«Το θέλω από δω ως εκεί κι ύστερα πάλι πίσω ως τον
ουρανό και μετά έναν γύρο όλο το βουνό και ύστερα…»
«Μπαμπά, σταμάτα!»
«Καληνύχτα, λελούδες μου».
«Καληνύχτα, μπαμπακένιε».
Έτσι ήταν πάντα ο μπαμπάς. Θα έβρισκε τρόπο να τις
κάνει να γελάσουν.
Εκείνες τις μέρες η μαμά έλειπε πολλές ώρες, αλλά τα
κορίτσια περνούσαν τέλεια στην κυρία Κατερίνα, στο διπλανό διαμέρισμα. Η κυρία Κατερίνα κάνει νοστιμότατες
πίτες και κέικ πορτοκαλιού. Αλλά το καλύτερο απ’ όλα
είναι η Όλγα, η κόρη της κυρίας Κατερίνας· σπουδάζει
χορό και είναι πολύ όμορφη. Έχει άπειρα των απείρων
σκουλαρίκια στα αυτιά της κι ένα αληθινότατο τατουάζ
κρυμμένο στα μαλλιά της. Μόνο όταν τα μαζεύει αλογοουρά αποκαλύπτεται ένα μικρό πουλάκι που φτεροκοπάει
στον λαιμό της.
«Μαμά, είδες πόσο πολλά σκουλαρίκια έχει η Όλγα στ’
αυτιά της;»
«Όχι, αγάπη μου, δεν τα είδα».
«Μα δε γίνεται, μαμά, είναι πάρα πολλά».
«Δεν τα είδα, Ηρώ. Είμαι κουρασμένη. Άσε με».
«Λήδα, εσύ είδες;»
«Ναι, Ηρώ, αλλά δεν τα μέτρησα κιόλας».
«Μπορεί να είναι και είκοσι».
«Όχι, είναι πέντε στο δεξί αυτί και έξι στο αριστερό».
«Ευτυχώς που δεν τα μέτρησες! Κι εγώ, όταν μεγαλώσω, θα κάνω πέντε στο δεξί, έξι στο αριστερό και ίσως μια
πεταλούδα στον λαιμό μου».
«Μα αυτό είναι αντιγραφή. Και δεν είναι καθόλου σωστό να αντιγράφεις όλη την ώρα. Το ίδιο κάνεις και μαζί
μου»

Χρυσά κουπιά, Παπαγιάννη Μαρία, εκδόσεις Πατάκη

Photo cover:pixabay.com/jackmac34/pareo

Διαβάστε επίσης: