“Γεννήθηκα το 1921, στις 9 Μαρτίου, στην Αθήνα, Ο πατέρας μου λεγόταν Παντελής και η μητέρα μου Ευτέρπη. Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό μου. Εγώ ήρθα στη ζωή μετά το θάνατο του μοναδικού κοριτσιού που είχαν οι γονείς μου, της Νανάς. Ο Γιάννης και η Νανά είχαν διαφορά ενός έτους. Όταν πέθανε η Νανά, σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας και η μητέρα θέλησαν να την αντικαταστήσουν. Περίμεναν, λοιπόν, ότι το παιδί που θα ‘ρθει θα είναι κορίτσι. Δυστυχώς, δεν ήταν. Ήμουν εγώ!”
Δημήτρης Χορν.
Στις 9 Μαρτίου του 1921,γεννήθηκε ο Δημήτρης Χορν. Ο άνθρωπος που έβαλε τη δική του σφραγίδα στο ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο. Μια ξεχωριστή προσωπικότητα που έχαιρε της εκτίμησης του κοινού, συναδέλφων, πολιτικών της εποχής.
Ο Δημήτρης Χορν ήταν γιος του θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν, καταγωγής από την Αυστρία, όπως διευκρίνιζε ο ίδιος, λόγω του ξενικού επωνύμου του και θέλοντας να ξεκόψει κάθε φήμη ότι η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα με τους Βαυαρούς. Νονά του ήταν η σπουδαία πρωταγωνίστρια του θεάτρου Κυβέλη, αυτή που τον βούτηξε στην κολυμπήθρα του θεάτρου, όταν ακόμη μωρό στην αγκαλιά της θα έβγαινε στα φώτα της σκηνής, για το έργο “Νόρα” του Ίψεν.
Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν εύκολα, όπως θα πίστευε κανείς. Μπορεί η καταγωγή του να είχε την υγρασία της αριστοκρατίας, αλλά ο ίδιος μεγάλωσε σε σκονισμένες αλάνες- να παίζει μπάλα, με τρύπια παπούτσια και ρούχα που έμπαζαν στο κρύο, με αγοροπαρέες έτοιμες για καυγά, με τα τσιγάρα που έπρεπε να κόψουν στη μέση, για να τα μοιραστούν.
Αυτές οι εμπειρίες του μαζί με την έμφυτη γενναιοδωρία του, θα τον βοηθήσουν να γίνει ο αγαπητός της παρέας, ο άνθρωπος που ήθελαν να έχουν όλοι δίπλα τους. Αυτό το χάρισμα που έχουν ορισμένοι άνθρωποι και που τελικά βγαίνει και σε ό,τι κάνουν. Ο Χορν διάλεξε να γίνει ηθοποιός, μετά από μία κουβέντα του πατέρα του, όταν αντιλήφθηκε ότι πρέπει να δώσει εξετάσεις. Όταν έδωσε ο ίδιος εξετάσεις θα τον κόψουν πριν πει τέσσερις πέντε στίχους από κάποιο ποίημα. Θα νομίσει ότι απέτυχε, μέχρι να δει τυχαίως την επομένη στο κέντρο της Αθήνας τον Βεάκη, ο οποίος θα του πει «δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μας δρόσισες μέσα σ’ αυτή την ανομβρία».
Έτσι μπήκε στο θέατρο, όπου μεγαλούργησε παίζοντας δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής και παίζοντας μία ευρεία γκάμα κλασικών έργων, αν και λάτρευε του μεγάλους λαϊκούς κωμικούς μας. Μπορεί ο Χορν να είχε κάτι από τον Κάρι Γκραντ, μια χολιγουντιανή λάμψη, ένα υπόβαθρο που έμοιαζε βγαλμένο από τη μεγάλη βρετανική σχολή, αλλά στα θεμέλια της υποκριτικής του ικανότητας βρισκόταν πάντα το μεγαλείο του λαϊκού θεάτρου. Άλλωστε ο ηθοποιός που θαύμαζε απεριόριστα ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης.
Στα πρώτα του βήματα στο σανίδι θα συνεργαστεί με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυρίας Κατερίνας. Σε ηλικία μόλις 23 χρόνων θα συγκροτήσει το δικό του θίασο με τη Μαίρη Αρώνη και λίγο μετά με τη Βάσω Μανωλίδου. Είχε προηγηθεί ο γάμος του με την Ρίτα Φιλίππου. Μία μικρή παρένθεση στην ιστορία του με τις γυναίκες, αφού η φλογερή σχέση του με την Έλλη Λαμπέτη ήταν θρυλική, όπως και ο έρωτας της Έντιθ Πιαφ, όπως αποκαλύφθηκε χρόνια μετά.
Θα πρωτοεμφανιστεί στον κινηματογράφο στο μελόδραμα “Η Φωνή της Καρδιάς” του Δημήτρη Ιωαννόπουλου το 1943, ενώ τον επόμενο χρόνο θα παίξει στην πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα “Χειροκροτήματα” δίπλα στον σπουδαίο Αττίκ. Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι ακόμη στα σπάργανα. Θα περάσουν πέντε χρόνια για να παίξει σε μία από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, στον “Μεθύστακα”, δίπλα στον τεράστιο Ορέστη Μακρή και σε σκηνοθεσία και πάλι του Τζαβέλλα. Στο θέατρο είχε προηγηθεί η συνεργασία του με την Μελίνα Μερκούρη.
Το 1951 φεύγει με υποτροφία ενός έτους του Βρετανικού Ινστιτούτου για την Αγγλία, ενώ θα ταξιδέψει και μέχρι τις ΗΠΑ, όπου θα διευρύνει τις γνώσεις του πάνω στην τέχνη του. Θα γυρίσει στην Ελλάδα το 1952 για να συγκροτήσει θίασο με τον Γιώργο Παππά και την Έλλη Λαμπέτη και να ζήσει ταυτόχρονα τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, που θα λήξει άδοξα μετά από επτά χρόνια.Με την Λαμπέτη θα παίξει και σε τρεις ταινίες: “Το Κορίτσι με τα Μαύρα”, “Πρωινό Ξεκίνημα” σε σκηνοθεσία Κακογιάννη, καθώς και σε μια ιστορία από την σπονδυλωτή ταινία “Η Κάλπικη Λίρα” του Τζαβέλλα. Συνολικά έπαιξε μόλις σε δέκα ταινίες. Το 1958 θα πρωταγωνιστήσει στην κομεντί “Μια Ζωή την Έχουμε” αν και ο Χρήστος Τσαγανέας «είμαι τράπεζα εγώ…» και κυρίως ο Βασίλης Αυλωνίτης ως Χαράλαμπος Μπαζούκας σχεδόν θα του κλέψουν την παράσταση.
Το 1961 θα κάνει την τελευταία ουσιαστικά εμφάνισή του στον κινηματογράφο με το “Αλίμονο στους Νέους” του Σακελλάριου, ενώ είχε προηγηθεί η μέτρια κομεντί παρεξηγήσεων “Μια του Κλέφτη” του Ιωαννόπουλου. Στο θέατρο όμως θα συνεχίσει με τεράστια επιτυχία, σε κλασικά έργα. Μερικά απ’ αυτά είναι το “Σλουθ” δίπλα στον Αλεξανδράκη, “Ερρίκος ο Δ’”, “Άρχουσα Τάξη”, ενώ η τελευταία του εμφάνιση στο σανίδι ήταν το 1984 στον “Αρχιμάστορα Σόλνες”.
Από το 1967 είχε παντρευτεί την Άννα Γουλανδρή, με την οποία έζησαν μαζί μέχρι το θάνατό της το 1988. Ίδρυσαν το “Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν” για την προαγωγή του ελληνικού πολιτισμού. Τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης μετά από παράκληση του στενού του φίλου Κωνσταντίνου Καραμανλή ανέλαβε για τέσσερις μήνες τη γενική διεύθυνση του τότε ΕΙΡΤ.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του (πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1998) έπασχε από Αλτσχάιμερ. Ζούσε απομονωμένος χάνοντας τα κύρια χαρακτηριστικά του: Το πνευματώδες χιούμορ του, το στιλ του, το κέφι για ζωή.
Κι όμως παρέμενε ένα σύμβολο, όπως ακόμη και τώρα 22 χρόνια μετά το θάνατό του.
Καλι Παπαχρήστου
Διαβάστε επίσης: