Για λίγη ώρα προσπαθούσε να ξεφύγει από το βεληνεκές
της Έμμα, αλλά η κίνηση ήταν ανεπαίσθητη και, όπως
υπέθετε απαισιόδοξα, θα χρειαζόταν άλλα τέσσερα πέντε χρόνια ακόμα. Είχαν γνωριστεί όταν τα παιδιά τους
ήταν μικρά και πήγαιναν στο ίδιο νηπιαγωγείο˙ καλούσε
η μία τα παιδιά της άλλης για φαγητό, η άλλη ανταπέδιδε και η πρώτη το ξανάκανε. Τα παιδιά ήταν ίδια, λίγο
ως πολύ, τότε. Δεν είχαν αναπτύξει προσωπικότητα και
οι γονείς τους δεν είχαν αποφασίσει ακόμα τι λογής άνθρωποι θα γίνονταν. Η Έμμα και ο σύζυγός της είχαν
διαλέξει ιδιωτικό δημοτικό σχολείο για τα δικά τους, και
η άμεση συνέπεια ήταν ότι τα αγόρια της Λούσυ άρχισαν
να τα βρίσκουν ανυπόφορα. Οι κοινωνικές σχέσεις σταμάτησαν κάποια στιγμή, αλλά τι γίνεται όταν κατοικείς
κοντά σε κάποιον και ψωνίζεις στα ίδια μαγαζιά;
Η Λούσυ μισούσε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ουράς:
τη φάση όπου βρισκόσουν έξω ακριβώς από την πόρτα,
που ήταν κλειστή τον χειμώνα, και έπρεπε να αποφασίσεις αν υπήρχε χώρος στο εσωτερικό του μαγαζιού. Αν
έμπαινε πολύ νωρίς, αναγκαζόταν να στριμωχτεί πάνω
σε κάποιον, ρισκάροντας συγχρόνως τις ανήσυχες ματιές
όσων νόμιζαν ότι ήθελε να παραβιάσει την ουρά˙ όταν
καθυστερούσε, κάποιος από πίσω θα της κορνάριζε, μεταφορικά μιλώντας, για τη δειλία της. Θα της πρότεινε
ήρεμα: «Δε θέλετε να…» ή «Νομίζω ότι έχει χώρο εκεί
μέσα τώρα». Η κατάσταση θύμιζε το εξής: την απεμπλοκή
από μια διασταύρωση που απαιτεί επιθετικότητα. Πάντως δεν την πείραζαν τα κορναρίσματα όταν οδηγούσε.
Γυαλί και μέταλλο τη χώριζαν από τους άλλους οδηγούς,
οι οποίοι χάνονταν σε κλάσματα δευτερολέπτου – δε θα
τους ξανάβλεπε ποτέ. Οι άνθρωποι στην ουρά ήταν γείτονές της. Ήταν αναγκασμένη να ζει με τα σκουντήματα
και την αποδοκιμασία τους κάθε Σάββατο. Θα μπορούσε
να πάει στο σουπερμάρκετ φυσικά, αλλά τότε δε θα βοηθούσε τα Καταστήματα της Γειτονιάς να μην Κλείσουν.
Ακριβώς σαν εσένα, Νικ Χόρνμπυ, εκδόσεις Πατάκη
Photo cover:Pixabay.com/StockSnap/hd
Διαβάστε επίσης: