Αν και γραμμένη Αικατερίνη στα επίσημα χαρτιά, θα τη φωνάζανε Κατίνα-Κατερίνα-Κατινάκι τις καθημερνές, Κάτια-Κατιούλα τις Κυριακές, Κατίγκω στη ροή του ποταμού που με τα χρόνια ήταν στο γραμμένο τουνα γίνει χείμαρρος θολός με μουχλιασμένα, γλιτσερά νερά τον χειμώνα, ξεροπόταμος με σκουπίδια απ’ αυτά τα πλαστικά και τις κονσέρβες το καλοκαίρι.
Αλλά αυτή με τη δική της και μόνο θέληση, μ’ ένα παγκάκι ορμητήριο που θα το υπεράσπιζε όσο και όπως μπορούσε μέχρι τέλους, θα γινόταν η αμετανόητη Κάκια, κι ας είχαν όλοι αντιδράσει, εφόσον το βαφτιστικό που
της δώσανε ήταν προς τιμήν της μητέρας του νονού της, είχε βουρκώσει, της έλεγαν χρόνια πολλά αργότερα, η γιαγιά απ’ τη μεριά της μάνας της, γιατί η πρώτη εγγόνα της, χωρίς καθόλου να το έχει προσπαθήσει
ή απαιτήσει η οικογένεια, βαφτίστηκε στο όνομα της αδικοχαμένης Κατίγκως, της δεκαπεντάχρονης, πεντάμορφης κεντήστρας.
Πέρα απ’ τη θέληση όμως, τις διαθήκες, τις τροχοπέδες, τις παρακαταθήκες και τις μάταιες επιθυμίες των μεγάλων, τις αξίες και τα φαινόμενα, η Κάκια (της έδειχνε από τότε ότι είχε κάτι το ανάποδο στον χαρακτήρα, κάτι το αγύριστο, το τσουχτερό, το επίμονο, το υστερικό) παρέμεινε ανυποχώρητη, αδύνατον να τη φωνάζουν με το όνομα της νεκρής, Κατίγκω, κι αν επιμένουν να τη φωνάζουν, αυτή δεν θα τους ακούει, θα απουσιάζει, θα κλείνει με βουλοκέρι τ’ αυτιά της. Θα την τιμάει την αδικοχαμένη θεία της, θα αφήνει λουλουδάκια στο μνήμα της, αλλά το
όνομά της δεν το θέλει, ούτε τη μοίρα της. Ούτε και τα άλλα υποκοριστικά ή επίσημα θέλει. Ο λόγος όμως
τώρα για τη γιαγιά της, απ’ τη μεριά της μάνας της.
Το πιο σωστό, το πιο στρωτό, το υπολογισμένο με αλάνθαστη ακρίβεια σκαρί, το μετρημένο μπόι, λυγερή, καστανή, καστανά μελιά ματάκια, καστανά σγουρά και τα μαλλιά της, με ωραίες, μπουκαλάτες γάμπες, ολόγλυκο χαμόγελο με λακκάκια στο πιγούνι και στα μάγουλα. Η πιο γλυκιά ομορφιά, η εκ μητρός γιαγιά της, η πιο συνηθισμένη ομορφιά και η πιο σθεναρή, αν και τη γνώρισε καμπουριασμένη, ίσως και λίγο κουφή, και λίγο τυφλή, την κλωστή πάντως δεν μπορούσε να την μπελονιάσει.
Να είχα, λέει, μία τρομπέτα, Δούκα Μάρω, εκδόσεις Πατάκης
Photo cover:pixabay.com/Willgard/trumpet
Διαβάστε επίσης: