Έντεκα χρόνια συμπληρώθηκαν χθες 17 Απριλίου από τον θάνατο του σπουδαίου τραγουδιστή, τραγουδοποιού, μουσικού και παραγωγού Νίκου Παπάζογλου.

Ο Νίκος Παπαζογλου υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς έλληνες τραγουδοποιούς, που άνοιξε τον δρόμο για μια ολόκληρη γενιά ομοτέχνων του.
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1948. Η μητέρα του είχε θρακική καταγωγή από τους Νέους Επιβάτες Θεσσαλονίκης και ο πατέρας του Μικρασιάτης από την Κορμίστα Σερρών.

Ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1960 περνώντας από τους Olympians και τους Zealot. Το 1975 τραγουδούσε στη “Ρέμβη”, μια κοσμική ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, όπου είχε σχηματίσει ορχήστρα, κι ο Παπάζογλου τραγουδούσε μέχρι τις 12 τη νύχτα τραγούδια για χορό. Τα πρώτα του τραγούδια, τα Είναι Αργά και Γαλάζια Θάλασσα, τα τραγούδησε ο Πασχάλης.

Σε μια παλιά συνέντευξή του στο περιοδικό «Ήχος & Hi-Fi» (Ιανουάριος 1987) ο Νίκος Παπάζογλου είχε πει σχετικά με το ξεκίνημα των ροκ χρόνων του:
«Το πρώτο πράγμα που με συγκλόνισε ήταν η απεργία του 15% (σ.σ. η απεργία των εκπαιδευτικών στις αρχές του 1963 και οι φοιτητικοί αγώνες του 15% για την παιδεία, στο τέλος του ’62 και τις αρχές του ’63), που ήτανε το σημαντικό γεγονός της νεολαίας – όπως συνέβαινε και στον υπόλοιπο κόσμο, όπου τα παιδιά είπαν δεν πάτε στο διάολο κι εσείς και ο ψυχρός πόλεμος. Άσχετα με το τι φαινόταν σαν αίτημα, το κύριο αίτημα του 15% ήταν βασικά η ελευθερία της έκφρασης. Από εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν πολλά πράγματα, όπως το τραγούδι διαμαρτυρίας. Αυτό ήταν που με συγκινούσε στο ροκ εν ρολ. Ο Πρίσλεϊ δεν μου έλεγε τίποτα, παρότι ο νέος αυτός ήχος ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Αυτό που με τράβηξε σαν περιεχόμενο ήταν το τραγούδι της περιόδου του πολέμου της Παλαιστίνης (σ.σ. ο Πόλεμος των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του ’67) και του Βιετνάμ. Έχω συνδυάσει, δεν ξέρω πώς, τα γεγονότα της Λωρίδας της Γάζας (σ.σ. το 1967) με το “Eve of destruction” (σ.σ. το θρυλικό αντιπολεμικό / κοινωνικοπολιτικό τραγούδι τού P.F. Sloan που είχε πει ο Barry McGuire το 1965). Νιώθοντας λοιπόν κι εγώ αυτή την κραυγή διαμαρτυρίας, που έβραζε μέσα μου, άρχισα να ασχολούμαι με την κιθάρα και μαζί με διάφορους φίλους από το σχολείο αρχίζουμε να φτιάχνουμε συγκροτήματα, στα οποία παίζουμε τραγούδια σε αυτό το πνεύμα. Με τον Νέστορα Δάνα είχαμε φτιάξει ένα που πήγαινε αρκετά καλά κι έτσι σε μια περίοδο που ο Πασχάλης των Olympians θα πήγαινε στο στρατό με φώναξαν εμένα στη θέση του. Τότε πρωτοδούλεψα επαγγελματικά, πράγμα που αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο».

Αργότερα, και για πολλά χρόνια, ο Παπάζογλου συνεργάστηκε με τους Διονύση Σαββόπουλο, Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ξυδάκη. Έγινε ευρέως γνωστός με το δίσκο του Μανώλη Ρασούλη, Η εκδίκηση της γυφτιάς. Από την παραγωγή αυτή του Σαββόπουλου, μαθαίνουμε ότι το παρατσούκλι του ήταν «push-pull», λόγω των τεχνικών του γνώσεων. Χαρακτηριστικό του Παπάζογλου ήταν το κόκκινο φουλάρι που φορούσε στο λαιμό σε όλες του τις εμφανίσεις.

Η ιστορία πίσω από τον «Αύγουστο»

Το Αρχείο της ΕΡΤ τιμώντας τη μνήμη του Νίκου Παπάζογλου, με αφορμή την επέτειο από τον θάνατο του, παρουσίασε ένα απόσπασμα από την εκπομπή «Συναντήσεις» του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Στο εν λόγω βίντεο ο Νίκος Παπάζογλου περιγράφει τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκε το τραγούδι του «Αύγουστος».

Ο Αύγουστος και το περιεχόμενο του έχουν να κάνουν και με την γέννηση της κόρης μου τότε. Είναι κάτι ανάμεσα στις ελπίδες που έτρεφα για αυτήν και ήθελα επίσης να ψάλλω την ωραιότητα μιας γυναίκας που έτυχε και την γνώρισα κιόλας. Είναι βιωματικό” είχε εξομολογηθεί ο Νίκος Παπάζογλου.

“Τη φοβήθηκα και πήγα και κλείστηκα στο σπίτι, το οποίο από τον σεισμό τότε ήταν κομμένο σαν πράσο στα παράθυρα γύρω γύρω. Και έβγαλα τρεις μέρες μέσα στο σπίτι, σκαλίζοντας την κιθάρα και μετά το τραγούδι θαρρείς και βγήκε μονοκοπανιά. Δεν το είχα γράψει ποτέ σε χαρτί.

Η πρώτη φορά που το έγραψα σε χαρτί ήταν μέσα στο στούντιο που είχα κάτω από τον ταχυδρομείο της Παπάφη και εκεί τότε στην περιοχή ζούσε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ακούω λοιπόν βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες και σκέφτομαι ‘Ποιος είναι τέτοια ώρα;’ και λέω ‘Αμάν, ο Ντίνος’. Κρύβω το τετράδιο, αλλά αυτός το είχε δει”.

Στη συνέχεια, ο Νίκος Παπάζογλου είχε πει: “Με έβαλε στη δουλειά για 2-3 χρόνια. Γιατί στη πρώτη στροφή του τραγουδιού αυτού, ήθελα να περιγράψω αυτό το πράγμα του όταν γελούσαμε πολύ και χαιρόμασταν μέσα στο σπίτι και έλεγε η μάνα μας ‘σε καλό να μας βγει’. Αυτή την αίσθηση ότι κλέβεις από το κοινό πλούτο χαράς, ότι κάποιοι άλλοι θα υποφέρουν, επειδή εσύ έχεις λίγη περισσότερη χαρά. Είχα γράψει, αν θυμάμαι καλά, ‘Μα γιατί το τραγούδι να είναι λυπητερό, ενώ η ψυχή μου είναι σε τέτοια ανάταση. Γιατί να μην γιορτάζει κι αυτή μαζί μου εδώ στην έκταση’.

Όταν το διάβασε μου λέει ‘αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι ποίημα’. Του απαντάω μα πώς, αφού έχω την μουσική του. Παίξε την μου λέει. Του το παίζω και το μόνο πράγμα που μου είπε είναι: ‘Έκταση, έξαψη -τα αφηρημένα ουσιαστικά, έξω! Είναι ευκολία. Είχε δίκιο. Στη στιχουργική είναι ευκολία. Δεν τα βλέπεις αυτά ούτε στα ρεμπέτικα ούτε στα δημοτικά. Πουθενά”.

Στο τέλος του αποσπάσματος, ο Νίκος Παπάζογλου είχε εκμυστηρευτεί ότι: “Ντρεπόμουν να είμαι τόσο λυρικός προς τα έξω. Να επικοινωνήσω αυτό το τραγούδι. Ήταν μια εποχή, η οποία ήταν επική. Εκείνη την εποχή πολύ δύσκολα μπορούσα να βγω και να τραγουδήσω ένα τραγούδι τόσο λυρικό. Έλεγα θα γελάσουν”.

Τραγούδια του τραγούδησαν πολλοί μεγάλοι Έλληνες τραγουδιστές και επίσης στήριξε αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα στα πρώτα τους βήματα μέσα από το στούντιό του, το Αγροτικόν, στη Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετείχε σε πολλούς δίσκους που δημιουργήθηκαν σε αυτό το στούντιο, ως παραγωγός, ηχολήπτης, ενορχηστρωτής και μουσικός.

Το 1993 διαμόρφωσε το πατρικό σπίτι της μητέρας του, στην παραλία των Νέων Επιβατών, σε μπαρ με το όνομα “Bahçe çiflik”, το οποίο λειτούργησε o ίδιος μέχρι περίπου το 2003.

Πέθανε στη Θεσσαλονίκη από καρκίνο στις 17 Απριλίου 2011, σε ηλικία 63 ετών λίγο καιρό μετά το θάνατο του συνεργάτη του, Μανώλη Ρασούλη, αφήνοντας πίσω του τη γυναίκα του Βαρβάρα και τα δύο τους παιδιά, Αλέξανδρο και Αδελαΐδα. Την ίδια ημερομηνία, 17 Απριλίου, μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 2012 έφυγε από τη ζωή και ο σπουδαίος Δημήτρης Μητροπάνος.

Δείτε επίσης