ΚΎΡΙΕ, βοήθει τον αθλοφόρο της μνήμης.
Ας έρθει ο άγγελός σου να σπρώξει το κουβάρι της, κι
ας κυλήσει. Είμαι μόνος πια εδώ στην ακτή μου, πλάι
στα κύματα της Προποντίδας, που τα ξέρω και με ξέρουν. Το
πέρασμα του χρόνου είναι ένα μονοπάτι που ανηφορίζει, στην
κορυφή του βρίσκονται τα γηρατειά, εκεί είμαι τώρα και περιμένω. Κρατώ στο χέρι μου τη γραφίδα κι αναμένω το κατρακύλισμα της μνημοσύνης. Κάνει ψύχρα στα υψώματα, εδώ, στο
τέλος του χρόνου. Καθώς ο άνεμος μου ανακατεύει μαλλιά και
γένια, με θερίζει μια άγνωστη πείνα και μοιάζω του προφήτη
Ηλία των Γραφών. Περιμένω ένα κοράκι να μου φέρνει ψωμί
για το πρωί και κρέας για το βράδυ, γραφή με το φως της μέρας και μνήμη στο κατώφλι του ύπνου.
Κύριε, βοήθει, αφού τον δικό σου γερο-κόρακα περιμένω.
Γεννήθηκα στη σκιά εκείνης της καστροπολιτείας που ήταν για
αιώνες θαυμασία και καύχημα. Το όνομά της υπάρχει σε χειρόγραφα, λόγους, ιστορίες, χρονογραφίες, μόνο το όνομά της πια.
Θυμάμαι, όπως έγερνε ο ήλιος τα απογεύματα, τους πύργους της, τους τρούλους, τα ψηλά τείχη, όλα να χαράζουν με τις
σκιές τους είδωλα στο οργωμένο χώμα των χωραφιών. Αυτός ο
κάμπος με το τεντωμένο δέρμα, που έμοιαζε με περγαμηνή, τότε ήταν γόνιμος απ’ τα νερά και τις αξίνες των χωρικών.
Ο κάμπος βρίσκεται ακόμη εκεί, όμως μου λένε πως τώρα
όλα γύρω είναι χέρσα, έγιναν βοσκοτόπια, γιατί κανένα χέρι
δε σκαλίζει πια τη γη. Κανένα αμπέλι ή σταροχώραφο, κανένας μεταξοσκώληκας στη θαλπωρή της μουριάς, κανένας αργαλειός. Η πολιτεία είναι ξεθεμελιωμένη και τα ερείπιά της φιλοξενούν μόνο σκηνές νομάδων. Οι θερμές πηγές και τα λουτρά με τα μωσαϊκά δάπεδα είναι πια χαλάσματα. Σε όλο τον
κάμπο ακούγονται μόνο βελάσματα προβάτων και τα βράδια
σκύλων υλακές, που διώχνουν μακριά τα πνεύματα των πεθαμένων, όπως είναι η μάνα μου, ο πατέρας μου…
Γεννήθηκα από νοικοκυραίους του εύφορου κάμπου, όμως
δεν άργησαν να καταφτάσουν τα χρόνια του χάους ή, για να
το πω καλύτερα, η μεθόριος χάους και αβύσσου. Ήρθαν τέτοιες
εποχές που τη ζωή σου πια δεν την όριζες. Σπίτια, σιτοβολώνες, κοπάδια, όλα ήταν κοινό κτήμα της τύχης ή μάλλον της
μαύρης μοίρας. Ανομία και φόβος. Άλλοτε ορμούσαν συμμορίες από φυγόστρατους μισθοφόρους κι άλλοτε Τουρκομάνοι
νομάδες από μακρινές ερημιές, αλιβάνιστοι οι πάντες. Οι επιδρομείς έρχονταν από την ίδια άκρη του ορίζοντα, απ’ την ανατολή, από τη μεριά της γαστέρας του ήλιου, από κει που η κάθε μέρα κοιλοπονούσε το φως.
Περί της εαυτού ψυχής
Συγγραφέας Ζουργός Ισίδωρος
Photo cover:pixabay.com/ilovechile-travel-watch
Διαβάστε επίσης: