Κάποιες ιστορίες χάνονται στο βάθος του χρόνου σαν
να μην είναι δικές σου, σαν κάποιος άλλος να σου τις
έχει διηγηθεί. Καταχωρισμένες σε παλιά σημειωματάρια, αποσιωπημένες χρόνια, τις απέφευγες για κάποιους
λόγους, όμως ο κορεσμένος χρόνος έρχεται και αίρει τις
επιφυλάξεις σου.
Στην ιστορία αυτή σε διακατέχει ακόμη μια ενοχή
για εκείνη τη φάση, εκείνη την περίοδο, κι ας πέρασαν
σαράντα χρόνια. Ωστόσο μέσα στην ιστορία βλέπεις
έναν εικοσάχρονο φοιτητή που σπουδάζει στη μεγάλη
πόλη και επιστρέφει τις γιορτές και τα καλοκαίρια στο
χωριό του.
Σε ένα παλιό σπίτι, οθωμανικό κατάλοιπο, έχει αφήσει όλες του τις παιδικές μνήμες, ενώ εκείνο καταρρέει
με τον καιρό και την αφροντισιά. Αυτός όμως το προτιμάει, κι ας χτίσανε οι γονείς του ένα καινούργιο διώροφο, στο κέντρο του χωριού το παλιό, χωμένο μες στη γειτονιά, το αγαπάει και πολλές φορές αναρωτιέται τι θα
απογίνει.
Ώσπου ένα καλοκαίρι, το τελευταίο καλοκαίρι πριν
τελειώσουν οι σπουδές του, επιστρέφοντας στο χωριό,
μαθαίνει ότι το σπίτι, παλιόσπιτο το αποκαλούσαν
οι γονείς με την τρυφερότητα του παλιού κι αγαπημένου, νοικιάστηκε. Σε ποιους; Να, η γριά η Πέτρα, που μένει παρακάτω, έχει έναν γιο στη Γερμανία χρόνια τώρα, εκείνος εκεί έχει δυο γιους, ο μικρότερος, ο γεννημένος εκεί,
αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα, δεν του άρεσε η
Γερμανία, είπε «θα πάω πίσω», ήρθε στη γιαγιά του και
άραξε για λίγους μήνες. Ήξερε από υδραυλικά και έτρεχε από γειτονιά σε γειτονιά κι από χωριό σε χωριό, έφερε και σύγχρονα εργαλεία κι όλα πήγαιναν ρολόι. Σ’ ένα
μήνα παντρεύτηκε τη νόστιμη κόρη του Ηλία του ζαχαροπλάστη, ξέρεις ποιον λέμε, εκείνον απέναντι από το
γήπεδο, με την παλαβή γυναίκα, αλλά οι νιόπαντροι δεν
ήθελαν να ζουν ούτε με την τρελή μάνα ούτε με τη γιαγιά, νέο ζευγάρι είναι, πολύ φυσικό, άσε που το σπίτι
της προσφυγίνας μόνον πέτρινο δεν ήταν, κόντευε να
σωριαστεί κι αυτό. Μέχρι να νοικιάσουν ή να χτίσουν,
προτίμησαν να μείνουν κοντά στη γιαγιά και διάλεξαν
το παλιόσπιτο.
Δέος! Ο ήρωάς μας δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει
αυτή την εισβολή στο σπίτι όπου μεγάλωσε μέχρι τα δεκαοκτώ. Στεναχωριέται, αλλά τι να πει τους γονείς του;
Γιατί το έκαναν; Για λίγες δραχμές; Ο πατέρας του ισχυρίζεται ότι έτσι το σπίτι συντηρείται καλύτερα, θα το
ρίξουν τα ποντίκια και η μούχλα, ενώ οι λίγες πρόσθετες
δραχμές μπαίνουν στην άκρη για τις σπουδές του στη
Θεσσαλονίκη, δεν είναι και λίγα τα έξοδα τώρα που νοικιάζεις μόνος.
Ο φοιτητής μας περνάει ένα δύσκολο καλοκαίρι, παρακαλάει να έρθει η στιγμή να φύγει στην πόλη, είναι η
τελευταία του χρονιά, δυσκολεύεται να ζήσει στο καινούργιο πατρικό,
στο διαμέρισμα –όπως εκείνο στις Σαράντα Εκκλησιές που νοικιάζει, αλλά εκεί δεν τον ενοχλεί, τον βολεύει μάλιστα–, θέλει πίσω την αυλή του με την
κυδωνιά, αναζητάει το παιδικό του δωμάτιο, κάτω στο
χαγιάτι, εκεί όπου έπαιζε και κρυβόταν στην εφηβεία.
Γι’ αυτό και εκείνο το καλοκαίρι αποφεύγει να περνάει έξω από το παλιόσπιτο, κάποια στιγμή γνωρίζεται
με το ζευγάρι, εκείνος είναι γύρω στα είκοσι τρία, εκείνη πολύ μικρότερη, σωστά ακούγεται ότι είναι ένα πανέμορφο κορίτσι και τώρα μια σύζυγος που παλεύει να
κάνει νοικοκυριό μέσα σε ένα τουρκόσπιτο, όπως αποκαλούνται τα σπίτια που άφησαν πίσω τους οι μουσουλμάνοι στην ανταλλαγή.
Η νοσταλγία της απώλειας. Διηγήσεις, Γρηγοριάδης Θεόδωρος
Photo cover:pixabay.com/Kranich17/sunset
Διαβάστε επίσης: