Αλλά και ο Φιλίππο σήμερα κινδύνεψε να μη γυρίσει για να μας τα πει. «Ακόμα λίγο και θα ’βλεπα τα ραδίκια ανάποδα» έλεγε σήμερα το απόγευμα στο μπαρ του Ροντόλφο, κάτω στο καινούριο χωριό, εκεί όπου συχνάζουν όσοι θέλουν να σαχλαμαρίζουν κάνοντας τους σπουδαίους. Όχι όπως εδώ στου Μάζο, όπου φερόμαστε απλά.

Πέρασα από κει κατά λάθος, γιατί ο Στάτσολι έχει το κακό συνήθειο να παίρνει ρεπό τις Τετάρτες και χθες ούτε που το σκέφτηκα. Η Μαριέλλα λέει ότι, αν μένω χωρίς τσιγάρα, καλύτερα να με κλειδώνουν μέσα. Ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Μια φορά τής είχα πει να μου πάρει μια κούτα κι εκείνη το ξέχασε. Αλλά τα χτυπήματα που της έδωσα με τη ζωστήρα όταν γύρισα απ’ τη βάρδια τα θυμάται καθαρά μέχρι και σήμερα, ένα προς ένα. Την ώρα του δείπνου την είχα απέναντί μου, μισοκαθισμένη στο ένα κωλομέρι. Κράτησε τουλάχιστον μία εβδομάδα.


Αυτά για να πω ότι είναι αληθινή η φήμη που κυκλοφορεί: Ο αχρείος απ’ τη Βία ντελλ’Ινκροτσάτα ξαναγύρισε. Με
τι μούτρα, λέω γω! Χωρίς να υπολογίσουμε τους δημοσιογράφους που ίσως σέρνει ξοπίσω του, τη στιγμή που εδώ
στα Σπίτια οι άνθρωποι δεν είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις φασαρίες. Κι όμως, είναι εκεί, ν’ ανοίγει διάπλατα τα παράθυρα ενός τίμιου σπιτιού που άλλοτε ανήκε στην Εζέντρα, ο Θεός να την αναπαύει. Παιδιά όταν ήμασταν παίζαμε μαζί. Την εποχή του πολέμου οι Γερμανοί την περνούσαν για συμπατριώτισσά τους, μ’ εκείνες τις ξανθές μπούκλες της.

Έπαιρνε τις σοκολάτες τσάμπα, αλλά είχε από τότε καλή καρδιά κι ερχόταν μετά να δώσει ένα κομματάκι και σ’ εμάς στους κάτω δρόμους. Κύριος οίδε από ποιο θεϊκό σχέδιο της έλαχε ένας εγγονός σαν κι αυτόν, που σήμερα κόντεψε να στείλει αδιάβαστο τον μικρότερο απ’ τους Νεντσιόνι. Αλλά η Εζέντρα πρέπει να το είχε μυριστεί ήδη εδώ και μερικά χρονάκια, αφού τα παράτησε όλα και χώθηκε στο χώμα, για ασφάλεια. Κι άφησε εμάς τους άλλους να ξεροψηνόμαστε.

Τα Σπίτια της ανησυχίας, Νασπίνι Σάσα, Εκδόσεις Πατάκη

Photo cover:pixabay.com/

Διαβάστε επίσης: