Search
Close this search box.

Στρατής Μυριβήλης: Σαν σήμερα γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους – Τα σπουδαιότερα αποφθέγματά του

Σαν σήμερα το 1892 γεννήθηκε ο Στρατής Μυριβήλης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ευστράτιος Σταματόπουλος. Ήταν από τους σημαντικότερους πεζογράφους της Γενιάς του ‘30. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1915, με τα διηγήματα «Κόκκινες ιστορίες». Τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα ήταν «Η ζωή εν τάφω» (1924) , και η «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1932). Πολέμησε ως εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους και αργότερα στη Μικρασιατική εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε το 1922 παρασημοφορημένος και με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.

Ο Στράτης Μυριβήλης γεννήθηκε στην Συκαμινέα Λέσβου, στις 30 Ιουνίου 1890 και πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουλίου 1969.

Ο Στράτης Μυριβήλης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Αφάλωνας στην υπόδουλη ακόμα στους Οθωμανούς Λέσβο, και ήταν το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας Γεωργιάδη. Τα υπόλοιπα ήταν ο Κίμωνας, η Μαρία, η Ουρανία και η Ελένη. Ο πατέρας του, έμπορος στη νεότητά του, κατείχε και το αξίωμα του δημογέροντα του χωριού ενώ η μητέρα του προερχόταν απο οικογένεια πνευματικών ανθρώπων. Τα αδέρφια της μάλιστα, ήταν πτυχιούχοι ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων.

Τελειώνοντας την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην αστική σχολή Συκαμιάς (έτσι ονομάζονταν τότε τα δημοτικά σχολεία τα οποία λειτουργούσε και επόπτευε η Ελληνο-ορθόδοξη κοινότητα του νησιού) το 1903, συνέχισε στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου της Μυτιλήνης. Το 1905 διέκοψε τη φοίτησή του και στις αρχές του σχολικού έτους 1905-1906 γράφτηκε και φοίτησε στην τέταρτη τάξη του Γυμνασίου των Κυδωνιών. Το 1908, ξαναγύρισε για να φοιτήσει και πάλι στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης από όπου τελικά αποφοίτησε το 1909 με βαθμό απολυτηρίου 8,84.

Το 1910 εργάστηκε σαν δάσκαλος στο αλληλοδιδακτικό δημοτικό σχολείο του Μανταμάδου, χρονιά κατά την οποία έκανε και την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα. Δημοσίευε συχνά κείμενά του στο περιοδικό Νεότης της Σμύρνης, κυρίως μικρά λυρικά πεζά και ποιήματα. Το 1911 βραβεύτηκε σε έναν διαγωνισμό διηγήματος που οργάνωσε το περιοδικό, για το διήγημά του Άσπρο Στεφάνι. Σε αυτόν τον διαγωνισμό υπέγραψε για πρώτη φορά με το επώνυμο Μυριβήλης – η ονομασία της πλαγιάς του βουνού πάνω από το πατρικό του σπίτι – ένα επώνυμο που κράτησε για πάντα.

Το 1912 αποφάσισε να συνεχίσει για ανώτατες σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική και τη Νομική σχολή, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν για τα προς το ζην ως συντάκτης στην εφημερίδα Πατρίς. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, όπου και τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από δύο σφαίρες στη μάχη Κιλκίς-Λαχανά.

Με την επιστροφή του από τον πόλεμο, και αφού τιμήθηκε με το Μετάλλιο Βαλκανικών πολέμων επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση στη Μυτιλήνη. Συνεργάστηκε με την τοπική εφημερίδα Σάλπιγγα, κρατώντας την καθημερινή στήλη του χρονογραφήματος. Το 1915 εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων Κόκκινες Ιστορίες.

Το 1916 συμμετείχε στην έκδοση της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος, όργανο του κόμματος των Φιλελευθέρων, όντας ένθερμος οπαδός του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στο 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους με το βαθμό του δεκανέα και πολέμησε στο μακεδονικό μέτωπο συμμετέχοντας στην πολεμική επιχείρηση της προκάλυψης του Μοναστηρίου. Από αυτήν την εμπειρία του στα χαρακώματα προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο του Η ζωή εν τάφω.

Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία υπηρέτησε ως λοχίας στο Β’ νοσοκομείο διακομιδής στο Εσκισεχίρ. Στις 28 Ιουνίου του 1920 παντρεύτηκε στο Εσκισεχίρ, την Ελένη Δημητρίου, από το Δεκελί της Μικράς Ασίας, ενώ την ίδια περίοδο γεννήθηκε και η πρώτη του κόρη, η Χάρις. Αργότερα απέκτησε άλλα δύο παιδιά, τον Λάμπη και τη Δροσούλα.

Με την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα βρέθηκε για λίγους μήνες πρόσφυγας στη Θράκη και από κει επέστρεψε για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Λέσβο μέχρι και το 1932. Αποστρατεύτηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1922 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και παρασημοφορημένος με το ελληνοτουρκικό και ελληνοβουλγαρικό μετάλλιο της Νίκης .

Το 1923 εξέδωσε την πρώτη δική του εφημερίδα, την Καμπάνα, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες «Η Ζωή εν τάφω» (από τις 10 Απριλίου του 1923 έως τις 29 Ιανουαρίου του 1924 σε 42 συνέχειες) η οποία εκδόθηκε σχεδόν αμέσως σε βιβλίο[5]. Το 1925 σταμάτησε την έκδοση της Καμπάνας για να συνεκδώσει μαζί με τον Μυτιληνιό λόγιο Θείελπι Λευκία τη δεύτερη εφημερίδα του, τον Ταχυδρόμο -εφημερίδα που υποστήριζε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και το Εργατικό κόμμα του. Το Δεκέμβριο του 1931, ύστερα από την επιτυχία και την ενθουσιώδη υποδοχή της δεύτερης έκδοσης της Ζωής εν τάφω, ο συγγραφέας αρχίζει να γράφει στη Μυτιλήνη το μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια κατά παραγγελία της Καθημερινής, όπου και δημοσιεύτηκε από τις 20 Δεκεμβρίου του 1931 ως τις 6 Μαΐου του 1932. Σε βιβλίο εκδόθηκε το 1934.

Η δεύτερη περίοδος (της Αθήνας)
Το 1932 έφυγε από τη Μυτιλήνη μαζί με την οικογένειά του για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα και αφού είχε πάρει την θέση του διευθυντή και αρχισυντάκτη στην εφημερίδα Δημοκρατία, την οποία αποφάσισε να εκδώσει το κόμμα του Παπαναστασίου.

Από το καλοκαίρι του 1933, και αφού έφυγε από τη Δημοκρατία, άρχισε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Πρωία, συνεργασία η οποία κράτησε ως το 1936. Στην εφημερίδα κράτησε τη στήλη του καθημερινού χρονογραφήματος καθώς και τη στήλη «Διηγήματα της Κυριακής» στην οποία δημοσίευσε πάνω απο 40 διηγήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων αποτέλεσαν τα περιεχόμενα του Πράσινου και του Γαλάζιου βιβλίου.

Από το 1936 και για τα επόμενα 3 χρόνια συνεργάστηκε με την σαφέστατα δεξιά εφημερίδα Η Εθνική. Την ίδια χρονιά, ενστερνίστηκε τις απόψεις και την πολιτική του Ιωάννη Μεταξά και έγινε φανατικός υπέρμαχος του καθεστώτος[8]. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο θεωρήθηκε λάβρος αντικομμουνιστής.

Το 1936 είχε γίνει τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ ενώ το 1938 και για καθαρά βιοποριστικούς λόγους διορίστηκε βιβλιοφύλακας στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, με το μισθό και το βαθμό τμηματάρχη Β’ τάξεως. Από τη θέση αυτή απολύθηκε το 1955 σε ηλικία 65 χρονών με το βαθμό του διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας.

Τον Απρίλιο του 1940 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο για τη συλλογή διηγημάτων του Το Γαλάζιο Βιβλίο ενώ κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 προσυπέγραψε μαζί με άλλους Έλληνες λογίους την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Συνεργάστηκε με πάρα πολλές εφημερίδες, όπως η Καθημερινή, η Ακρόπολις, η Απογευματινή, το Ελεύθερο Βήμα, η Ελευθερία και περιοδικά όπως ο Θεατής, η Νέα Εστία, η Ελληνική Δημιουργία, ο Ακρίτας, τα Στρατιωτικά Νέα, ενώ εξέδωσε και το βραχύβιο περιοδικό Καλλιτεχνική Ελλάδα. Επίσης έγραψε και εκφώνησε κείμενα για τις ραδιοφωνικές του εκπομπές όπως «Το χρονικόν της εβδομάδος», «Μιλάμε για την Τέχνη», «Το Λογοτεχνικό Τέταρτο».

Εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1958 (μετά από 6 υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν), υπήρξε ιδρυτικό μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της «Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος», ιδρυτικό μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών» και τιμητικό μέλος του «Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών». Είχε ακόμα προταθεί από την «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1963. Ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας τα έτη 1960, 1962, 1963.

Το 1959 τού απονεμήθηκε ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄

Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στις 19 Ιουλίου του 1969, από το 1962 καθηλωμένος στο κρεβάτι από καρκίνο που τον οδήγησε σε φυσικό και πνευματικό μαρασμό. «Ο θεός δεν τον λυπήθηκε», έγραψε χαρακτηριστικά ο Ηλίας Βενέζης στο περιοδικό Νέα Εστία. 

Η γενιά που γαλουχήθηκε με τους αγώνες του Ψυχάρη για την ελληνική γλώσσα, παρακολούθησε την αναγέννηση του ελληνικού έθνους με τους βαλκανικούς πολέμους και έζησε τη συντριβή της μεγάλης ιδέας με τη μικρασιατική καταστροφή. Ο Στράτης Μυριβήλης έδειξε από τα πρώτα του έργα το σύνδεσμό του με την παράδοση, από την οποία δεν αποσπάστηκε ποτέ. Συγγραφέας, δημοσιογράφος -ζούσε κυρίως από τη δημοσιογραφία- χρονογράφος, από τα πιο ζωηρά και μαχητικά πνεύματα της γενιάς του, βρέθηκε σε συνεχή επαφή με τα σύγχρονά του γεγονότα, έχοντας πάντα στο νου του τον αναγνώστη. Σε αυτή τη ζωντανή του επαφή οφείλονται κατά κύριο λόγο η ενασχόλησή του με την τρέχουσα θεματολογία και η χρησιμοποίηση γλώσσας, που κυμάνθηκε ανάμεσα στην καθαρή δημοτική και στη δημοσιογραφική μικτή. Ο λόγος του πυρετικός, διατηρούσε τη ζεστασιά και τον τόνο της προφορικής ομιλίας, πλούσιος σε εικόνες, με άφθονα λυρικά στοιχεία. Η γραφή του πληθωρική και ερεθιστική, ταλαντεύτηκε κάποτε ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον τρυφερό φυσιολατρικό λυρισμό. Το έργο του, “νησίδα γραφικής επαρχιακής ζωής μέσα στην αστοκρατούμενη πεζογραφία της γενιάς του Τριάντα” όπως έχει επισημανθεί.

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1915, με τα διηγήματα Κόκκινες ιστορίες. Η πρώτη περίοδος του έργου του είναι εμπνευσμένη από το παρόν ή το άμεσο παρελθόν, τη ζωή στη Μυτιλήνη και κυρίως τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Αποκορύφωση της έκφρασης του αντιπολεμικού πνεύματος είναι το μυθιστόρημα Η ζωή εν τάφω (1924). Αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται το 1932 με το μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, βιβλίο που λογοκρίθηκε από το καθεστώς του Μεταξά.

Κατά τη δεύτερη περίοδο στράφηκε στο παρελθόν και τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Τα έργα της περιόδου είναι οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943), Τα παγανά (1945), Ο Παν (1946), το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) και οι συλλογές διηγημάτων Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959).

Κάποια από τα σπουδαιότερα αποφθέγματα του:

  • Όλες οι θάλασσες του κόσμου είναι Ελλάδα. Όλα τα κύματα ξέρουν τις καρίνες των ελληνικών πλοίων…
  • Δεν προσευχήθηκα ποτέ στις κρίσιμες ώρες της ζωής μου. Δεν αιστάνθηκα ποτέ την ανάγκη. Δεν μ’ αρέσουν οι μονόλογοι, προπάντων στις τραγωδίες.
  • Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες και ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας.
  • Όσοι είναι οι ανθρώποι, τόσο λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν.
  • Στα νιάτα οι λέξες είναι γιομάτες από ψίχα, από χυμό και φωτιά. Κατόπι αδειάζουν λίγο – λίγο κι απομένουν κούφια τσόφλια.
  • Άμα είναι γκερό όκι είναι γκέρο, άμα είναι γκέρο όκι είναι γκερό. (τα σπαστά Ελληνικά ενός Γάλλου στη «Ζωή εν Τάφω»)
  • «Ίσως όταν όλοι μπορέσουν να δουν την ομορφιά της ζωής, ίσως τότες όλος ο κόσμος θα γίνει πρώτα καλός και κατόπι ευτυχισμένος.»

Ο Μυριβήλης για τον άνθρωπο

  • Όσοι είναι οι ανθρώποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν.
  • Δεν είναι κακοί οι άνθρωποι, φτάνει να καταλάβει ο ένας τον άλλο.
  • Κανένας άνθρωπος δε γίνεται να ξεδιαλύνει ποτές ατός του το μυστήριο του εαυτού του.
  • Έτσι πλάστηκε από θεού ο άνθρωπος, να συνταιριάζεται με το κάθε τι, μα καλό είναι μα κακό. Αν δεν ήταν έτσι θα τρελαινόταν όλος ο κόσμος με τ’ ανεπάντεχα που τόνε βρίσκουν κάθε τόσο.
  • Φαίνεται πως είναι φυσικό στον άνθρωπο η λύπηση νάναι θεμελιωμένη πάνω στην υποταγή. Σαν αρχίσει και σηκώνει κεφάλι ο ευεργετημένος, γίνεται αντιπαθητικός.

Ο Μυριβήλης για την αγάπη

  • Η αγάπη είναι μια ορμητική διάθεση να κάνεις ευτυχισμένο κείνον που αγαπάς, με έξοδά σου. Στην ανάγκη, με θυσία και με ταπείνωση.
  • Η αγάπη είναι προσφορά, δεν είναι κατοχή.
  • Είναι αγάπη που αρπά σα θεριό και ξεσκίζει, κι είναι πάλι αγάπη που δίνεται.
  • Η Όχτρα είναι οργανωμένη, πειθαρχημένη, πάνοπλη. Η Αγάπη είναι ανοργάνωτη, ξεθυμαίνει σε αισθηματισμούς, σε θρησκευτικούς εξορκισμούς. Τώρα ποιος θα οργανώσει, ποιος θ’ αρματώσει, θα κάμει σεβαστή την Αγάπη; Ο Χριστός το καταπιάστηκε με το καλό και δεν κατάφερε σπουδαία πράματα. Όμως πάλι αν γίνει με το στανιό, τότε παύει νάναι Αγάπη. Δεν καταλαβαίνω.
  • Έρωτας θα πει μονομαχία δύο κυττάρων. Ποιο να φάει, ν’ αφομοιώσει το άλλο. Καμιά συνεννόηση δε χωρεί ανάμεσα στο νικητή και στο νικημένον άλλη, απ’ την υποταγή. Αυτό που λέμε συνεννόηση είναι μια σχετική έννοια, που είναι συνθεμένη από εκκεχειρίες, δειλίες και υποχωρήσεις.
  • Τι είναι λοιπόν ο έρωτας; (…) Είναι το κουκούτσι της ζωής. Η μυγδαλόψυχά της. Εκεί μέσα είναι κλεισμένες όλες οι δυνατότητες της αιωνιότητας της ζωής. Όλα τ’ άλλα είναι φλούδια και ζουμιά.

Έγραψε ακόμη..

  • Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες και ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας.
  • Ο Θεός ήξερε χιλιάδες χρόνια πριν από τον Έντισον την ηλεχτρική λάμπα και το γραμμόφωνο, ήξερε ακόμα τις μάσκες με τα τεχνητά δόντια και τα σάντουιτς και τις αυτόματες μηχανές που σε σερβίρουν μ’ ένα σέντσι. Τώρα, γιατί άφησε τόσα χρόνια τον κόσμο να παιδεύεται με το λυχνοστάτη και με τη λάμπα του πετρελαίου που γεμίζει τα ρουθούνια καπνιές; Και σαν τ’ αποφάσισε να φανερώσει τα μυστικά του, γιατί τα φανέρωσε στους Αμερικάνους, που δε είναι καν ορθόδοξοι χριστιανοί; Ε, αυτό πάλι είναι άλλος λογαριασμός.
  • Δεν είναι τίποτα που να μας φαίνεται πιο πιθανό απ’ αυτό που μας αρέσει να πιστεύουμε.
  • Είναι θαυμάσιο πράμα, λοιπόν, η υγεία. Τόσο θαυμάσιο, ώστε δε σε ειδοποιεί καν όταν είναι κοντά σου. Σαν μας αφήσει μονάχα πληροφορούμαστε για την ύπαρξή της… αναδρομικώς. Δεν είναι παράξενο;
  • Η ρόδα του Πολέμου. (…) Γυρίζει χωρίς να βιάζεται, απελπιστικά αργά. Έχει τη σίγουρη κι αδυσώπητη κίνηση των φυσικών νόμων. Είναι ένα τεράστιο ζο με δόντια σιδερένια, μασά με απάθεια τη σπαρταριστή ανθρώπινη σάρκα. Όλο φρέσκια, ανθισμένη σάρκα.
  • Αυτό είναι το μόνο καλό που αφήνει ο πόλεμος σε κείνους που του ξέφυγαν ζωντανοί κι ασακάτευτοι. Τους δίνει την καταξίωση της ζωής…
  • Ο πόλεμος, τι να κάνει; Είναι έτσι το φυσικό του. Νάναι φοβερός και άτιμος. Εμείς όμως; Εμείς που τον κάνουμε επάγγελμα και εμπόριο και διαφήμιση; Που τον τραγουδάμε, που βάζουμε το Θεόν να τον πατρονάρει; Εμείς που τον δικαιώνουμε για παράγοντα της ζωής;
  • Η πιο πικρή αρρώστια της ψυχής είναι η αμφιβολία

Για την Ελλάδα. Τ’ είναι τούτη η λέξη που κάνει τα σπλάχνα να σπαρταρούν;

Πόσα τέτοια πράματα αξιολάτρευτα, θαμαστά, θεϊκά ωραία γίνουνται γύρω στους ανθρώπους! Τους σκουντάνε να δουν και ν’ ακούσουν. Τους καλούν καλοπροαίρετα να πάρουν μέρος από τη χαρά τους κι από την ομορφιά τους. Όμως αυτοί, τίποτα. Περνάν ολάκερη τη ζωή τους με την ψυχή κλειδωμένη ερμητικά. Ούτε υποπτεύονται τα θάματα που κάθε στιγμή ξεσπάνουν σιμά στο χέρι, σιμά στο πρόσωπό τους. Πεθαίνουν στο τέλος δίχως να πάρουν είδηση. Πιστεύουν μολαταύτα στα σοβαρά πως ζήσανε κι
αυτοί…

Στα νιάτα οι λέξες είναι γιομάτες από ψίχα, από χυμό και φωτιά. Κατόπι αδειάζουν λίγο – λίγο κι απομένουν κούφια τσόφλια.

Ω! Ας ήτανε Θεός στον ουρανό, μονάχα για ν’ ακούσει τούτη την προσευκή μου κ’ εγώ θα του συχωρνούσα όλες τις δυστυχίες που αφήνει να δέρνουν έτσι αλύπητα τους ανθρώπους.

Το 1940 στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ ο Μυριβήλης έγραφε:
“Το ευτύχημα της αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού”

…Αν ύστερα από ένα αιώνα αντεθνικής εκπαίδευσης σώζεται ακόμα ακμαίο και δυνατό στις βιολογικές εκδηλώσεις του το ελληνικό έθνος, το χρωστάμε στο ευτύχημα της αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού. Και εννοώ τον γνήσια αγράμματο λαό, που εξακολουθεί να μας απομένει ο μοναδικός θεματοφύλακας του εθνικού πολιτισμού, και να διατηρεί μέσα στη σοφή άγνοιά του όλα τα νήματα της φυλετικής μας συνέχειας. Αν αυτά τα εκατό χρόνια τα κατάφερναν οι δάσκαλοι να περάσουν από το ανθελληνικό τεζάχι τους όλα τα εκατομμύρια των ρωμιών, σήμερα δε θα υπήρχαμε πάνω στη γη σα φυλή με αυτοτελή φυσιογνωμία καταγωγής και πολιτισμού.
Το πανεπιστήμιο στάθηκε ο μεγάλος οχτρός της εθνικής ψυχής. Αυτό χτύπησε κατακέφαλα καθετί που ήταν η γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και θρύλους. Γιατί όλα αυτά τα καταδίωξε το πανεπιστήμιο με φανατισμό, με σύστημα και με πάθος, που ποτές, κανένας καταχτητής δεν τόφτασε, απ’ όσους μας τσαλαπάτησαν μέσα στην αιώνια Ιστορία μας. Από κει βγήκαν και σκόρπισαν σ’ όλες τις πολιτείες, σ’ όλα τα νησιά, στα χωριά και στα βουνά και στ’ ακρογιάλια της Ελλάδας, οι φοιτητές, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι υπουργοί της παιδείας, οι καθηγητές των γυμνασίων και οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολειών, όλοι φανατισμένοι καταλυτές της ζωντανής Ελλάδας, όλοι κήρυκες της επιστροφής προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Βρυκόλακα, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – τάφο, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Νεοελληνοφάγο. Καμιά κοροϊδία δεν ήταν αρκετή για τη γλώσσα, για τα φερσίματα, για τη ντυσιά, για τα τραγούδια, για τις παραδόσεις του αγράμματου γονιού, από μέρους του γιου του που τον έστειλε να σπουδάσει, και γύριζε από τη μια μεριά αρνητής και οχτρός κάθε παράδοσης και κάθε συνέχειας φυλετικής, κι από την άλλη οπλισμένος με το κύρος του σπουδαγμένου και με την επιβεβαίωση του τυπωμένου βιβλίου, που ακόμα πριν από λίγα χρόνια είχε το κύρος της Αγίας Γραφής, γιατί μόνο τα θρησκευτικά βιβλία έβλεπε τυπωμένα και τάκουγε στην εκκλησία ο ελληνικός λαός.
Το αρχαιόπληχτο πανεπιστήμιο όμως στάθηκε στο δρόμο του έθνους μόνο σαν άρνηση της ψυχικής ζωής. Στυλίτεψε, καταράστηκε, αφόρεσε τη γνήσια ελληνική ζωή, χτύπησε με μανιακή λύσσα όλες τις μορφές αυτής της ζωής σα μορφές βάρβαρες, όμως δεν είχε τι να προσφέρει σε αντάλλαγμα για τις αξίες που καταργούσε, έξω από μια παγωμένη γλώσσα, που έπαιζε τραμπάλα ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα και παρίστανε την αττική γλώσσα.

Δείτε επίσης

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα