Δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ πεθάνουμε. Ὄχι. Ὄχι.
Καὶ δὲ θὰ φύγουμε ἀπ’ τὸν κόσμο νὰ τὸ ξέρεις
πρὶν ἀγαπήσουμε ὅσο ζητᾶ ἡ καρδιά μας
πρὶν τραγουδήσουμε ὅσο ζητᾶ ἡ ἀγάπη.
Περπάτα. Περπάτα. Περπάτα.
Ποιὸς εἶπε πὼς δὲν ἀγαπούσαμε τὴ ζωή;
Ποιὸς εἶπε πὼς δὲ λογαριάζαμε τὸ θάνατο;
Ἐμεῖς ὅταν βλέπαμε ἕνα φύλλο νὰ σκάει
εἴτανε σὰ νὰ βάζαμε τ’ αὐτί μας στὴν καρδιὰ ἑνὸς φίλου μας ποὺ κοιμάται
σὰ νὰ στηθοσκοπούσαμε τὸν κόσμο. Περπάτα.
Νίκη
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.
Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι.
Τα γόνατά της λάμπουν ωραία.
Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Δημόσιο πάρκο
Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι λάμπουν στον ήλιο.
Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν.
Κανένας δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ’ ανέβασες.
Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων.
Γι΄αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους
και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε
την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Τ’ άσπρα βότσαλα
Γιάννης Ρίτσος
Photo cover:pixabay.com/Inactive account – ID 4935210-abstract
Διαβάστε επίσης: