Παραµιλητό, ονειροπόληµα, η χειµαρρώδης εξοµολόγηση µιας γυναίκας από πλατεία σε πλατεία, από γειτονιά σε γειτονιά, από παγκάκι σε παγκάκι.

Από το εδώ στο εκεί, από την Αθήνα του σήµερα στην Κρήτη των παιδικών της χρόνων.

Ασφαλής µέσα στις φαντασιώσεις της, βέβαιη ότι η ζωή της εξαρτάται από τα µικρά και τα ταπεινά, παίρνει τους δρόµους µε τις τρεις πεθαµένες γιαγιάδες της για συντροφιά: την όµορφη Αφροδίτη, µε τα παραµύθια και τις γητειές· τη Σφακιανή Εργινιά, τη βουνίσια αρχόντισσα µε τα δώρα· την περίλυπη Φιλαρέτη, τη σπουδαγµένη, µε τα ιταλικά και το µαντολίνο της.

Εικόνες, σκέψεις, εµµονές, περιπλανήσεις, στόµατα πεινασµένα για ιστορίες, καθείς και το παγκάκι του. Έρωτες, γάµοι, φονικά, πανηγύρια και γεννητούρια, η ορµή του χρόνου, το βουητό της Ιστορίας, πόλεµοι, κακουχίες, ο µόχθος των ανθρώπων. Κατίνα-Κάτια-Κατίγκω, η αµετανόητη Κάκια που ονειρευόταν ότι τρέχει µε το έλκηθρο στο χιονισµένο άγνωστο.

Από ένα δυάρι στην Πατησίων, µ’ ένα παγκάκι ορµητήριο, γεννήθηκε ή δεν γεννήθηκε ακόµη, όλα έχει την τέχνη να τα επινοεί. Παιγνιώδης, παθιασµένη, τρυφερή, γλυκόπικρη, µια αφήγηση ποταµός για τη διαχρονική γυναικεία εµπειρία.

Απόσπασμα

Τις άλλες, πώς τις είπαμε; Θάλεια και Ουρανία, ούτε που τις θυμάμαι, αν
και θα πρέπει να τις είχα δει δυο τρεις φορές, χοντροκομμένες μού φαίνονταν, με πολύ μικρά κούτελα, το
ενδεικτικό της βλακείας, άκουγα να λένε, τις προτιμούσαν έτσι όμως οι άντρες, μικρά κούτελα, γερά καπούλια, να αντέχουν τα νεφρά τους και στο λίχνισμα και
στο αλώνισμα, και τι να πω, και οι δυο ας πούμε πως
καλοπαντρεύτηκαν, σε πιο μακρινά χωριά της επαρχίας, με το γαϊδούρι μόνο ή με το μουλάρι πήγαινες,
σαν ξενιτεμένες ήταν, μια ή δυο φορές τον χρόνο έβλεπε η μια την άλλη στις μεγάλες εορτές, αλλά και η
γιαγιά μου με τη θεία Αντωνία κι ας ήταν κοντοχωριανές δεν βλέπονταν συχνά, κι όταν λόγω ηλικίας,
όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους να βαραίνουν, να
χάνουν κάπως την ακοή και το βάδισμά τους, όταν και
τα πόδια τους αδυνατίζουν, καλαμάκια γίνονται, άφαντοι οι τετρακέφαλοι μύες που λέμε, αχαμνά, νερουλιαστά και τα χεράκια τους, τι να σου κάνουν και τα καημένα τα παιδόγγονα, οι γιοι και οι νύφες, ξένες γυναίκες πάντα οι νύφες, τους φτάνανε τα βάσανά τους, τις
αγαπάμε, τις τιμάμε τις γερόντισσές μας, θα τις ακούσεις να λένε, αλλά και τι να κάνουμε, έχουμε άλλα πιο
επείγοντα, πιο σοβαρά, πιο καθημερινά ή και πιο ευχάριστα, πιο ωφέλιμα, να ασχοληθούμε.

Να είχα, λέει, μια τρομπέτα, Μάρω Δούκα, εκδόσεις Πατάκη

Photo cover:pixabay.com/jeh6/art

Διαβάστε επίσης: