Η ευλογιά των πιθήκων είναι ο νέος φόβος που κυριεύει ολόκληρο τον πλανήτη, πάνω που πήγε να «ανασάνει» από την πανδημία του κορωνοϊού.
Συναγερμός έχει σημάνει στις υγειονομικές υπηρεσίες της χώρας, μετά την εμφάνιση του πρώτου ύποπτου κρούσματος ευλογιάς των πιθήκων.
Πρόκειται για έναν 29χρονο Βρετανό, ο οποίος μεταφέρθηκε με C-130 από την Κεφαλλονιά, προκειμένου να νοσηλευτεί σε ειδικό θάλαμο στο Αττικό νοσοκομείο. Η σύντροφός του ήταν ασυμπωτιματική και μεταφέρθηκε και εκείνη στο Αττικό νοσοκομείο και νοσηλεύεται σε δωμάτιο αρνητικής πίεσης.
Ο 29χρονος παρουσίασε ύποπτα συμπτώματα, τα γνωστά εξανθήματα που εμφανίζουν όσοι έχουν την ευλογιά των πιθήκων, και αμέσως σήμανε συναγερμός.
Ο ΕΟΔΥ έλαβε δείγματα για επιβεβαιωτική εξέταση τα οποία στάλθηκαν στο εργαστήριο αναφοράς και τα αποτελέσματα θα είναι διαθέσιμα σήμερα, Δευτέρα.
Από τη στιγμή που κάποιος μολυνθεί με τον ιό χρειάζεται να περάσουν από 5 έως 21 μέρες για να εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα.
Μολύνσεις έχουν εντοπιστεί σε πάνω από 10 χώρες, με τα περιστατικά να ξεπερνούν συνολικά, ανά τον κόσμο, τα 100.
Τα συμπτώματα της ευλογιάς των πιθήκων
Τα συμπτώματα της ευλογιάς των πιθήκων είναι συνήθως ήπια: οι ασθενείς εμφανίζουν πυρετό και ένα χαρακτηριστικό, μεγάλο εξάνθημα στο σώμα -συχνά ξεκινά από το πρόσωπο και εξαπλώνεται, στη συνέχεια, κυρίως στα χέρια και τα πόδια, ενώ προκαλεί έντονη φαγούρα.
Επίσης, στα συμπτώματα συγκαταλέγονται ο πονοκέφαλος, το πρήξιμο, ο πόνος στη μέση και στους μυς. Υπάρχουν δύο βασικά στελέχη: το στέλεχος του Κονγκό, που είναι πιο σοβαρό και εμφανίζει θνητότητα έως και 10%, και το στέλεχος της Δυτικής Αφρικής, η θνητότητα του οποίου τοποθετείται περίπου στο 1%.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η μόλυνση διαρκεί 14 έως 21 ημέρες. Η ασθένεια αυτή εντοπίστηκε αρχικά σε πιθήκους και συνήθως μεταδίδεται μέσω στενής επαφής. Επειδή θεωρείται σπάνια η εμφάνισή της εκτός Αφρικής, έχει σημάνει συναγερμός στις υγειονομικές αρχές.
Η ευλογιά των πιθήκων μπορεί να μεταδοθεί όταν κάποιος βρίσκεται σε στενή επαφή με ένα μολυσμένο άτομο. Ο ιός μπορεί να εισέλθει στο σώμα μέσω του δέρματος, της αναπνευστικής οδού ή μέσω των ματιών, της μύτης ή του στόματος.