Σαν σήμερα πριν πάρα πολλά χρόνια, το 1870 πέθανε ο μεγαλύτερος «παραμυθάς» όλων των εποχών, ο Κάρολος Ντίκενς (Charles Dickens). Υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και κριτικούς της κοινωνίας. Επινόησε ορισμένους από τους γνωστότερους διεθνώς φανταστικούς χαρακτήρες και θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Βικτωριανής Εποχής. Τα έργα του έχαιραν άνευ προηγουμένου δημοτικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ αυτή η δημοφιλία διατηρείται και σήμερα τόσο για τα μυθιστορήματα όσο και για τα διηγήματά του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα όπως και οι ακαδημαϊκοί τον έχουν αναγνωρίσει ως μια λογοτεχνική διάνοια.

Ο Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ στις 7 Φεβρουαρίου 1812. Αφού ο πατέρας του φυλακίστηκε λόγω χρεών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να εργαστεί σε εργοστάσιο. Παρά την απουσία επίσημης εκπαίδευσης, αναδείχθηκε σε ακούραστο επιστολογράφο, ενώ επιμελούνταν συντακτικά μια εβδομαδιαία έκδοση για 20 χρόνια. Έγραψε 15 μυθιστορήματα, 5 νουβέλες, εκατοντάδες διηγήματα και μη λογοτεχνικά άρθρα. Έδωσε έναν εκτεταμένο αριθμό διαλέξεων και ήταν στρατευμένος υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών, της εκπαίδευσης και άλλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Η λογοτεχνική επιτυχία του Ντίκενς ξεκίνησε με το λογοτεχνικό του ντεμπούτοΤα έγγραφα του Πίκγουικ, μια ιστορία που άρχισε να εκδίδεται το 1836, σε μηνιαίες συνέχειες. Σε λίγα χρόνια είχε μετατραπεί σε διεθνή λογοτεχνική διασημότητα, γνωστής για το χιούμορ, τη σάτιρά της και τη διορατική ματιά της στους χαρακτήρες και την κοινωνία. Τα μυθιστορήματά του, εκδίδονταν σε μηνιαίες ή εβδομαδιαίες συνέχειες, πρωτοπορώντας στο εκδοτικό οικοσύστημα της λογοτεχνίας, που τελικά έγινε ο κανόνας της Βικτωριανής εποχής. Αυτή η συγγραφική πρακτική επέτρεπε στον Ντίκενς να σφυγμομετρεί την απόκριση του κοινού και ακολούθως τροποποιούσε την πλοκή και την ανάπτυξη του χαρακτήρα, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αναγνωστών του. Για παράδειγμα, στον Ντέηβιντ Κόπερφιλντ, όταν ο ποδίατρος της συζύγου του εξέφρασε τη δυσφορία του για τον τρόπο που η δεσποινίς Μάουτσερ αντιλαμβάνεται τις αναπηρίες της, ο Ντίκενς της προσέδωσε θετικά χαρακτηριστικά, ανυψώνοντάς την στα μάτια του αναγνώστη. Επεξεργάζονταν προσεκτικά την πλοκή και εισήγαγε στη διήγησή του συχνά στοιχεία που αφορούσαν σε τοπικά ζητήματα. Η πρακτική της συγγραφής σε συνέχειες προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Πλήθη φτωχών αναλφάβητων, πλήρωναν μισόλιρα σε εγγράμματους για να τους διαβάσουν τις μηνιαίες συνέχειες, καλλιεργώντας μια νέα γενιά επίδοξων αναγνωστών. Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του, ήταν τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.

Αναγνώριση

Ο Ντίκενς θεωρούταν ένας λογοτεχνικός κολοσσός της εποχής του. Η νουβέλα του 1843, Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, παραμένει δημοφιλής και συνεχίζει να εμπνέει διασκευές σε κάθε καλλιτεχνικό είδος. Συχνά έχουν διασκευαστεί επίσης ο Όλιβερ Τουίστ και οι Μεγάλες Προσδοκίες και όπως αρκετά μυθιστορήματά του επαναφέρουν μνήμες του Βικτωριανού Λονδίνου. Το μυθιστόρημα του 1859, Ιστορία Δύο Πόλεων, που εξελίσσεται σε Λονδίνο και Παρίσι, είναι το πιο γνωστό του ιστορικό μυθιστόρημα (βρίσκεται στην κορυφή της λίστας Βιβλία με περισσότερα από 100 εκατομ. αντίτυπα). Η δουλειά του έχει επαινεθεί, για τον ρεαλισμό της, την κωμωδία, το πεζογραφικό του ύφος, τους μοναδικούς χαρακτήρες και την κοινωνική κριτική, από συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Λέων Τολστόι και ο Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον. Αντίθετα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, τον επέκριναν για τη ντελικάτη συναισθηματικότητα, την απουσία ψυχολογικού βάθους και το χαλαρό πεζογραφικό ύφος. Ο όρος Ντικενσιανός έχει επικρατήσει για να περιγράψει φτωχές κοινωνικές συνθήκες ή αντιπαθείς χαρακτήρες στα όρια του κωμικού.

Το 1830 ο Ντίκενς γνώρισε την πρώτη του αγάπη, τη Μαρία Μπίτνελλ, η οποία θεωρείται ότι αποτέλεσε το πρότυπο για το χαρακτήρα της Ντόρα στο έργο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της Μαρίας όμως, δεν το ενέκριναν για την κόρη τους και διέκοψαν τη σχέση τους, στέλνοντάς την σε σχολείο στο Παρίσι.

Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, στις 9 Ιουνίου 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ.

Πηγή: wikipedia

Δείτε επίσης