Συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από το θάνατο του Άντι Γουόρχολ που έφυγε από τη ζωή σαν χθες 22 Φεβρουαρίου το 1987. Πρόκειται για ένα Αμερικανό πολυσχιδή καλλιτέχνη, ζωγράφο, γλύπτη, κινηματογραφιστή, συγγραφέα και συλλέκτη και παγκοσμίως γνωστό ως τον πρωτοπόρο του κινήματος της pop-art.
Ήταν γόνος μεταναστών από τη Αυστρουγγαρία που εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια στις 6 Αυγούστου του 1928. Την περίοδο 1945-49 σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών όπου και τον πρόσεξε ο πασίγνωστος τότε γκαλλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας και τον προώθησε στο περιοδικό Glamour σαν εικονογράφο. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και αρχικά ήταν επηρεασμένη από θέματα διαφημίσεων, καθημερινά αντικείμενα και την εικονογραφία των κόμικς, δίνοντας τα πρώτα δείγματα γραφής της Ποπ Αρτ. Με πίνακες που απεικόνιζαν κουτιά σούπας της εταιρείας Κάμπελ ή μπουκάλια Κόκα Κόλα, απέκτησε μεγαλύτερη φήμη και μέχρι το 1963 παρήγαγε μαζικά τέτοιου τύπου επιτηδευμένα κοινότοπες αναπαραστάσεις καταναλωτικών προϊόντων, καθώς και προσωπογραφίες διασημοτήτων – μεταξύ αυτών και αρκετά πρόσωπα που αποτελούσαν σύμβολα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας – σε φανταχτερά χρώματα και συχνά ως μεταξοτυπίες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γουόρχολ αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ταινίες που χαρακτηρίζονταν από τη διάθεση πειραματισμού και πρόκλησης, το ερωτικό στοιχείο και ενίοτε την ασυνήθιστη διάρκειά τους. Στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα The Chelsea Girls (1966), Eat (1963), My Hustler (1965) και Blue Movie (1969). Στην ταινία Empire (1964), διάρκειας οκτώ ωρών με πλάνα αποκλειστικά του Empire State Building σε πραγματικό χρόνο, ο Γουόρχολ παρουσίασε στην πιο ακραία μορφή της, τη δική του αισθητική τού βαρετού. Από το 1962 μέχρι το 1968, εργαστήριο του αποτέλεσε ένας χώρος που στο παρελθόν στέγαζε εργοστάσιο, και για αυτό ονομάστηκε Factory. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης διασημοτήτων, καλλιτεχνών, μελών της αβάν γκαρντ και αντεργκράουντ κουλτούρας, τοξικομανών, ομοφυλόφιλων, μουσικών και φιλότεχνων.
Μετά από απόπειρα δολοφονίας του στο Factory από τη Βαλερί Σολάνας, στις 3 Ιουνίου του 1968, ο Γουόρχολ κράτησε αποστάσεις από τον αντισυμβατικό περίγυρό του, συναναστρεφόμενος περισσότερο με πλούσια μέλη της υψηλής κοινωνίας. Από το έργο του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ξεχωρίζουν οι κατά παραγγελία προσωπογραφίες που τύπωνε ως μεγεθύνσεις φωτογραφιών Polaroid, πολλές από τις οποίες αφορούσαν πολιτικές φυσιογνωμίες και διασημότητες του Χόλυγουντ. Στη δεκαετία του 1980, συνεργάστηκε με τον Φραντσέσκο Κλεμέντε και τον νεοεξπρεσιονιστή ζωγράφο Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκ νέου με τη ζωγραφική, δίνοντας μια σειρά πινάκων βασισμένων σε θρησκευτικά θέματα της αναγέννησης, όπως ο Μυστικός Δείπνος (1986).
Πέθανε 22 Φεβρουαρίου του 1987, στη Νέα Υόρκη, μετά από επιπλοκές κατά τη διάρκεια επέμβασης αφαίρεσης της χολής του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, έγραψε επτά βιβλία και υπήρξε συλλέκτης αντικειμένων λαϊκής τέχνης και κοσμημάτων. Το 1994 ιδρύθηκε στο Πίτσμπουργκ το Μουσείο Γουόρχολ, στο οποίο εκτίθενται πολλά από τα έργα του.
Η εμμονή του Αντι Γουόρχολ με τον Τρούμαν Καπότε
Ο Γουόρχολ γεννήθηκε ως Andrew Warhola από γονείς μετανάστες από τη σημερινή Σλοβακία στο Πίτσμπουργκ, όπου το να είσαι ομοφυλόφιλος θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στη σύλληψή σου. Ετσι, ο διάσημος καλλιτέχνης μεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον, όπου οι γκέι άντρες και γυναίκες αντιμετωπίζονταν σαν εγκληματίες.
Αρχισε να ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλική ταυτότητά του όταν μετακόμισε το 1949 στη Νέα Υόρκη, σύμφωνα με τον Γκόπνικ. Ο Γουόρχολ «απορροφήθηκε» αμέσως στην γκέι κοινότητα του Μανχάταν. Ο πρώτος του έρωτας ήταν ένας νεαρός ξανθομάλλης καλλιτέχνης, ο Τόμι Τζάκσον, τέσσερα χρόνια νεότερός του, με τον οποίο αλληλογραφούσαν και έστελναν πρόστυχες καρτ ποστάλ ο ένας στον άλλον. Έχουν χυθεί τόνοι μελάνι, για τη σεξουαλικότητα του, την προσωπική του ζωή και τους αμέτρητους εραστές του.
Ανάμεσα στους άντρες που τράβηξαν την προσοχή του Άντι Γουόρχολ ήταν ο συγγραφέας Τρούμαν Καπότε, με τον οποίο απέκτησε εμμονή και άρχισε να τον καταδιώκει. Έστελνε κάρτες στο σπίτι του, μετά άρχισε να τον παρακολουθεί και κάποια φορά τον περίμενε έξω από ένα εστιατόριο, όπου ο Καπότε έτρωγε με φίλους. Μια μέρα, ενώ τον περίμενε έξω από το διαμέρισμά του, η μητέρα του συγγραφέα τον κάλεσε μέσα επειδή προφανώς τον λυπήθηκε.
Ο Γουόρχολ αυτό το πήρε ως ένδειξη για να αρχίσει να τηλεφωνεί στον Κάποτε κάθε μέρα, μέχρι που η μητέρα του τού είπε να σταματήσει. Oι δύο άντρες θα γίνονταν αργότερα, τη δεκαετία του 1970, φίλοι.
Η φεμινίστρια που πυροβόλησε τον Άντυ Γουόρχολ
Η Βαλερί Σολάνας, γεννήθηκε το 1936, στο Νιου Τζέρσεϊ. Όταν ήταν μικρή ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά. Οι γονείς της χώρισαν, αλλά η Βαλερί δεν τα πήγαινε καλά με τον πατριό της και επαναστάτησε ενάντια στη μητέρα της. Έζησε μια ταραχώδη ζωή, ένα διάστημα σαν άστεγη ενώ στα 18 της, γέννησε ένα αγόρι με κάποιον ναυτικό, και το παιδί δόθηκε για υιοθεσία. Παρόλα αυτά, η Βαλερί τέλειωσε το λύκειο και πήρε δίπλωμα ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Όσο ήταν φοιτήτρια, έκανε εκπομπές στο ραδιόφωνο συμβουλεύοντας τα κορίτσια πώς να αντιμετωπίζουν και να μάχονται τους άντρες, δήλωνε προκλητικά «λεσβία», και σκανδάλιζε τη συντηρητική Αμερική της δεκαετίας του 1950.
Η γνωριμία με τον Άντι Γουόρχολ
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η Βαλερί βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Την εποχή εκείνη αρχίζει να γράφει το εμφατικό της έργο «SCUM Manifesto», και το 1967 συναντά τον Άντυ Γουόρχολ έξω από το Factory και προσπαθεί να τον πείσει να κάνει την παραγωγή του έργου της. Ο Γουόρχολ, βλέποντας ότι το υλικό της Σολάνας ήταν πολύ σκληρό και σχεδόν πορνογραφικό, στην αρχή φοβήθηκε ότι επρόκειτο για παγίδα που του είχε στήσει η αστυνομία. Όταν η Βαλερί Σολάνας επικοινώνησε με τον Γουόρχολ για να δρομολογήσουν το ανέβασμα του έργου, αυτός της είπε ότι το χειρόγραφό της χάθηκε. Η Σολάνας απαίτησε να την αποζημιώσει για την απώλεια αυτή, και ο Γουόρχολ της πρότεινε να εργαστεί στο Factory ως δακτυλογράφος, και της πρότεινε αμοιβή 25 δολαρίων για να παίξει στο φιλμ του «I, a man».
Τελικά η Σολάνας έπαιξε στο φιλμ του Γουόρχολ, και έπαιξε κι ένα μικρό ρόλο στο φιλμ «Bikeboy» του 1967, δείχνοντας συμφιλιωμένη με τον «Μίδα της σύγχρονης τέχνης» κατά τα λεγόμενα του εκδότη Μορίς Ζιροντιά.
Μανιφέστο φεμινισμού
Μέσα σ΄ όλα αυτά τα γεγονότα, η Βαλερί Σολάνας γράφει και εκδίδει μόνη της το «SCUM Manifesto» ένα έργο ενάντια στην πατριαρχία.Το έργο αυτό μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες, και αποτελεί ένα ντοκουμέντο του πολιτικοποιημένου φεμινισμού.
Η Σολάνας εκείνο το διάστημα διέμενε στο «καταραμένο» Chelsey Hotel στη Ν. Υόρκη, και υπόγραψε με τον Μορίς Ζιροντιά που είχε τον εκδοτικό οίκο Olympia Press, ένα άτυπο συμβόλαιο ώστε οι μελλοντικές δουλειές της να εκδίδονται απ’ αυτόν. Ο Μορίς Ζιροντιά, της έδωσε για το λόγο αυτό, μια αμοιβή 500 δολαρίων. Παρόλα αυτά, η Σολάνας πίστευε πως βρέθηκε παγιδευμένη από το συμβόλαιο αυτό.
Στις 31 Μαΐου του 1968, η Σολάνας δανείστηκε 50 δολάρια από τον συγγραφέα Πολ Κράσνερ, και με τα χρήματα αυτά πιθανότατα αγόρασε ένα περίστροφο. Αργότερα αναζήτησε τον Ζιροντιά, και όταν δεν τον βρήκε στο ξενοδοχείο, πέρασε από το Actors Studio, αναζητώντας τον Λι Στράσμπεργκ και εκφράζοντας την επιθυμία να παίξει σε κάποια παράστασή του. Η Σολάνας επισκέφθηκε επίσης την παραγωγό Μάργκο Φέιντεν προκειμένου να συζητήσουν κάποιο ανέβασμα του έργου της, και της έδωσε μερικά της χειρόγραφα. Η Σολάνας είπε στην Φέιντεν ότι: «Θα ανεβάσεις το έργο μου, γιατί θα πυροβολήσω τον Άντυ Γουόρχολ, και θα γίνω διάσημη, οπότε θα γίνει και το έργο μου διάσημο!».
Οι πυροβολισμοί
Η Φέιντεν προσπάθησε να ειδοποιήσει τον δήμαρχο Τζον Λίντσεϊ και τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Νέλσον Ροκφέλερ, αλλά δεν πρόλαβε. Η Σολάνας περίμενε τον Γουόρχολ έξω από το Factory. Όταν την ρώτησε ο σκηνοθέτης Πολ Μόρισεϊ τι κάνει εκεί, είπε ότι περίμενε τον καλλιτέχνη για να της δώσει κάποια χρήματα. Ο Γουόχολ έφτασε στο Factory και μπήκαν στο στούντιο παρέα με τη Σολάνας, ήταν ευδιάθετος και της έκανε κοπλιμέντα για το ασυνήθιστο μακιγιάζ της. Ο Πολ Μόρισεϊ την απείλησε για να φύγει, αλλά η Σολάνας έμεινε. Κάποια στιγμή ο Μόρισεϊ πήγε στο μπάνιο, και ο Γουόρχολ άρχισε να μιλά στο τηλέφωνο.
Τότε η Σολάνας έβγαλε το περίστροφο και πυροβόλησε 3 φορές τον Γουόρχολ. Οι δύο πρώτες βολές αστόχησαν, αλλά η τρίτη διαπέρασε τους πνεύμονες, τη σπλήνα, το συκώτι και τον οισοφάγο του Γουόχολ. Τότε πυροβόλησε τον κριτικό τέχνης Μάριο Αμάγια στον μηρό. Η Σολάνας επιχείρησε να πυροβολήσει στο κεφάλι τον μάνατζερ του Factory Φρεντ Χιουζ, αλλά το όπλο μπλόκαρε. Η Βαλερί Σολάνας αποχώρησε, αφήνοντας πίσω της το σημειωματάριό της.
Ο Άντυ Γουόρχολ, τελικά σώθηκε μετά από χειρουργική επέμβαση 5 ωρών. Η Βαλερί Σολάνας, παραδόθηκε στην αστυνομία, και είπε ότι πυροβόλησε τον Γουόρχολ γιατί προσπαθούσε να ελέγξει τη ζωή και το έργο της. Δικάστηκε, πέρασε από ψυχιατρικά ιδρύματα, και το 1969 διαγνώστηκε επίσημα με χρόνια παρανοϊκή σχιζοφρένεια.
Δείτε επίσης