Σαν σήμερα πριν 41 χρόνια, το 1981 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 36 ετών, ο θρύλος της ρέγκε ο μοναδικός Μπομπ Μάρλεϊ.
Ο Ρόμπερτ “Μπομπ” Νέστα Μάρλεϊ, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, ήταν Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ακτιβιστής και ευρέως ο πιο γνωστός ρέγκε καλλιτέχνης.
Με τραγούδια όπως τα “I Shot the Sheriff”, “No Woman, No Cry”, “Three Little Birds”, “Exodus”, “Could You Be Loved”, “Jamming”, “Redemption Song” και “One Love”, η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια!
Ο Μάρλεϊ γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945 σε ένα μικρό χωριό, το Nine Mile, του Saint Ann Parish, στη Τζαμάικα. Το πλήρες όνομά του ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ. Ένας τζαμαϊκανός υπάλληλος της υπηρεσίας διαβατηρίων θα του αλλάξει στη συνέχεια το πρώτο με το μεσαίο του όνομα. Ο πατέρας του, Norval Sinclair Marley, (γεννημένος το 1895) ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Norval ήταν ναυτικός αξιωματούχος, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926- 2008), μια μαύρη Τζαμαϊκανή μόλις δεκαεννιά χρονών τότε. Ο Norval παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά σπάνια τους έβλεπε, λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μάρλεϊ ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών. Ο Μάρλεϊ ήταν θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της ανάμεικτης καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με ερωτήσεις για τη φυλετική του ταυτότητα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κάποτε δήλωσε:
Δεν είμαι προκατειλημμένος απέναντι του. Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στη μαύρη, ούτε στη λευκή. Είμαι στου Θεού την πλευρά, Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από τη μαύρη και τη λευκή.
Ο Μάρλεϊ και η μητέρα του μετακόμισαν σε μια φτωχογειτονιά του Κίνγκστον, στη Trenchtown, μετά το θάνατο του Norval. Αναγκάστηκε να μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίζει τον εαυτό του από παλικαρισμούς που τον είχαν σαν στόχο λόγω της καταγωγής και του αναστήματος του (1.63 μ. ύψος). Κέρδισε τελικά φήμη για τη φυσική του δύναμη και το ψευδώνυμο «Tuff Gong».
Ο Μάρλεϊ έγινε φίλος με τον Neville “Bunny” Livingston (αργότερα γνωστός ως Bunny Wailer), με τον οποίο ξεκίνησε να παίζει μουσική. Παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και ξεκίνησε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα σιδεράδικο. Στον ελεύθερο χρόνο του, αυτός και ο Livingston έπαιζαν μουσική με τον Joe Higgs, ένα τοπικό τραγουδιστή που είχε ασπαστεί τον Ρασταφαριανισμό και θεωρείται από πολλούς μέντορας του Μάρλεϊ. Σε μια τέτοια συνεύρεση με τον Higgs και τον Livingston, ο Μάρλεϊ γνώρισε τον Peter McIntosh (αργότερα γνωστό ως Peter Tosh), με τον οποίο είχαν κοινές μουσικές φιλοδοξίες.
Το 1962, ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα πρώτα του δύο singles, “Judge Not” και “One Cup of Coffee”, με έναν τοπικό παραγωγό, Leslie Kong. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν από την εταιρία Beverley με το ψευδώνυμο Μπόμπι Μάρτελ, ελκύοντας ελάχιστο ενδιαφέρον. Τα ίδια τραγούδια επανακυκλοφόρησαν σε μια μεταθανάτια συλλογή με τη δουλειά του Μάρλεϊ, Songs of Freedom.
Το 1963, ο Μπόμπ Μάρλεϊ, ο Bunny Livingston, ο Peter McIntosh, ο Junior Braithwaite, ο Beverley Kelso και ο Cherry Smith δημιούργησαν ένα ska/rocksteady συγκρότημα, αποκαλώντας τους εαυτούς τους The Teenagers. Αργότερα άλλαξαν το όνομα τους σε The Wailing Rudeboys, μετά σε The Wailing Wailers και τελικά σε The Wailers. Μέχρι το 1966 ο Braithwaite, ο Kelso και ο Smith είχαν αποχωρήσει από τους Wailers, αφήνοντας την τριάδα Μάρλεϊ, Livingston και McIntosh.
Το 1966, ο Μάρλεϊ παντρεύτηκε τη Rita Anderson και μετακόμισαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο πατρικό της μητέρας του στο Delaware του Wilmington. Εκεί δούλεψε σαν καθαριστής στο ξενοδοχείο DuPont και στη νυχτερινή βάρδια της γραμμής συναρμολόγησης της Chrysler, κάτω από το ψευδώνυμο Ντόναλντ Μάρλεϊ. Με την επιστροφή του στη Τζαμάικα, ο Μάρλεϊ έγινε μέλος του Ρασταφαριανού κινήματος αφήνοντας dreadlocks (είδος κόμμωσης), ένα από τα σύμβολα των Ρασταφαριανών.
Μετά από μια σύγκρουση με τον Dodd, ο Μάρλεϊ και το συγκρότημα του «συμμάχησαν» με τον Lee “Scratch” Perry και το δικό του συγκρότημα, The Upsetters. Ενώ η συνεργασία τους κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο, από πολλούς θεωρείται πως ηχογραφήθηκαν οι καλύτερες δουλειές των The Wailers. Ο Μάρλεϊ και ο Perry χώρισαν μετά από μια φιλονικία που αφορούσε τα δικαιώματα των ηχογραφήσεων, αλλά παρέμειναν φίλοι και ξαναδούλεψαν μαζί τα επόμενα χρόνια.
Μέσα στο 1968 και το 1972, ο Μπομπ και η Ρίτα Μάρλεϊ, ο Peter McIntosh και ο Bunny Livingston αναδημιούργησαν μερικά παλιά τραγούδια με την JAD Records στο Κίνγκστον και στο Λονδίνο σε μια προσπάθεια τους να διαφημίσουν τον «ήχο» των Wailers. Ο Livingston αργότερα ισχυρίστηκε πως αυτά τα τραγούδια «δεν έπρεπε ποτέ να κυκλοφορήσουν σαν άλμπουμ… ήταν απλά demo για τις εταιρίες».
Το πρώτο άλμπουμ των The Wailers, ονόματι Catch A Fire, κυκλοφόρησε παγκοσμίως το 1973 και είχε θετική απήχηση. Ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα το Burnin’, που συμπεριελάμβανε τα τραγούδια “Get Up, Stand Up” και “I Shot The Sheriff”. Ο Έρικ Κλάπτον επιμελήθηκε το “I Shot The Sheriff” σε μια έκδοση πιο φιλική προς τα ακούσματα της εποχής, ενισχύοντας έτσι το διεθνές προφίλ του Μάρλεϊ.
Οι The Wailers διαλύθηκαν το 1974 και το κάθε μέλος ακολούθησε σόλο καριέρα. Για την αιτία της διάλυσης γίνονται μόνο εικασίες. Μερικοί πιστεύουν ότι υπήρχαν διαφωνίες ανάμεσα στους Livingston, McIntosh και Μάρλεϊ για τις συναυλιακές τους εμφανίσεις, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως απλά οι Livingston και McIntosh προτιμούσαν τη σόλο καριέρα. Ο McIntosh ξεκίνησε ηχογραφήσεις με το όνομα Peter Tosh και ο Livingston συνέχισε ως Bunny Wailer.
Bob Marley and The Wailers
Παρά τη διάλυση, ο Μάρλεϊ συνέχισε να ηχογραφεί σαν Bob Marley & The Wailers. Τη νέα του μπάντα απάρτιζαν τα αδέλφια Carlton και Aston “Family Man” Barrett στα ντραμς και στο μπάσο αντίστοιχα, οι Junior Marvin και Al Anderson στην κιθάρα, οι Tyrone Downie και Earl “Wya” Lindo στα πλήκτρα και ο Alvin “Seeco” Patterson στα κρουστά. Το συγκρότημα I Threes, αποτελούμενο από τις Judy Mowatt, Marcia Griffiths και τη γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, ανέλαβε τα δευτερεύοντα (background) φωνητικά.
Το 1975 συντελέστηκε η διεθνής αναγνώριση του Μάρλεϊ, έξω από τα όρια της Τζαμάικα, με την επιτυχία του τραγουδιού “No Woman, No Cry” από το άλμπουμ Natty Dread. Ακολούθησε το ακόμα πιο επιτυχημένο άλμπουμ, Rastaman Vibration (1976), το οποίο παρέμεινε τέσσερις εβδομάδες στα Top10 στις ΗΠΑ.
Τον Δεκέμβριο του 1976 δύο μέρες πριν το Smile Jamaica, μια ελεύθερη συναυλία που οργάνωσε ο Πρωθυπουργός της Τζαμάικας Μάικλ Μάνλεϊ για να κατευνάσει τα πνεύματα μεταξύ δύο πολιτικών παρατάξεων, ο Μάρλεϊ, η γυναίκα του και ο μάνατζερ του Don Taylor δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από άγνωστο στο σπίτι των Μάρλεϊ. Ο Taylor τραυματίστηκε στα πόδια και η γυναίκα του Μάρλεϊ Rita στο κεφάλι σοβαρά, αργότερα ανάρρωσαν. Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραυματίστηκε ελαφρώς στο στήθος και στο βραχίονα. Η επίθεση έγινε λόγω πολιτικής του ανάμιξης, επειδή πολλοί θεώρησαν ότι η συναυλία ήταν στην πραγματικότητα μια στρατηγική ανάκαμψης του Μάνλεϊ. Παρ’ όλα αυτά, η συναυλία πραγματοποιήθηκε και τραυματισμένοι ο Μάρλεϊ, χωρίς την κιθάρα του, και η Rita, με επιδέσμους στο κεφάλι, εμφανίστηκαν όπως είχε προγραμματιστεί.
Ο Μάρλεϊ, το 1976, άφησε την Τζαμάικα και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου ηχογράφησε τα άλμπουμ Exodus και Kaya. Το Exodus έμεινε στα βρετανικά charts για 56 συνεχείς εβδομάδες. Συμπεριελάμβανε τέσσερα singles: “Exodus”, “Waiting In Vain”, “Jamming” και το “One Love”, μια διασκευή του “People Get Ready” του Curtis Mayfield. Τότε ήταν που συνελήφθη με κατηγορίες για κατοχή μικρής ποσότητας κάνναβης ενώ ταξίδευε στο Λονδίνο.
Το 1978, ο Μάρλεϊ εμφανίστηκε σε άλλη μια πολιτική συναυλία στη Τζαμάικα, το One Love Peace Concert, σε μια ακόμη προσπάθεια να εξευμενίσει τις σχέσεις των μαχόμενων κομμάτων. Προς το τέλος την συναυλίας, μετά από παράκληση του Μάρλεϊ, ο Μάνλεϊ και ο πολιτικός του αντίπαλος, Edward Seaga, ανέβηκαν και αντάλλαξαν χειραψία επάνω στη σκηνή.
Το Babylon by Bus, ένα διπλό live άλμπουμ με 13 τραγούδια, κυκλοφόρησε το 1978 με τις καλύτερες κριτικές. Ολόκληρο το άλμπουμ και συγκεκριμένα το τελευταίο τραγούδι “Jamming” με τις επευφημίες του κοινού, αποτύπωσε την ένταση των ζωντανών εμφανίσεων του Μάρλεϊ. Το Survival, ένα «ανυπάκουο» και πολιτικά φορτισμένο άλμπουμ, κυκλοφόρησε το 1979. Τραγούδια σαν τα “Zimbabwe”, “Africa Unite”, “Wake Up and Live” και “Survival” αντικατόπτριζαν την υποστήριξη του Μάρλεϊ στους αγώνες των Αφρικανών. Τις αρχές του 1980, κλήθηκε να εμφανιστεί στον εορτασμό τις 17ης Απριλίου, Μέρα Ανεξαρτησίας για τη Ζιμπάμπουε. Το Uprising (1980) ήταν το τελευταίο στούντιο άλμπουμ του Μπομπ Μάρλεϊ και ήταν μια από τις πιο θρησκευόμενες δημιουργίες του, συμπεριλαμβανομένων των “Redemption Song” και “Forever Loving Jah”. Ήταν στο “Redemption Song” που ο Μάρλεϊ τραγούδησε τους φημισμένους στίχους:
Emancipate yourselves from mental slavery (Απελευθερώστε τον εαυτό σας από τη σκλαβιά του νου)
None but ourselves can free our minds… (Μόνο εμείς μπορούμε να αποδεσμεύσουμε το μυαλό μας…)
Το Confrontation (1983) κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του και περιείχε υλικό από ηχογραφήσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του Μάρλεϊ, συμπεριλαμβάνοντας το “Buffalo Soldier” και νέες μίξεις παλιών singles που κυκλοφορούσαν μόνο στη Τζαμάικα.
Τον Ιούλιο του 1977 διαγνώστηκε κακόηθες μελάνωμα στα πόδια του Μάρλεϊ, για το οποίο πίστευε ο ίδιος ότι ήταν τραύμα από το ποδόσφαιρο. Αρνήθηκε τον ακρωτηριασμό, λέγοντας ότι η επέμβαση θα επηρέαζε το χορό του και σύμφωνα με την πίστη των Ρασταφαριανών πως το σώμα πρέπει να είναι «ολόκληρο»:
Rasta no abide amputation. I don’t allow a man to be dismantled.
(Οι Ρασταφαριανοί δεν κάνουν ακρωτηριασμούς. Δεν επιτρέπω σε κανένα να είναι διαμελισμένος)
Ο Μάρλεϊ μάλλον έβλεπε τους γιατρούς σαν samfai (απατεώνες). Πιστός στις θρησκευτικές του απόψεις, απέρριψε κάθε χειρουργική πιθανότητα και έψαξε για εναλλακτικές λύσεις που δεν θα τις πρόδιδαν. Επίσης αρνήθηκε τη σύνταξη διαθήκης, βασιζόμενος στην άποψη των Ρασταφαριανών ότι η συγγραφή διαθήκης είναι η αποδοχή του αναπόφευκτου θανάτου, αμελώντας την αιώνια ζωή (“everliving”, κατά τους Ρασταφαριανούς). Ωστόσο, μια γιατρός στο Μαϊάμι του είπε πως δεν ήταν αναγκαίος ο ακρωτηριασμός. Έτσι προχώρησαν στην αφαίρεση ενός μικρού κομματιού απ’ το πόδι του.
Η εξέλιξη
Ο καρκίνος εξαπλώθηκε με μεταστάσεις στον εγκέφαλο, τους πνεύμονες, το ήπαρ (συκώτι) και στο στομάχι του Μάρλεϊ. Μετά την εμφάνισή του σε δύο σόου στο Madison Square Garden στα πλαίσια της φθινοπωρινής του περιοδείας (Uprising Tour), λιποθύμησε ενώ έκανε τζόκιν στο Σέντραλ Παρκ της Νέα Υόρκης. Το υπόλοιπο της περιοδείας του ακυρώθηκε διαδοχικά.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ έκανε την τελευταία του συναυλία στο Stanley Theater στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας στις 23 Σεπτεμβρίου 1980. Η ζωντανή εκτέλεση του “Redemption Song” στο Songs of Freedom ηχογραφήθηκε σε εκείνο το σόου. Μετέπειτα ο Μάρλεϊ αναζήτησε βοήθεια από τον ειδικευμένο Γερμανό (από το Μόναχο) Josef Issels, αλλά ο καρκίνος είχε ήδη προχωρήσει στο τελικό του στάδιο.
Θάνατος
Καθώς επέστρεφε από τη Γερμανία στο σπίτι του στη Τζαμάικα για τις τελευταίες του μέρες, ο Μάρλεϊ χρειάστηκε να προσγειωθεί στο Μαϊάμι για άμεση ιατρική περίθαλψη. Πέθανε στο νοσοκομείο Cedars of Lebanon στο Μαιάμι της Φλόριντα το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε ηλικία 36 χρονών. Η εξάπλωση του μελανώματος στους πνεύμονες και τον εγκέφαλό του προκάλεσε το θάνατο. Τα τελευταία του λόγια στον γιο του Ziggy ήταν «Money can’t buy life» («Τα λεφτά δεν αγοράζουν τη ζωή»). Έγινε δημόσια κηδεία στη Τζαμάικα, που συνδύαζε στοιχεία από την Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία και την παράδοση του Ρασταφαριανισμού. Αποτεφρώθηκε κοντά στο πατρικό του μαζί με την κιθάρα του (Gibson Les Paul), μια ποδοσφαιρική μπάλα, ένα μεγάλο κλαδί κάνναβης, ένα δαχτυλίδι που φορούσε καθημερινά (δώρο του πρίγκιπα της Αιθιοπίας Asfa Wossen) και μια Βίβλο. Ένα μήνα πριν τον θάνατο του, έγινε μέλος του Τζαμαϊκανού Τιμητικού Τάγματος.
Μεταθανάτια φήμη
Η μουσική του Μπομπ Μάρλεϊ απέκτησε ολοένα και μεγαλύτερη δημοτικότητα μετά το θάνατό του. Παραμένει δημοφιλής και γνωστός ανά τον κόσμο, ιδιαιτέρως στην Αφρική. Ο Μάρλεϊ εντάχθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame το 1994. Το περιοδικό Time επέλεξε το άλμπουμ Exodus ως το καλύτερο άλμπουμ του 20ου αιώνα.
Το 2001, το χρόνο που κέρδισε το “Βραβεία Γκράμι για Συνολική Προσφορά“, ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, το Rebel Music, προτάθηκε για το καλύτερο Μουσικό Ντοκιμαντέρ στα Grammys. Με τη συμμετοχή της Rita, των Wailers, των παιδιών, των ερωμένων του, αλλά και πολλές φορές με τα ίδια του τα λόγια γίνεται η εξιστόρηση της ζωής του.
Το 2004 μια επανεκτέλεση του “Three Little Birds” από τους Ziggy Marley και Sean Paul χρησιμοποιήθηκε στην ταινία “Shark Tale” (Καρχαριομάχος).
Το καλοκαίρι του 2006 στη Νέα Υόρκη μετονομάστηκε ένα τμήμα της οδού “Church Avenue”, από την “Remsen Avenue” μέχρι την “East 98th Street” στο East Flatbush του Brooklyn σε “Bob Marley Blvd”.
Το 2007 στη ταινία “I Am Legend” (Ζωντανός Θρύλος) με πρωταγωνιστή τον Γουίλ Σμιθ που υποδύεται έναν επιζώντα από θανατηφόρο ιό που σχεδόν αφάνισε την ανθρωπότητα, ο χαρακτήρας του Will, Δρ. Robert Neville, κατονομάζει τον Μπομπ Μάρλεϊ ως την κύρια επιρροή στη φιλοσοφία της ζωής του. Ο σεβασμός του Neville προς τον Μάρλεϊ προέρχεται από την άποψη του πως την βία και τον ρατσισμό μπορείς να τα πολεμήσεις με μουσική και αγάπη. Ο Δρ. Robert Neville τραγουδά τους στίχους του “Three Little Birds” και “I Shot The Sheriff” στην ταινία, ενδιάμεσα ακούγεται το “Stir It Up” ενώ το “Redemption Song” χρησιμοποιήθηκε στους τίτλους τέλους.
Ο Μπόμπ Μάρλεϊ απέκτησε 13 παιδιά: τρία με τη σύζυγό του Rita, δύο υιοθετημένα από προηγούμενες σχέσεις της Rita, και τα υπόλοιπα οχτώ με διαφορετικές γυναίκες. Το πρώτο του παιδί γεννήθηκε το 1963 ενώ το τελευταίο δεν το γνώρισε καν, καθώς γεννήθηκε λίγες μέρες μετά το θάνατό του (συγκεκριμένα στις 30 Μαΐου 1981).
Δείτε επίσης