Σαν σήμερα το 1980 πέθανε ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Στην κηδεία του έδωσαν το παρών τουλάχιστον 50.000 άνθρωποι ενώ, μόλις 6 χρόνια αργότερα και με μία ημέρα διαφορά, τον ακολούθησε η παντοτινή του σύντροφος, Σιμόν Ντε Μποβουάρ.
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (γαλλικά: Jean-Paul Charles Aymard Sartre), γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1905 και ήταν γόνος αστικής οικογένειας. Ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης, κριτικός και πολιτικός ακτιβιστής, ο κυριότερος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού υπαρξισμού και φαινομενολογίας, καθώς και υποστηρικτής της πολιτικής θεωρίας του Μαρξισμού. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε ένας εσωτερικά στρατευμένος καλλιτέχνης (όχι όμως και στρατευμένος από κάποιο κράτος ή καθεστώς) στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του. Στις δυτικές χώρες του ασκήθηκε έντονη κριτική για την υποστήριξη του προς τις κομμουνιστικές κυβερνήσεις της εποχής, όπως αυτές του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα, του Μάο στην Κίνα, καθώς και των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη, αλλά και εντός της Γαλλίας για την υποστήριξη των Αλγερινών επαναστατών έναντι των γαλλικών στρατευμάτων κατά τον πόλεμο της Αλγερίας. Για τη στάση του αυτή έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
«Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος», υποστήριζε και ίσως, τελικά, ο μόνος «περιορισμός» που είχε ο ίδιος στη ζωή του ήταν η απεγνωσμένη ανάγκη να πράττει και να σκέφτεται χωρίς συμβιβασμούς και όρια.
Ο μοιραίος έρωτας με τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ
Ο Σαρτρ είναι επίσης γνωστός για την ανοικτή σχέση που διατηρούσε με τη διάσημη θεωρητικό του φεμινισμού και φιλόσοφο-μυθιστοριογράφο, Σιμόν ντε Μποβουάρ. Αχώριστοι πάνω από μισό αιώνα και οι δύο μαζί αμφισβήτησαν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, το οποίο θεωρούσαν μεγαλοαστικό και ρηχό (μπουρζουά) ως προς τον τρόπο ζωής και σκέψης. Η σύγκρουση μεταξύ της καταδυναστευτικής, και πνευματικά καταστροφικής συμμόρφωσης με το κατεστημένο, και η αναζήτηση του αυθεντικού τρόπου του υπάρχειν αποτέλεσε την κύρια θεματολογία της πρώιμης περιόδου του Σαρτρ, το οποίο και αποτύπωσε στο κύριο φιλοσοφικό του έργο με τίτλο Το είναι και το μηδέν (L’Être et le Néant) το οποίο εκδόθηκε το 1943, ενώ άλλα σημαντικά φιλοσοφικά έργα του αποτελούν το Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός (L’existentialisme est un humanisme) του 1946, και η Κριτική της διαλεκτικής λογικής (La Critique de la raison dialectique) του 1960.
Τα πρώτα χρόνια
Γόνος αστικής οικογενείας, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, στο σπίτι των παππούδων του από την πλευρά της μητέρας του. Ο στρατιωτικός πατέρας του είχε πεθάνει από κίτρινο πυρετό λίγο μετά τη γέννηση του. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, μετακόμισε με τον πατριό του στη Λα Ροσέλ μέχρι το 1921 οπότε επέστρεψε άρρωστος στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του σε καλύτερο σχολικό περιβάλλον.
Συνέχισε τη φοίτησή του στο κλασικό λύκειο Henri-IV όπου γνώρισε τον καλύτερο του φίλο, τον Πωλ Νιζάν, με τον οποίο απολάμβαναν μία ανέμελη εφηβεία. Προετοιμάστηκαν μαζί και επέτυχαν την εισαγωγή τους στην περίφημη École Normale Supérieure. Εκεί περιτριγυρισμένος από τον ανθό της γαλλικής διανόησης, ο Σαρτρ έγινε πολύ δημοφιλής και ανέπτυξε την επαναστατική του φύση. Πήρε τελικά το πτυχίο φιλοσοφίας το 1929, αφού απέτυχε στις εξετάσεις της προηγούμενης χρονιάς στις οποίες είχε πρωτεύσει ο Ρεϊμόν Αρόν. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χρονιάς της προετοιμασίας του, συνάντησε τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, την κατοπινή ισόβια σύντροφό του.
Παρόλο που προσπάθησε να φύγει αμέσως στο εξωτερικό ως διδάσκων, πρωτοδιορίστηκε στη Χάβρη και αργότερα δίδαξε στη Λαν (Laon). Η επαφή του με τους μαθητές θα είναι ζεστή και ειλικρινής από την πρώτη στιγμή, θα του κληροδοτήσει την αγάπη προς την εφηβεία και θα επιτείνει την τάση του προς την αντίδραση. Μεταξύ 1933-34 μετακινήθηκε στο γαλλικό ινστιτούτο του Βερολίνου, αντικαθιστώντας τον Αρόν, και είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τη φαινομενολογία του Χούσερλ. Το 1937 μετατέθηκε στο Κολλέγιο του Νεϊγί στο Παρίσι και σημείωσε την πρώτη λογοτεχνική επιτυχία του με τη “Ναυτία” (1938).
Αποστρεφόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα και γι’ αυτό το 1964, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, αναφέροντας πως ένας συγγραφέας δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να μετατραπεί σε θεσμό..Το έργο του εξακολουθεί να επηρεάζει και να αποτελεί αντικείμενο μελέτης της κοινωνιολογίας, κριτικής θεωρίας, μετα-αποικιοκρατισμού, και λογοτεχνικής ανάλυσης.
Το Νόμπελ λογοτεχνίας, έχει μια πλούσια ιστορία με διαμάχες και αμφισβητήσεις, δεδομένου ότι για πρώτη φορά απονεμήθηκε το 1901. Ωστόσο, καμία άλλη χρονιά δεν ήταν πιο ενδιαφέρουσα από ό, τι το 1964, όταν ο Ζαν Πωλ Σαρτρ ανακάλυψε ότι ήταν μεταξύ των υποψήφιων συγγραφέων.
Γιατί όμως αρνήθηκε το Νόμπελ;
Το 1964, προς έκπληξη της παγκόσμιας κοινής γνώμης αλλά παραμένοντας πιστός στις απόψεις που τον είχαν οδηγήσει παλαιότερα στην άρνηση παρασημοφόρησης από τo γαλλικό Τάγμα της τιμής (Légion d’honneur) (1945) και στην απόρριψη έδρας στο Κολλέγιο Γαλλίας (Collège de France), ο Σαρτρ αρνείται το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, γιατί θεωρεί ότι αν το αποδεχόταν, θα δέσμευε την ελευθερία του.
Ο Σαρτρ, έκανε γνωστό στον Τύπο ότι η απόφασή του δεν ήταν μια «παρορμητική κίνηση».
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ ήταν εκ πεποιθήσεως αντίθετος προς πάσαν ιδέαν ανταμοιβής. Η άρνηση του Σαρτρ να δεχτεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας προκάλεσε αναστάτωση και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από τον πνευματικό κόσμο. Γεγονός είναι πάντως ότι στην καθιερωμένη επίσημη τελετή των βραβείων Νόμπελ τον Δεκέμβριο του 1964, ο Γάλλος υπαρξιστής φιλόσοφος, πολιτικός στοχαστής και μυθιστοριογράφος ήταν απών. Σε επιστολή του προς τη Σουηδική Ακαδημία δήλωσε ότι αρνείται να δεχτεί οποιαδήποτε διάκριση από οποιοδήποτε ίδρυμα.
Με την αποδοχή οποιουδήποτε βραβείου, ο Σαρτρ, θεωρούσε ότι θα συνέδεε το όνομά του, με το όργανο που θα τον τιμούσε. Άλλωστε, είχε την πεποίθησή ότι η ανταλλαγή γνώσης και πολιτισμού μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης πρέπει να γίνεται μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς την παρέμβαση των θεσμικών οργάνων.
“Ο συγγραφέας πρέπει να αρνηθεί να μετατρέψει τον εαυτό του σε όργανο, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει κάτω από τις πιο τιμητικές περιστάσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση” είπε στις δηλώσεις του στον Τύπο. “Αυτή η στάση είναι φυσικά, εντελώς δική μου και δεν περιέχει καμία κριτική σε όσους έχει ήδη απονεμηθεί το βραβείο“
Είναι προφανές ότι δεν ήθελε να δεχτεί κανένα βραβείο που θα βάραινε το όνομά του. “Αν υπογράφω τώρα ως Jean-Paul Sartre δεν θα είναι το ίδιο πράγμα με το να υπογράψω ως ο βραβευμένος με Νόμπελ Jean-Paul Sartre” τόνιζε.
Στρατευμένος μέχρι τέλους
Κατά τη δεκαετία του ’60, το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού θα αρχίσει να υποχωρεί μπροστά στις νέες θεωρίες του δομισμού, που μειώνουν τη σημασία της ελευθερίας του ατόμου δίνοντας περισσότερο βάρος στις περιβάλλουσες δομές. Εκείνη την περίοδο ο Σαρτρ είναι απορροφημένος από τη μελέτη του λογοτεχνικού 19ου αιώνα και κυρίως του αγαπημένου του Φλωμπέρ.
Ο Σαρτρ συνεχίζει να προκαλεί όταν προεδρεύει μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ στο “δικαστήριο Ράσελ”, ένα φανταστικό αυτοδιορισμένο δικαστήριο, αποτελούμενο από διανοούμενους διαφόρων εθνικοτήτων, με κατηγορητήριο κατά της Αμερικής για εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ.
Συμμετέχει ενεργά στα γεγονότα του Μάη του ’68 στους δρόμους, στα αμφιθέατρα καθώς και στα μέσα ενημέρωσης. Παίρνει συνέντευξη από τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ για το περιοδικό le Nouvel Observateur, προσφέροντάς του την ευκαιρία να εξηγήσει καλύτερα το κίνημα του Μάη.
Μετά τα ιστορικά γεγονότα του Μάη του ’68, ο Σαρτρ προσεγγίζει με συμπάθεια την Ακροαριστερά και συναναστρέφεται με Μαοϊκούς,τους οποίους δήλωσε ότι στηρίζει στον αγώνα τους. Όλη αυτή η ιστορία είχε ξεκινήσει με τη διαφωνία του σε ορισμένα θέματα με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και έτσι είδε με συμπάθεια την προσπάθεια των Μαοϊκών, καθώς ήταν οι μόνοι κομμουνιστές που διαφοροποιούνταν από την επίσημη γραμμή των υπόλοιπων κομμουνιστικών κομμάτων ανά τον κόσμο. Μετά από χρόνια δήλωσε ότι ήταν και παραμένει Αναρχικός,άγνωστο από πότε.
Καταπονημένος από τις πνευματικές και σωματικές υπερβολές -πίνει, καπνίζει, παίρνει ναρκωτικές ουσίες- το Μάρτιο του 1972 έχει ένα σοβαρό επεισόδιο που τον αφήνει σχεδόν τυφλό και τον υποχρεώνει να υποταχθεί στο τέλος του παραγωγικού του έργου. Παρόλα αυτά προσλαμβάνει ως γραμματέα τον Μπενύ Λεβί, ένα νεαρό στέλεχος μαοϊστικής νεολαίας που θα εκδώσει τις συζητήσεις που είχε μαζί με τον φιλόσοφο και τον Φιλίπ Γκαβί σε βιβλίο.
Εξακολουθεί να επεμβαίνει στη δημόσια ζωή για διαφορετικά θέματα που του κεντρίζουν κατά καιρούς την προσοχή και τον πείθουν ότι αξίζουν υποστήριξης: επισκέπτεται τον Αντρέα Μπάαντερ(ηγετικό μέλος της Ρ.Α.Φ.), την Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της επανάστασης των γαρυφάλλων, υπογράφει δηλώσεις και διοργανώνει συναντήσεις για την απελευθέρωση Σοβιετικών αντιφρονούντων, ζητάει από τον Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν να δεχθεί τους πρόσφυγες από την Ινδοκίνα και γράφεται στην επιτροπή υποστήριξης του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Προς το τέλος της ζωής του επιδεικνύει ένα έντονο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, ανεξάρτητο από πολιτικούς συσχετισμούς.
Το τέλος
Πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1980 σε ηλικία 75 ετών στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα. Στην κηδεία του, που έγινε στις 19 Απριλίου 1980, συνέρρευσαν 50.000 άνθρωποι για να τιμήσουν τελευταία φορά τον μεγάλο φιλόσοφο. Η τελευταία κατοικία του Σαρτρ και της συντρόφου του Σιμόν ντε Μποβουάρ, βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.
Δείτε επίσης