επίσης γράψει αρκετά βιβλία για το μπριτζ και δώσει το όνομά του σε ένα σχετικό ηλεκτρονικό παιχνίδι. Αρχικά λανσαρισμένο σε έκδοση DOS το 1992, το Omar Sharif Bridge πωλείται ακόμη για Windows και σε εκδόσεις κινητής πλατφόρμας. Για σειρά ετών ο συμπαίκτης του σε διεθνή τουρνουά ήταν ο προπονητής ράγκμπυ Τόμμυ Πρόθρο.

Το 2006, ο Σαρίφ αποχώρησε από το χώρο και δήλωσε: «Σταμάτησα εντελώς. Αποφάσισα πως δεν ήθελα να ήμουν σκλάβος πια κανενός πάθους εκτός από τη δουλειά μου. Είχα πολλά πάθη, μπριτζ, άλογα, τζόγο. Επιθυμώ να ζήσω ένα άλλο είδος ζωής, να είμαι περισσότερο με την οικογένειά μου γιατί δεν της αφιέρωσα αρκετό χρόνο».

Δείτε επίσης