Search
Close this search box.

Ένας φόνος, ένα ερωτικό τρίγωνο και ένα αίνιγμα που πρέπει να λυθεί

Προσπάθησα να κάνω ένα πρώτο βήμα χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το τρέξιμο. Η Σλοάν έβγαινε κάθε μέρα για τζόκινγκ, αλλά όχι κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Ώρες περιφερόμουν στο πάρκο Μπερτράν, ψάχνοντας απελπισμένα να τη συναντήσω.


Κι ύστερα, ξαφνικά, την έβλεπα να περνάει τρέχοντας από ένα άλλο μονοπάτι. Σε γενικές γραμμές, δεν ήμουν ικανός να την προλάβω τρέχοντας πίσω της, κι έτσι πήγαινα και την περίμενα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ξεροστάλιαζα μπροστά στα γραμματοκιβώτια, κάνοντας δήθεν πως παίρνω την αλληλογραφία μου κάθε φορά που έμπαινε ή έβγαινε κάποιος γείτονας, μέχρις ότου τη δω επιτέλους να εμφανίζεται. Περνούσε από
μπροστά μου και μου χαμογελούσε – κάτι που μ’ έκανε να λιώνω και να τα χάνω. Μέχρι να σκεφτώ κάτι έξυπνο να της πω, εκείνη είχε ήδη χωθεί στο διαμέρισμά της.


Από τη θυρωρό της πολυκατοικίας, την κυρία Αρμάντα, πήρα τελικά τις πληροφορίες μου για τη Σλοάν: ήταν παιδίατρος, η μητέρα της ήταν Αγγλίδα, ο πατέρας της δικηγόρος, και είχε υπάρξει παντρεμένη για δύο χρόνια αλλά ο γάμος της δεν είχε ευδοκιμήσει. Δούλευε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Γενεύης, άλλοτε μέρα κι άλλοτε νύχτα, εξού και ο λόγος που δεν είχα καταφέρει να εντοπίσω τα ωράριά της.


Αφού το σχέδιο με το τρέξιμο είχε αποτύχει, αποφάσισα να αλλάξω μέθοδο: ανέθεσα στην Ντενίζ την αποστολή να παρακολουθεί τον διάδρομο από το ματάκι της πόρτας και να με ειδοποιεί κάθε φορά που θα την έβλεπε να εμφανίζεται. Με το που η Ντενίζ φώναζε «Βγαίνει!», πεταγόμουν απ’ το γραφείο,
σενιαρισμένος και παρφουμαρισμένος, κι έκανα κι εγώ την εμφάνισή μου στον διάδρομο, δήθεν όλως τυχαίως. Όμως η επικοινωνία μας περιοριζόταν σ’ ένα νεύμα. Συνήθως εκείνη κατέβαινε με τα πόδια, κάτι που δεν άφηνε το περιθώριο να πιάσω κουβέντα μαζί της. Εγώ την ακολουθούσα, αλλά ήταν εντελώς ανώφελο. Μόλις βγαίναμε στον δρόμο, εκείνη εξαφανιζόταν. Τις σπάνιες φορές που έπαιρνε το ασανσέρ, έμπαινα μέσα μαζί της βουβός και μια αμήχανη σιωπή επικρατούσε στην καμπίνα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, γυρνούσα πίσω στο διαμέρισμά μου άπραγος.
«Λοιπόν;» με ρωτούσε η Ντενίζ.


«Τίποτα» μούγκριζα εγώ.
«Είσαι εντελώς άχρηστος, Ζοέλ! Βάλε επιτέλους τα δυνατά σου!»
«Είναι που είμαι λιγάκι ντροπαλός» της έλεγα ως δικαιολογία.
«Άσ’ τα αυτά! Δε δείχνεις καθόλου ντροπαλός όταν σε καλούν σε τηλεοπτικές εκπομπές!»
«Επειδή εκεί εμφανίζεται ο Συγγραφέας. Ο Ζοέλ, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό».
«Έλα τώρα! Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο! Χτύπησέ της το κουδούνι, πρόσφερέ της μια ανθοδέσμη και κάλεσέ τη για φαγητό. Βαριέσαι να πας ως το ανθοπωλείο; Θέλεις να πάω εγώ;»


Κι έπειτα ήρθε εκείνο το βράδυ του Απρίλη, στην Όπερα τη Γενεύης, όπου πήγα μόνος να παρακολουθήσω μια παράσταση της Λίμνης των κύκνων. Και να που κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, βγαίνοντας να καπνίσω ένα τσιγάρο, έπεσα πάνω της. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες κι έπειτα, καθώς το κουδούνι καλούσε τους θεατές να επιστρέψουν στις θέσεις τους, μου πρότεινε να πάμε για ένα ποτό μετά την παράσταση. Βρεθήκαμε στο Ρεμόρ, ένα γειτονικό καφέ. Κι έτσι μπήκε στη ζωή μου η Σλοάν.


Η Σλοάν ήταν όμορφη, αστεία και έξυπνη. Σίγουρα ένα από τα γοητευτικότερα άτομα που έτυχε ποτέ να γνωρίσω. Μετά από εκείνη τη βραδιά, την προσκάλεσα αρκετές φορές να βγούμε.
Πήγαμε μαζί σε συναυλίες και σε κινηματογράφους. Την παρέσυρα μάλιστα και στα εγκαίνια μιας αξιοθρήνητης έκθεσης μοντέρνας τέχνης που μας προκάλεσε ένα ασυγκράτητο νευρικό γέλιο κι απ’ όπου το σκάσαμε για να πάμε να φάμε σ’ ένα βιετναμέζικο εστιατόριο που της άρεσε πολύ. Περάσαμε πολλές βραδιές στο σπίτι της ή στο δικό μου, ακούγοντας όπερα, κουβεντιάζοντας και ξαναφτιάχνοντας τον κόσμο απ’ την αρχή. Δεν μπορούσα να κρύψω πως την έτρωγα με τα μάτια μου, πως ήμουν εκστασιασμένος μαζί της.

Ο τρόπος που ανοιγόκλεινε τα βλέφαρά της, που τακτοποιούσε τα τσουλούφια των μαλλιών της, που χαμογελούσε αμυδρά όταν ένιωθε αμηχανία, που έπαιζε νευρικά τα δάχτυλά της με τα βαμμένα νύχια προτού μου κάνει μια ερώτηση, τα πάντα επάνω της μου άρεσαν.


Πολύ σύντομα μονοπώλησε τη σκέψη μου, σε σημείο που να με κάνει να παρατήσω προς στιγμήν τη συγγραφή του βιβλίου μου.
«Φαίνεται πως το μυαλό σου ταξιδεύει αλλού, καημένε μου Ζοέλ» μου έλεγε η Ντενίζ διαπιστώνοντας πως δεν είχα γράψει λέξη.


«Η Σλοάν φταίει» της έλεγα πίσω από τον κλειστό μου υπολογιστή.

Το αίνιγμα του δωματίου 622

Το αίνιγμα του δωματίου 622, Dicker Joël, Εκδόσεις Πατάκη

Photo cover:pixabay.com/loveombra/eye

Διαβάστε επίσης:

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα