2758 λέξεις.
Ένα διήγημα που έγραψα με αφορμή την ιστορία του βιασμού της Γεωργίας.
Είμαι έξαλλη με την απουσία δικαιοσύνης σ΄αυτή την υπόθεση.
Όποιος δεν βαριέται, διαβάζει…
Η έμπνευση, είναι η Γεωργία.
Κι έτσι, πέρασε κι αυτό το καλοκαίρι.Το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου. Παρ’ όλο που από μικρή, λάτρευα τα καλοκαίρια, αυτό είναι το πρώτο μου, χωρίς την μαμά μου. Έζησα μαζί της μόνο εικοσιδύο χρόνια, μια σταγόνα στον χρόνο του σύμπαντος, μια σταγόνα ακόμα και στον δικό μου χρόνο, αν υποθετικά φτάσω να γεράσω σε προχωρημένη ηλικία. Αν ας πούμε πάθω γεροντική άνοια, τι θα γίνει; Θα θυμάμαι έστω κάτι, από τα χρόνια που έζησα μαζί της;
Τα πρώτα έξι χρόνια, δεν τα θυμάμαι ούτε και τώρα, κι ας μην έχω άνοια. Ψήγματα μόνο μνήμης έρχονται που και που, σκόρπιες εικόνες, που δεν ξεχωρίζουν από τα όνειρα. Τα έζησα ή τα ονειρεύτηκα αυτά; Ή μήπως είναι το ίδιο; Η μνήμη των μικρών παιδιών εξ΄άλλου, είναι επιλεκτική, μπερδεύεται μέσα τους η φαντασία, το όνειρο και η πραγματικότητα. Και, ποια είναι η πραγματικότητα; Πραγματικότητα είναι σίγουρα, αυτός ο οξύς πόνος που με παραλύει, κάθε φορά που φέρνω στον νου μου την Θάλεια. Την Θαλίτσα μου, την μάνα μου. Που έφυγε ξαφνικά, σαν πουλάκι μια νύχτα στον ύπνο της, από καρδιά. Ξαφνική ανακοπή. Από καρδιακή ανεπάρκεια, που δεν την ήξερε. Δεν είχε ποτέ, καμία ένδειξη. Και έφυγε το Θαλάκι μου, όπως είχε ζήσει. Αθόρυβα. Χωρίς να προκαλέσει πόνο και ταλαιπώρια σε κανέναν.
Τώρα είναι ο πόνος. Και που είσαι μάνα, να τον ημερέψεις; Που βρίσκεσαι εσύ, που δεν άφηνες κανέναν πόνο μου να με διαλύσει, να διαρκέσει περισσότερο απ΄ότι τον άντεχα, να με κόψει στα δυο; Κανέναν πόνο, εκτός απ΄το τροχαίο του μπαμπά. Που μια φριχτή παραμονή πρωτοχρονιάς, μ’ έκοψε στα δυο, στα δέκα, στα χίλια δέκα. Όπως έκοψε στα χίλια και το νήμα της ζωής του, όπως σε χίλια δέκα κομμάτια διαλύθηκε και η μηχανή του, που ένας ασυνείδητος και πρόωρα μεθυσμένος οδηγός, έπεσε πάνω της την ώρα που ο μπαμπάς γυρνούσε από την κάβα που είχε πάει να προμηθευτεί τα τελευταία καλούδια, για να γεμίσει το τραπέζι με ξηρούς καρπούς, «για να έχει η χρονιά που θα μπει, αφθονία στο σπιτικό μας». Κάνοντας αυτό που έκανε ανελλιπώς, κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς που θυμάμαι.
Τα φιστίκια, τα ξερά δαμάσκηνα και τα φουντούκια, αντί να μπούνε σε μπολάκια στο τραπέζι μας, σκορπίστηκαν στην άσφαλτο μαζί με τα κομμάτια της μηχανής του. Αλλάξαμε τον χρόνο, όχι στο σπίτι μας, μα στο νοσοκομείο, που απλά τον πήγανε για να επιβεβαιωθεί ο θάνατος του. Η χρονιά μπήκε με κηδεία, αντί για αφθονία στο σπιτικό μας. Κι εγώ, στην αγκαλιά της Θάλειας, έκλαιγα ασταμάτητα, και ρωτούσα ΓΙΑΤΙ;
Νομίζω πως για μέρες, η μόνη λέξη που έλεγα ήταν, γιατί; Γιατί; Μα γιατί; Δεν έπαιρνα απάντηση. Και όσο με έβλεπε έτσι, η Θάλεια σκοτείνιαζε ακόμα περισσότερο. Αν γίνεται να σκοτεινιάσει περισσότερο η όψη ενός ανθρώπου, που μόλις έχασε τον άντρα της ζωής του. Γιατί ο μπαμπάς, ήταν ο άντρας της ζωής της μάνας μου. Εκείνος που ήρθε καβάλα, πάντα πάνω στην μηχανή του, και στα εικοσιπέντε της σάρωσε θριαμβευτικά όποια άλλη αγάπη νόμιζε πως είχε ζήσει μέχρι εκείνη την μέρα. Την μάγεψε, την τρέλανε. Κι έμεινε μαγεμένη έκτοτε.
Πιστεύω, πως ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να τραβήξει την προσοχή της από τους προβολείς που έλουζαν τον πατέρα μου, ήμουν εγώ. Η γέννηση μου, απλά επικύρωσε πανηγυρικά τον έρωτα τους. Και γίναμε αυτόματα, η αγία τριάδα. Κι εγώ, το τυχερό παιδί που δέχτηκε ωκεανούς αγάπης και φροντίδας και απ΄τους δυο τους. Στα εικοσιένα μου, δεν μου έλειπε τίποτα. Είχα ένα σπίτι γεμάτο αγάπη, σπούδαζα αυτό που αγαπούσα, και για πρώτη φορά, ήμουν ερωτευμένη. Τον Αργύρη τον γνώρισα στα δεκαεννιά, στο πανεπιστήμιο που σπουδάζαμε κι οι δυο.
Μας έδενε η αγάπη μας για το καλοκαίρι, την θάλασσα και η λατρεία που τρέφαμε στα ζώα. Εξ’ ου και οι σπουδές στο ίδιο αντικείμενο. Ονειρευόμασταν –όταν παίρναμε κι οι δυο μας πτυχίο- να ανοίγαμε από κοινού ένα ιατρείο, όπου θα περνούσαμε όλη μας την ημέρα φροντίζοντας σκυλάκια και γατάκια. Εγώ, σαν μοναχοπαίδι, είχα για συντρόφους της παιδικής μου ηλικίας τα ζώα μας. Τον Ρούντη και την Ριρίκα, και μετά την Ασπρούλα, και μετά τον Σκέτο. Τα ζώα στο σπίτι μας, μακροημέρευαν. Και οι γονείς μου τα φρόντιζαν και τα’ αγαπούσαν όσο κι εγώ.
Στο δημοτικό, λυπόμουν τα παιδιά που παρακαλούσαν τους γονείς τους για ένα ζωάκι, κι εκείνοι απαντούσαν, δεν θέλουμε ζώα μέσα στο σπίτι. Εγώ, ήμουν περήφανη που ο Ρούντη με περίμενε πίσω απ΄την πόρτα κάθε μέρα, να γυρίσω απ΄το σχολείο, που η Ριρίκα κοιμόταν μόνο στα πόδια του κρεβατιού μου, που όλα μας τα ζώα έφταναν σε βαθιά γεράματα. Ο Αργύρης δεν ήταν μοναχοπαίδι, αλλά κι εκείνος μεγάλωσε σε ένα σπίτι, που του έμαθαν από μικρό να φροντίζει και να αγαπάει τα ζώα. Μαζί με τον αδελφό του, είχαν την ολοκληρωτική ευθύνη για τον σκύλο τους, εκείνοι του έβαζαν φαΐ, εκείνοι τον πήγαιναν τις βόλτες του, εκείνοι είχαν την υποχρέωση να υπενθυμίζουν στους γονείς τους πότε ήταν η εποχή για να τον πάνε στον κτηνίατρο για τα εμβόλια του.
Η αγάπη του Αργύρη για τα ζώα συναγωνίζονταν την δική μου και αυτή ήταν που τον οδήγησε στα δεκαπέντε του, να γίνει χορτοφάγος. Οι μόνοι καυγάδες που κάναμε ποτέ, είχαν να κάνουν με το ότι εγώ που και που, πεθυμούσα ένα «βρώμικο» και παράγγελνα σουβλάκι με γύρο. «Πως γίνεται να λες πως αγαπάς τα ζώα και να τρως γουρούνια;» θύμωνε ο Αργύρης. «Το ξέρεις πως τα γουρούνια έχουν νοημοσύνη τρίχρονου παιδιού;» «Μα πήρα γύρο-κοτόπουλο» ψέλλιζα δειλά. «Και λοιπόν; Τι θέλεις να σου πω μπράβο; Τα κοτόπουλα δεν έχουν ψυχή; Έχεις δει ΠΩΣ τα θανατώνουν;» συνέχιζε τον εξάψαλμο ο Αργύρης και μου το έβγαζε ξινό το «βρώμικο». Αλλά σε όλα τα άλλα, ήταν βράχος δίπλα μου. Μετά τον θάνατο του μπαμπά, έγινε ο άντρας του σπιτιού μας. Μας φρόντιζε και τις δύο, δεν μας άφησε στιγμή μόνες.
Ο Αργύρης έγινε –και είναι- ο φύλακας άγγελος μας. Και μετά από μήνες, κατάφερε να με κάνει να χαμογελάσω ξανά. Η μαμά, δεν πολυχαμογελούσε. Ωστόσο, φρόντιζε να μην μου δείχνει τον πόνο της, να μην με βαραίνει. Σιγά-σιγά, βρήκαμε μια ρουτίνα, εγώ πήγαινα στη σχολή, εκείνη φρόντιζε το σπίτι, μαγείρευε, το βραδάκι καθόμασταν κι οι τρεις να δούμε καμιά ταινία, να πούμε τα νέα της ημέρας. Δεν πρόλαβα καλά καλά να βγάλω τα μαύρα κι ένα πρωί δεν την είδα στην κουζίνα, να ετοιμάζει το πρωινό, όπως κάθε μέρα. Μήπως είναι αδιάθετη; Αναρωτήθηκα. Μπήκα στο δωμάτιο της, τα παντζούρια ακόμα κλειστά, εκείνη σκεπασμένη με το πάπλωμα.
«Τι έγινε, τεμπελιάζεις σήμερα;» την ρώτησα εύθυμα.
«Πως θα πάω στο μάθημα χωρίς πρωινό; Έλα, σήκω Θαλίτσα μου!»
Μου έκανε εντύπωση η ακινησία της. Και αδιάθετη να ήταν, θα ξύπναγε να μου απαντήσει. Κοκάλωσα στην πόρτα, τα πόδια μου δεν με πήγαιναν πιο μέσα. Αυτό το σκοτάδι, η απόλυτη ησυχία, μαζί με ένα κακό προαίσθημα που με κατέκλυσε, μου έσφιγγαν το στήθος. Έκανα μεταβολή κι έτρεξα μέσα φωνάζοντας. «Αργύρη! ΑΡΓΥΡΗ! Έλα. Η μαμά…» Ο Αργύρης είχε μείνει μαζί μου το βράδυ, το συνηθίζαμε πια, τις μισές μέρες έμενε σπίτι μας, τις άλλες στους δικούς του.
Οι γονείς του ήξεραν το πένθος μας και έδειχναν κατανόηση. Ο Αργύρης έτρεξε και έπιασε τον σφυγμό της. Εγώ, στην πόρτα. Λες και άμα έμπαινα πιο μέσα στο δωμάτιο της, θα άνοιγε το πάτωμα να με καταπιεί. Έσκυψε πάνω απ΄το πρόσωπο της, την ξεσκέπασε ως την μέση, άκουσε την καρδιά της. Μετά, σήκωσε αργά τα μάτια του και με κοίταξε. –Έφυγε μωρό μου, έφυγε… Δεν ξύπνησε φαίνεται, ούτε θα το κατάλαβε… Και έβαλε τα κλάματα. Ο Αργύρης έκλαιγε, κι εγώ δεν μπορούσα. Καθόμουν εκεί, στην πόρτα και κοίταζα. Μέσα στο κεφάλι μου, ηχούσε μόνο ένα τεράστιο ΟΧΙ.
Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, όχι, δεν μπορεί να χάσω ΚΑΙ την μάνα μου. Δεν γίνεται, είναι κάποιο μακάβριο αστείο. Σε λίγες μέρες θα αρχίσει η μεγάλη βδομάδα, χτες το βράδυ συζητούσαμε τι θα κάναμε το Πάσχα, αν θα δοκίμαζε η Θαλίτσα μου να φτιάξει χορτοφαγική μαγειρίτσα, για χάρη του Αργύρη. Χτες το βράδυ, λίγες ώρες πριν…Πριν από τι; ΑΠΟ ΤΙ; Από το φευγιό της; Έφυγε μες την νύχτα και μ΄ άφησε; Αυτή, που δεν με είχε αφήσει ποτέ;
Ξαφνικά, άκουσα κάποιον να ουρλιάζει. Ούρλιαζε τόσο δυνατά, μου έσπαγε τα τύμπανα, ποιος τολμούσε να ουρλιάζει έτσι τέτοιες ώρες και να με ενοχλεί τόσο αναίτια; Ο Αργύρης έτρεξε κοντά μου και με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. Κατάλαβα, πως εγώ ήμουν που ούρλιαζα. Εγώ. Και κατέρρευσα στα πόδια του. Κι έχουν περάσει τέσσερις μήνες. Και κάθε πρωί την ώρα που ανοίγω τα μάτια μου, η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό μου, είναι: Ορφανή. Είμαι πια ορφανή, πεντάρφανη. Και αυτή η λέξη μου κόβει τα πόδια, δεν μ’ αφήνει να σηκωθώ απ΄το κρεβάτι.
Κάθομαι εκεί και ξαναφέρνω στη μνήμη μου, όλη την παιδική μου ηλικία. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη! Η χαϊδεμένη πριγκίπισσα του παραμυθιού, που κατοικούσε σε ένα ροζ δωμάτιο με λευκές κουρτίνες και το μεγάλο τροχόσπιτο της Μπάρμπυ πάνω στο μεγάλο ράφι, που περήφανο στέγαζε ολόκληρη την συλλεκτική συλλογή Μπάρμπυ. Συλλογή που ζήλευαν όλες οι φίλες μου, κι εγώ η γαλαζοαίματη, τους παραχωρούσα όταν είχα τα κέφια μου, το σπάνιο προνόμιο να διαλέξουν μια Μπάρμπυ από την συλλογή, για να με συντροφεύσουν στο παιχνίδι.
Ζούσα σε ένα μαγικό δωμάτιο, ένα μαγικό σπίτι, έναν μαγικό κόσμο. Η ζωή ήταν ένα μαγικό ταξίδι, που κυλούσε γλυκά μέρα με την μέρα μέσα σε ένα ροζ σύννεφο. Ακόμα και η εφηβεία μου, ήταν γλυκιά. Καμία σχέση με την αγριάδα που βίωναν πολλοί συνομήλικοι μου. Εγώ, δεν τα έβαλα με τους γονείς μου, δεν είχα τίποτα να «βάλω» μαζί τους ή μάλλον εναντίον τους. Οι στεναχώριες μου συμπυκνώνονταν σε τρεις πρώιμους και ανέλπιδους έρωτες. Με τους μόνους που θύμωνα και μου προκαλούσαν αισθήματα εξεγερτικά, ήταν κάποιοι ανόητοι καθηγητές. Με τον αγώνα όμως για τις πανελλήνιες, ξεχάστηκαν όλα αυτά. Διάβασα πολύ, μπήκα κτηνιατρική, γνώρισα τον Αργύρη, όλα πήγαιναν τέλεια.
Πήγαιναν… Από όλα αυτά τα τέλεια, το μόνο που μου έχει μείνει, είναι ο Αργύρης. Ο οποίος έχει φρικάρει με τον θάνατο της μάνας μου και με έχει φάει να πάω να κάνω ένα τσεκ απ. Κάτι που δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Θέλει να δει αν έχω κάποια προδιάθεση για καρδιακή ανεπάρκεια, φοβάται μην μου συμβεί στο μέλλον αυτό που συνέβει στην Θάλεια. Κι εγώ αρνούμαι, κάθε επίσκεψη σε νοσοκομείο ή ιατρικό κέντρο, μου ξυπνάει εφιάλτες. Στο τέλος, μου είπε πως θα έρθει μαζί μου, θα κάνει κι αυτός τσεκ απ για να με συντροφεύσει, θα τα κάνουμε όλα μαζί. Θα μπει μαζί μου στο αιματολογιικό, για να μου κρατάει το χέρι όσο μου παίρνουν αίμα, εμένα που τρέμω τις βελόνες. Θα μπει πριν από μένα στο ακτινολογικό για την ακτινογραφία θώρακος. Στο τέλος, λίγο με την πίεση λίγο με την κοροϊδία, με έπεισε.
Υπέκυψα βασικά, γιατί δεν άντεχα άλλο την γρίνια του.
«Πως θα γίνεις κτηνίατρος εσύ, που φοβάσαι τις ενέσεις; Πως θα κάνεις στα ζώα τα εμβόλια τους;» μου έλεγε.
«Στα ζώα θα τα κάνω, όχι πάνω μου!» απαντούσα.
Τελικά, μια μέρα την αφιερώσαμε στο ρημαδο τσεκ απ. «Και τώρα, ησύχασες; Θα σταματήσεις να με πρήζεις; Άντε…μόνο που θα πας εσύ να πάρεις τα αποτελέσματα, εγώ μέχρι εδώ ήμουν!» του είπα. Και πήγε. Αυτός. Και αργούσε να γυρίσει. Τον έπαιρνα στο κινητό και δεν το σήκωνε. Άρχισα να ανησυχώ. Να μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά. Έχει γούστο να έχει τελικά κάποιο πρόβλημα η καρδιά μου και να μην τολμάει να μου το πει… Έχει γούστο να είχε δίκιο τελικά..σκεφτόμουν. Που να ήξερα. Πως η καρδιά μου, δεν είχε απολύτως τίποτα, ήταν ολόγερη και έτοιμη να ραγίσει ξανά…
Αυτός που είχε κάτι, ήταν εκείνος. Καρκίνο στον πνεύμονα, τέταρτου βαθμού…
Τώρα, η πρώτη λέξη που μου έρχεται στον νου μόλις ξυπνήσω, δεν είναι πια «ορφανή».
Είναι «καρκίνος». Ή μπορεί να είναι και «χημειοθεραπείες». Γιατί αυτές, τις αρχίσαμε αμέσως. Το «τετάρτου βαθμού», δεν αστειεύεται. Θέλει επίθεση κατά μέτωπο. Και τώρα, κάθομαι δίπλα του καθώς πέφτει το φάρμακο στις φλέβες του, και του χαϊδεύω το κεφάλι. Που δεν έχει πια μαλλιά, αλλά είναι το ίδιο όμορφο με πριν. Τα μάτια του έχουν γίνει πιο βαθιά, η μορφή του πιο συμπονετική. Αν γίνεται να είναι πιο συμπονετική η μορφή του πιο συμπονετικού ανθρώπου που έχω γνωρίσει. Και που δέχτηκε την εισβολή του καρκίνου στην ζωή μας, με μια απίστευτη εγκαρτέρηση. Αυτή που δεν μπορεί να το δεχτεί, είναι η μητέρα του. Και ποια μάνα μπορεί; «Πως γίνεται ένα τόσο νέο αγόρι, που τρέφεται υγιεινά, που δεν έχει καπνίσει ποτέ, να έχει καρκίνο στον πνεύμονα;» ρωτάει ξανά και ξανά. Και ποιος μπορεί να της απαντήσει; Οι γιατροί λένε πως του έτυχε το κακό λαχείο, ούτε αυτοί μπορούν να δώσου μια πιστευτή εξήγηση. Κι εγώ, κάνω τον καραγκιόζη το πρωί και, κλαίω μόνη μου τα βράδια.
«Γιατί;» ρωτάω πάλι ασταμάτητα.
«Γιατί κι αυτό σε μένα; Γιατί θέλεις να μου πάρεις όλους τους ανθρώπους που αγαπάω;»
Μα οι ουρανοί, μένουν σιωπηλοί. Και περνάν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. Και οι θεραπείες δεν έχουν «το επιθυμητό αποτέλεσμα» και ο Αργύρης μου χειροτερεύει.
«Να θυμάσαι πάντα πως σ’ αγαπώ» μου λέει μια μέρα.
«Και πως είσαι δυνατή, πιο δυνατή απ΄όσο νομίζεις…Ακούς;»
Ναι, ακούω. Μέσα απ΄τα δάκρυα μου, ακούω την αγαπημένη του φωνή να με χαιρετάει. Αυτός ξέρει, νιώθει πως έρχεται το τέλος. Και φεύγει ήσυχος, σχεδόν χαμογελώντας μέσα από την μάσκα του οξυγόνου. Κι εγώ, για άλλη μια φορά, κλαίω με σπαραγμό πάνω του, αλλά αυτή την φορά δεν μπορεί να με αγκαλιάσει για να με παρηγορήσει.
Τα χέρια του είναι ακίνητα, είναι σαν πεθαμένα.
Σαν;
Περνάνε μήνες, δεν μετρώ πόσοι, δεν θέλω να ξέρω. Η ζωή προχωράει, κι εγώ μαζί της, διότι έτσι πρέπει. Ένα κομμάτι μέσα μου είναι νεκρό, ζει κάπου στο σύμπαν μαζί με τους αγαπημένους μου, ένα όμως άλλο κομμάτι μου, είναι ζωντανό, θέλει να ξαναγελάσει, να διασκεδάσει, να χορέψει, να ξανοιχτεί, να μιλήσει. Όχι για τους νεκρούς, αυτοί είναι μόνο δικοί μου, αλλά για τους ζωντανούς, για την ζωή. Κι έρχονται οι γιορτές, εκείνες οι μέρες του χρόνου, που όλοι είναι συντροφευμένοι, όλοι τρώνε σε μεγάλα γιορτινά τραπέζια, όλοι γλεντάνε και χαίρονται κι εγώ είμαι μόνη.
Δεν αντέχω την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την μέρα που θα μου θυμίζει πάντα τον θάνατο του πατέρα μου. Δεν αντέχω να περάσω αυτές τις ώρες-που όλοι γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου-μόνη μου στο σπίτι μου. Ποιος θα με συντροφεύσει απόψε; Όλοι έχουν κάπου να πάνε, κάποιους να δεχτούν, αγαπημένους να περάσουν μαζί. Ευτυχώς, χτυπάει το κινητό μου.
Κάποιος γνωστός, οργανώνει ένα πάρτι. «Πάρε μια φίλη σου κι ελάτε, θα είμαστε λίγοι και καλοί» μου λέει. Μου δίνει την διεύθυνση ενός ξενοδοχείου. Δεν τρελαίνομαι, αλλά οτιδήποτε θα είναι καλύτερο απ΄το να μείνω ολομόναχη απόψε. Ακόμα και ένα κακό πάρτι. Παίρνω μια φίλη μου και οδηγώ μέχρι εκεί. Το πάρτι γίνεται σε μια σουίτα του ξενοδοχείου και, με το που μπαίνουμε, καταλαβαίνουμε πως εμείς και αυτοί, ουδεμία σχέση έχουμε. Οι τύποι είναι πολύ κυριλέ, πολύ αλλού. Είναι καμιά δεκαπενταριά όλοι κι όλοι, λίγες κοπέλες ανάμεσα τους. Θέλουμε να φύγουμε, αλλά και που να πάμε;
Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς γαμώτο. Αποφασίζουμε να πιούμε δυο ποτά, να μείνουμε μισή-μια ώρα και να φύγουμε. Σερβίρεται σαμπάνια. Πίνω δυο ποτήρια. Στέκομαι όρθια με την φίλη μου στη γωνία και ψιλοβαριόμαστε. Κάποιος με κερνάει ένα ποτό. Λέω μέσα μου, θα πιω το ποτό και θα φύγουμε. Τέλος. Το πίνω. Η φίλη μου θέλει να φύγει. Καταλαβαίνουμε κάτω, βγαίνουμε έξω.
Ψάχνω το αυτοκίνητο μου για να γυρίσω σπίτι μου. Δεν το βρίσκω. Το κεφάλι μου γυρίζει. Μια θολούρα, ένα χάσιμο, τα πόδια μου δεν με κρατάνε… «Είσαι καλά;» ρωτάει η φίλη μου. «Καλά είμαι, πήγαινε εσύ, θα τα πούμε αύριο…» «Σίγουρα;» «Σίγουρα..» Έφυγε. Κι εγώ συνέχισα να ψάχνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έψαχνα, δεν ξέρω καν αν γύρναγα γύρω από το ίδιο τετράγωνο. Κάποια στιγμή, κατάλαβα πως έπρεπε επειγόντως να ξαπλώσω για να συνέλθω, δεν ήμουν καλά, έχανα τον κόσμο. Γύρισα κακήν κακώς στο ξενοδοχείο και πλήρωσα ένα δωμάτιο. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να ξεραθώ σε ένα ρημαδοκρεβάτι. Πήρα το κλειδί. Πήρα το ασανσέρ. Ανέβηκα στον όροφο. Βγήκα στον διάδρομο και, σωριάστηκα αναίσθητη στο πάτωμα…
Συνήλθα –μάλλον ξύπνησα- και ήταν πρωί. Ήμουν γυμνή, σε ένα δωμάτιο που σίγουρα δεν ήταν αυτό που είχα κλείσει. Εγώ είχα πληρώσει για ένα απλό δωμάτιο, κι αυτό ήταν σουίτα. Με αντρικά ρούχα ριγμένα ένα γύρω, με κάτι χάπια στο κομοδίνο δίπλα μου, με το εσώρουχο μου πεταμένο στο πάτωμα. Το οποίο, δεν είχα βγάλει εγώ, όπως δεν είχα βγάλει και τα ρούχα μου.
«Δεν είναι δυνατόν!» σκέφτομαι.
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟ!»
Κι όμως, μπορούσε. Και ναι, είχα βιαστεί. Αναίσθητη, χωρίς να αντιλαμβάνομαι τι μου συμβαίνει, είχα βιαστεί. Από ποιους; Από πόσους; Κάποια στιγμή, μια αμυδρή θύμηση διέτρεξε τον εγκέφαλο μου, δυο αντρικά πρόσωπα από πάνω μου, ο ένας κατέβαζε το παντελόνι του.
ΝΑΙ. “ΕΙΧΑ ΒΙΑΣΤΕΙ“.
Ανθούλα Αθανασιάδου
Photo cover:pixabay.com/geralt/woman
Διαβάστε επίσης: