Πριν από τριάντα χρόνια

ΈΝΑ ΛΑΘΟΣ ΕΚΑΝΑ, ΜΑΜΑ. ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΩ ΚΙ ΑΛΛΟ», ΚΛΑΨΟΥΡΙΖΕ η Μαρία στο τηλέφωνο με τρεμουλιαστή φωνή.

«Και είναι δίδυμα αυτή τη φορά. Δύο, όχι ένα. Πώς έμπλεξα έτσι, μου λες; Πώς έμπλεξα έτσι;» μουρμούριζε σαν να μιλούσε μόνη της. Το 1988 θα την έβρισκε με τρία κουτσούβελα και δεν είχε κλείσει καν τα είκοσι δύο.

«Παιδί μου, δεν ξέρω τι να σου πω. Πρέπει να το σκεφτείς καλά», κατάφερε να ψελλίσει από την άλλη άκρη της γραμμής η άναυδη Μαργαρίτα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ούτε ήθελε να παρέμβει στις αποφάσεις της κόρης της και του γαμπρού της. Είχαν περάσει μόλις έξι μήνες από τη γέννηση του Δημήτρη, του πρώτου εγγονού της, και είχε αραιώσει τις επισκέψεις στο σπίτι τους. Αλλά και όποτε πήγαινε, φρόντιζε να μη βρίσκεται εκεί ο γαμπρός της, ο Παύλος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ένιωθε τέτοια ενόχληση από την παρουσία του, πάντως η διαί- σθησή της δεν τη γελούσε. Κάτι στους τρόπους και στη στάση

του δεν της άρεσε καθόλου.

Πολλές φορές προσπάθησε να μιλήσει γι’ αυτό στον άντρα της, τον Αλέξανδρο, όμως την τελευταία στιγμή δίσταζε. Εκείνος είχε χαρεί τόσο όταν έμαθε ότι θα γινόταν για δεύτερη φορά παππούς. Λάτρευε τα παιδιά και τον λάτρευαν κι αυτά. Δεν έβλεπε την ώρα να γεννηθούν τα δίδυμα. Η Μαργαρίτα δεν ήθελε να τον σκοτίσει με τις ανησυχίες της, να τον στενοχωρήσει.

Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόλαβε.

Εκείνο το μεσημέρι, επιστρέφοντας ο Αλέξανδρος από το σχο- λείο, μπήκε στο σπίτι κι αμέσως κοντοστάθηκε παραξενεμένος. Η τηλεόραση έπαιζε δυνατά. Μηχανικά πάτησε το κουμπί και την έκλεισε, ρίχνοντας ένα βλέμμα τριγύρω.

«Αγάπη μου, ήρθα!» φώναξε. «Μαργαρίτα, πού είσαι;» Απόλυτη σιωπή.

Πέταξε ανήσυχος τον χαρτοφύλακα πάνω στον καναπέ του σαλονιού και με δυο δρασκελιές ανέβηκε τη σκάλα.

«Μαργαρίτα!» ξαναφώναξε ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.

Την είδε να κοιμάται κουκουλωμένη μέχρι τα αφτιά. Χαμο- γέλασε με ανακούφιση και πλησίασε στο κρεβάτι.

«Ξύπνα, υπναρού, μεσημέριασε», της ψιθύρισε, σκύβοντας για να τη φιλήσει. Και τότε πισωπάτησε τρομαγμένος. Με μια κίνηση τράβηξε από πάνω της τα σκεπάσματα. Την ταρακούνησε με δύναμη.

Τα χείλη της είχαν ασπρίσει, τα μάτια της κοίταζαν απλανή το κενό. Έπιασε το χέρι της. Παγωμένο, άτονο.

Μια κραυγή βγήκε από μέσα του, ένας ατέλειωτος θρήνος.

Ήταν τόσο όμορφη η Μαργαρίτα του, πάντα ήταν όμορφη… ακόμα και νεκρή.

Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, πέθανε από ανακοπή καρδιάς.

«Μα η γυναίκα μου ποτέ δεν είχε πρόβλημα με την καρδιά της», μουρμούρισε σοκαρισμένος. Τρελαμένος ήταν στην πραγ- ματικότητα – αυτός είναι ο σωστός χαρακτηρισμός. Από πότε η Μαργαρίτα του υπέφερε κι εκείνος το αγνοούσε; Υπήρχε, άραγε, τέτοια περίπτωση; «Μα όχι, δεν μπορεί…» παραμιλούσε, περπατώντας πάνω-κάτω στον διάδρομο του νοσοκομείου. Δεν μπορούσε να αντέξει τον χαμό της, ούτε και να τον δεχτεί.

Ο θάνατός της του στοίχισε όλη του τη ζωή. Η απόλυτη ευ- τυχία που είχαν ζήσει οι δυο τους έγινε θηλιά που του έσφιγγε ολοένα και περισσότερο τον λαιμό. Έφερνε και ξανάφερνε στον νου του την πρώτη φορά που τη συνάντησε, τη συγκίνησή του όταν του ανακοίνωσε ότι περίμενε παιδί, τις γεμάτες αγω- νία μέρες που ακολούθησαν, τον γάμο τους, τη χαρά τους για τη γέννηση της κόρης τους, της Μαρίας, και το τραγικό συμβάν στη συνέχεια, που ξεκλήρισε την οικογένειά τους.

Ο Αλέξανδρος και η Μαργαρίτα γνωρίστηκαν τυχαία στο Άλσος Δροσοπούλου, τέλη της δεκαετίας του ’60. Εκείνος ήταν δεκαεν- νέα χρόνων, πρωτοετής της Φιλοσοφικής, κι εκείνη τελειόφοιτη του Γυμνασίου. Η άνοιξη μοσχοβολούσε. Στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων είχαν στήσει φωλιές τα πουλιά και πολύχρωμες πεταλούδες περιφέρονταν στον αέρα.

Κάθε εβδομάδα που έφευγε, την αποχαιρετούσαν παρέα εκεί. Πάντα μαζί. Πάνω στον μήνα αντάλλαξαν το πρώτο ερωτικό τους φιλί. Ένα φιλί σαν μια μικρή δροσοσταλιά. Ο έρωτας τους έκλεινε πια και τους δυο στην αγκαλιά του, για να τους οδηγήσει στο μονοπάτι του πεπρωμένου τους.

«Σ’ αγαπώ, Μαργαρίτα, σ’ αγαπώ πολύ», της έλεγε με ζεστή φωνή.

Εκείνη αναστέναζε και τον αγκάλιαζε. Όλα όσα ονειρευό- ταν στη ζωή της περικλείονταν σε αυτό το «σ’ αγαπώ» του. Δυο λεξούλες που είχαν στρατοπεδεύσει στην καρδιά τους εδώ και καιρό.

«Κι εγώ σ’ αγαπώ, Αλέξανδρε», του απαντούσε αθώα κάθε φορά, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Όχι όμως κι εκείνη τη μέρα. Σαν το δροσερό αεράκι που διέσχιζε το άλσος και παρέσερνε με στοργή τα φύλλα, το βλέμμα της γλίστρησε στο δικό του. Τα μάτια τους έλαμπαν από ευτυχία… και κάτι άλλο, ακόμα πιο δυνατό.

Αφέθηκε στα χέρια του και ξάπλωσαν δίπλα στις πασχαλιές, ανάμεσα στα χαμομήλια που είχαν φυτρώσει τόπους-τόπους. Κοίταζε το πρόσωπό του και τα άστρα που λαμπύριζαν στο σκοτάδι. Ήταν μόνοι τους, οι δυο τους με τα αστέρια.

Απρόσμενα, ο Αλέξανδρος χαλάρωσε την αγκαλιά του.

«Συγγνώμη, Μαργαρίτα. Μου φαίνεται ότι το παρατράβηξα αυτή τη φορά», είπε αμήχανα.

Μα τι είχε πάθει; Ήταν με την κοπέλα που τόσο πολύ λαχτα- ρούσε, καταλάβαινε πως το σώμα της ήταν έτοιμο να τον δεχτεί, κι εκείνος είχε γίνει ξαφνικά διστακτικός, αδρανής, με το μυαλό του γεμάτο ερωτήματα…

Μπορεί να την περνούσε μόνο έναν χρόνο, αλλά δεν ήθελε να την παρασύρει σε κάτι για το οποίο ίσως δεν ήταν έτοιμη. Όσο κι αν είχε φουντώσει το σώμα του, έπρεπε να είναι προσε- κτικός. Παράλληλα, προσπαθούσε να αγνοήσει την καρδιά και τις αισθήσεις του, που του μιλούσαν σε άλλη γλώσσα.

Εκείνη χαμογέλασε και χάιδεψε το ιδρωμένο μέτωπό του που έκαιγε. Είχε καταλάβει τον λόγο του δισταγμού του.

«Θέλω να γίνει…» του είπε αποφασιστικά, έχοντας επίγνω- ση ότι διάβαινε μια νοητή γραμμή. Μέσα της ένιωθε πως δεν υπήρχαν ούτε ανασφάλειες ούτε αναστολές.

Το φεγγάρι έγινε μάρτυρας των φιλιών τους, λούζοντάς τους με την ασημένια λάμψη του. Το θρόισμα από τα φύλλα των δέ- ντρων σκόρπιζε στον αέρα τους ψιθύρους και τους αναστεναγ- μούς τους. Τα νυχτοπούλια σιώπησαν για να τους αφήσουν στην ησυχία τους. Όλη η πλάση τούς καλωσόριζε καθώς δρασκέλιζαν το κατώφλι της νέας τους πραγματικότητας. Μέσα από ερωτι- κά μουρμουρητά, τρεμάμενα χάδια και βλέμματα έσμιξαν για πρώτη φορά. Μέσα στην ανεμελιά της νιότης τους, δεν ήξεραν πως εκείνη την ώρα έβαζαν τα θεμέλια για το δικό τους αύριο. Κι ύστερα, απόλυτα ικανοποιημένοι χαμογέλασαν, αφήνοντας ελεύθερες τις εγκλωβισμένες ανάσες τους.

Την πήρε στην αγκαλιά του, της ψιθύρισε λόγια που δεν της είχε ξαναπεί, κι εκείνη τα χάραζε στη μνήμη της με τα μάτια κλειστά. Η ένωσή τους γεγονός πλέον για τους ίδιους, αλλά επτασφράγιστο μυστικό για όλους τους υπόλοιπους.

Στράφηκε και τον κοίταξε. Χάιδεψε τα μαύρα μαλλιά του και τα μάτια της βούρκωσαν από ευτυχία. Τώρα αισθανόταν διαφορετική. Όλα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν. Της φαίνονταν πιο εύκολα. Μία ήταν μόνο η απορία της. Μια σκέψη τη βασάνιζε και έκανε το πρόσωπό της να σοβαρέψει ξαφνικά. Οι σκιές του σού- ρουπου σμίλευαν μια έκφραση αγωνίας στα χαρακτηριστικά της.

«Θα μ’ αγαπάς και αύριο;» τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Αν θα σ’ αγαπώ και αύριο; Θα σ’ αγαπώ μέχρι να πάψω να υπάρχω».

Η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να γυρίσει σπίτι της. Υπο- τίθεται ότι είχε πάει σε πάρτι και είχε κάνει συμφωνία με τη μητέρα της να είναι πίσω πριν τις δέκα και μισή. Μόνο αν την τηρούσε θα μπορούσε να βγει και την άλλη μέρα. Έπρεπε να είναι συνεπής, δεν θα άντεχε να περιμένει μέχρι την επόμενη Κυριακή για να τον ξαναδεί.

Αυτή τη φορά ο Αλέξανδρος τη συνόδευσε μέχρι την αυλό- πορτα. Εκείνη του το ζήτησε.

«Αν μας πάρει κανένα μάτι;» τη ρώτησε έκπληκτος από την τόλμη της.

«Μην ανησυχείς…» του είπε με νόημα.

Ο Αλέξανδρος κοίταξε την αυλή του σπιτιού κι έπειτα τη φιγούρα που κρυφοκοίταζε από ένα παράθυρο. «Νομίζω ότι μας βλέπει η μητέρα σου».

«Τέλεια, φίλησέ με σταυρωτά».

«Είσαι στα καλά σου;»

«Κάνε όπως σου λέω, έχω το σχέδιό μου».

Το έκανε, αν και δεν καταλάβαινε τι είχε κατά νου η Μαρ- γαρίτα.

«Καληνύχτα, Αλέξανδρε. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία μας! Καλή επιτυχία στην εξεταστική σου!» του είπε φωναχτά. «Αύριο την ίδια ώρα στο γνωστό μέρος», του ψιθύρισε αμέσως μετά.

«Ναι, αύριο, αγάπη μου», συγκατένευσε εκείνος το ίδιο ψιθυριστά.

Αντάλλαξαν μια τυπική χειραψία και η Μαργαρίτα διέσχισε τον κήπο και ανέβηκε τα σκαλοπάτια για την εξώπορτα. Μπήκε στο σπίτι.

«Μαμά, ήρθα! Πού είσαι;» φώναξε, πηγαίνοντας κατευθείαν στο μπάνιο.

«Στην κουζίνα, περιμένω να μου πεις πώς τα πέρασες».

«Θα κάνω πρώτα ένα ντους να φύγει ο ιδρώτας. Χορέψαμε πολύ».

Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Είχε αλλάξει. Έδειχνε πιο λαμπερό, πιο ώριμο. Χαμογέλασε στον καινούργιο της εαυτό και έβγαλε τα ρούχα της. Δίπλωσε με προσοχή το ματωμένο εσώρουχο και το έχωσε στην τσέπη της φούστας της. Την επομένη το πρωί θα το εξαφάνιζε από το σπίτι.

Στάθηκε κάτω από το ντους και άφησε το δροσερό νερό να ξεπλύνει τα φιλιά και τα χάδια του Αλέξανδρου απ’ το κορμί της. Το κορμί της που προοριζόταν πλέον μόνο για εκείνον.

Ένιωθε πως της έλειπε ήδη, αλλά έπρεπε να διατηρήσει τον έλεγχο ακόμα και στα συναισθήματά της και να κινηθεί μεθο- δικά, ώστε να φέρει τα πράγματα εκεί όπου τα ήθελε με τους δικούς της. Αρχής γενομένης από τη μητέρα της, απόψε κιόλας. Τυλίχτηκε με μια πετσέτα και έκανε τα βρεγμένα της μαλλιά πλεξούδα, για να είναι κυματιστά στο αυριανό ραντεβού της με τον Αλέξανδρο. Κοίταξε τον λαιμό της στον καθρέφτη. Είχε μακρύνει ή ήταν η ιδέα της; Χαμογέλασε προκλητικά στο είδωλό της και βγήκε από το μπάνιο.

Σε όλες τις επόμενες συναντήσεις τους ήταν σαν να ζούσαν ένα παραμύθι. Ξαπλωμένοι δίπλα στις πασχαλιές, μισόγυμνοι και αγκαλιασμένοι, κοίταζαν το φεγγάρι χαμένοι στις σκέψεις τους. Έπεφταν αστέρια, αλλά δεν τα έβλεπαν. Ένιωθαν τα κορμιά τους ανάλαφρα, σαν φτερά που επέπλεαν στη θάλασσα. Σε μια ακύμαντη θάλασσα.

Είχαν αποφασίσει ότι για τρεις εβδομάδες θα αφοσιώνονταν στα μαθήματά τους και μετά, μέσα στην ξεγνοιασιά του καλο- καιριού, θα σκέφτονταν τι θα έκαναν στη συνέχεια.

Ο καιρός ζέσταινε και η Μαργαρίτα είχε αρχίσει να αισθάνεται διαφορετικά, ένιωθε σχεδόν άρρωστη. Κι αυτό δεν άργησε να γίνει αντιληπτό από την κυρία Κατερίνα, που συνειδητοποίησε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την κόρη της.

«Πάλι εμετό;» τη ρώτησε αναστατωμένη.

Τις τελευταίες μέρες, η Μαργαρίτα έτρεχε στο μπάνιο κάθε πρωί. Είχε αδυνατίσει και το πρόσωπό της ήταν χλομό.

Κλείστηκε στο δωμάτιό της πανικόβλητη. Πήρε από το συρ- τάρι της το ημερολόγιο. Το άνοιξε και κοίταξε τις ημερομηνίες. Άσπρισε ακόμα περισσότερο. Μήπως είχε κάποιο πρόβλημα ο κύκλος της; Θα έπρεπε να είχε αδιαθετήσει πριν από εννέα μέρες. Δάγκωσε τα χείλη κι έτριψε τα μάτια της. «Όχι, από το άγχος θα είναι», μονολόγησε και επέστρεψε στο σαλόνι, όπου την περίμενε η μητέρα της με έναν χυμό πορτοκάλι στο χέρι.

«Πιες μπας και συνέλθεις, διαφορετικά θα σε πάω στον γιατρό…»

«Εντάξει», είπε και πήρε το ποτήρι. Με την πρώτη γουλιά ένιωσε μια δυσφορία. Προσπάθησε να μην το δείξει. Χαμογέλα- σε. Στην επόμενη γουλιά άρχισε πάλι να ανακατεύεται. Άφησε βιαστικά το ποτήρι στο τραπέζι και έτρεξε στο μπάνιο. Έκανε ξανά εμετό. Τα μάτια της έτσουζαν, το στόμα της ήταν στυφό και πικρό. Σκέτη χολή.

Αυτή τη γεύση έχει ο έρωτας, όταν τον κλείνεις ερμητικά μέσα σου; αναρωτήθηκε. Δεν αναπνέει^ μαραζώνει και σε δηλη τηριάζει. Και η λύτρωση πότε έρχεται; Στο επόμενο φιλί. Κι αν το επόμενο φιλί αργήσει; Μα τι αφελείς σκέψεις έκανε; Ήταν ξεκάθαρα έγκυος!

Πέρασαν κι άλλες μέρες στην ίδια κατάσταση. Η Μαργαρίτα να σκύβει πάνω από τη λεκάνη κι έπειτα να βάζει τα κλάματα. Η μητέρα της την κοίταζε τρομαγμένη. Αν και έβλεπε πως είχε συμπτώματα εγκυμοσύνης, δεν ήθελε να το πιστέψει. Η κόρη της ήταν ανέγγιχτη. Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα να αμφι- σβητήσει κάποιος την αρετή της.

Από την πλευρά της, η Μαργαρίτα ήθελε απεγνωσμένα πρώτα να σιγουρευτεί και έπειτα να το πει του Αλέξανδρου. Όλα τους τα σχέδια –να περάσει κι εκείνη στο πανεπιστήμιο, να δρομολο- γήσουν την κοινή τους ζωή– τα έβλεπε να ξεθωριάζουν, σαν να είχαν αποτυπωθεί σ’ ένα ύφασμα που το τσουρούφλιζε ο ήλιος. Δεν είχε μυαλό για διάβασμα πια και ήξερε πως ήταν χαμένη… Δυο τρεις φορές όλες κι όλες είχε σμίξει με τον Αλέξανδρο. Και, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, ήταν αρκετές για να έχουν επισκέψεις σε λιγότερο από εννέα μήνες.

Στο σκοτάδι κράτα με Συγγραφέας: Σκαμπαβίας Απόλλων, εκδόσεις Κάκτος

Photo cover:pixabay.com/SplitShire-trees

Διαβάστε επίσης:

https://www.female-g.com/2021/12/14/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b1-%ce%b3%ce%b9%ce%b1%cf%84%ce%b6%cf%8c%ce%b3%ce%bb%ce%bf%cf%85-%ce%bf%ce%b9-%cf%84%ce%ad%cf%83%cf%83%ce%b5%cf%81%ce%b9%cf%82-%ce%b4%ce%b1%ce%af%ce%bc/