Όμως ήταν ένα συνηθισμένο Σεβρολέτ. Η ζωή μας ήταν κανονική εκείνα τα χρόνια.
Φορούσα αθλητικά παπούτσια με χριτς χρατς. Είχα και μπαμπά.
Ο μπαμπάς μου είχε ένα πυκνό κόκκινο μουστάκι και έπαιρνε αστείες γκριμάτσες για να μας κάνει να γελάμε.
Φούσκωνε τα μάγουλά του, έσμιγε τα φρύδια και γινόταν σαν ένας τεράστιος μουτρωμένος σκίουρος.
Εκείνος οδηγούσε. Η μαμά καθόταν δίπλα του και μας έδινε κομματάκια από ένα κέικ με φιστίκι και κάρδαμο.
Ο δρόμος πήγαινε κυματιστός σαν ωκεανός.
Δεξιά και αριστερά η άμμος ήταν παχιά, θα μπορούσε να καταπιεί το μισό αυτοκίνητο πριν καν το πάρουμε χαμπάρι. Σε κάποια σημεία είχε απλωθεί στο οδόστρωμα και έτσι ο δρόμος δε φαινόταν καν.
Το αυτοκίνητο έτρεχε τόσο γρήγορα, που ένιωθες σαν να ήσουν σε ένα καράβι που θαλασσοδέρνεται. Κάθε φορά που οι πισινοί μας βρίσκονταν στον αέρα, η αδερφή μου και εγώ τσιρίζαμε. «Αχ, Μασούντ!» έλεγε η μαμά.
«Πιο σιγά! Θα σκοτώσεις τα παιδιά σου!»
Όμως ο μπαμπάς αυτό τον δρόμο τον ήξερε σαν την τσέπη του, επειδή είχε γεννηθεί στο Αρντεστάν. Δηλαδή
επέστρεφε σπίτι. Λαχταρούσε να φάει το στιφάδο με το γιαούρτι της μητέρας του. Πατέρας του ήταν ο Μπάμπα
Χατζί, ο παππούς μου.
Μια εποχή πηγαίναμε στο Αρντεστάν κάθε Σαββατοκύριακο. Το συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας λοιπόν
δεν αφορά αποκλειστικά την πρώτη μου ανάμνηση. Αυτό που περιγράφω γινόταν κάθε, μα κάθε φορά.
Μπορεί να ήταν τη μέρα που είδα τον Μπάμπα Χατζί να σφάζει τον ταύρο, μπορεί και όχι. Μπορεί το κέικ αντί
για φιστίκι και κάρδαμο να είχε ροδόνερο και μέλι ή η μαμά να είχε πει «Αμάν, Μασούντ! Πάλι τα ίδια;». Και η γιαγιά αντί για στιφάδο με γιαούρτι να είχε φτιάξει κεμπάπ με γιαούρτι.
Μικρή σημασία έχει. Αυτές οι διαφορές δεν είναι ικανές να κάνουν τη διαφορά.
Η επόμενη εικόνα είναι να έχουμε παρκάρει έξω από το πέτρινο τείχος που περιτριγύριζε την αυλή του σπιτιού.
Βλέπω και τον εαυτό μου σε αυτή τη φωτογραφία, μια και αυτό το κομμάτι δεν είναι μέρος της δικής μου ανάμνησης.
Μου το έχει διηγηθεί η μαμά. Άρα φαντάσου τη σκηνή σαν να τη βλέπεις μέσα από τα μάτια της. Τώρα κοίτα λίγο πιο χαμηλά. Να ’μαι! Είμαι τριών χρονών.
Καθετί το λυπηρό είναι ένα ψέμα (μια αληθινή ιστορία), Nayeri Daniel
Photo cover:pixabay.com/manfredrichter/tulips
Διαβάστε επίσης: