Η Κρήτη αποτελεί παγκοσμίως γνωστό τουριστικό προορισμό, όμως μία πτυχή του νησιού παραμένει ευρέως άγνωστη: είναι ένας εξαιρετικός προορισμός για εαρινό σκι, ειδικά για τους επισκέπτες που είναι διατεθειμένοι να κινηθούν προς τις κορυφές χωρίς ανελκυστήρες και να απολαύσουν τις ανοιχτές πλαγιές και το πολύ καλής ποιότητας χιόνι.
Αυτό είναι το συμπέρασμα εκτενούς αφιερώματος των «New York Times», το οποίο ταξιδεύει τους αναγνώστες στα Λευκά Όρη και στον Ψηλορείτη, καθώς ο συντάκτης Biddle Duke, ο οποίος ειδικεύεται στα χειμερινά σπορ, αφηγείται την απρόσμενη εμπειρία του στα χιονισμένα βουνά της Κρήτης έχοντας ως βάση τα Χανιά.
Ο Duke παραδέχεται ότι δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι η Κρήτη προσφέρει τέτοιες ευκαιρίες, όμως άρχισε να πείθεται όταν ένας από τους κορυφαίους εξερευνητές τοποθεσιών για σκι, ο John Falkiner, του συνέστησε το ελληνικό νησί.
«Η Κρήτη είναι διαφορετική από τα άλλα μέρη όπου έχω κάνει σκι», ανέφερε ο Falkiner, ο οποίος εργάζεται ως οδηγός εύπορων ταξιδιωτών και είναι ένας από τους πρωτεργάτες της διοργάνωσης τουριστικών εκδρομών για σκι στη Νορβηγία, στον Λίβανο, στην Ιαπωνία, την Τουρκία και στο Κασμίρ. «Εκεί θέλω να βρίσκομαι τον Μάρτιο», προσέθεσε, τονίζοντας ότι η Κρήτη προσφέρει «την καλύτερη εμπειρία για σκι την άνοιξη».
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Κρήτη, ο Duke ανακαλύπτει τις «ρίζες» του σκι στην Κρήτη, με τις πρώτες συστηματικές προσπάθειες εξερεύνησης των πλαγιών να χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 2008. Ο ζήλος των ντόπιων σκιέρ οδήγησε στη θεσμοθέτηση του φεστιβάλ σκι Pierra Creta το 2014, το οποίο θα επαναληφθεί φέτος τον Μάρτιο, μετά την ανάπαυλα που προκάλεσε η πανδημία.
Κατά το οδοιπορικό του στο νησί, ο Duke περιγράφει τις ομορφιές των χιονοντυμένων βουνών που περικλείονται από τη θάλασσα. «Μέσα στην πρώτη ώρα της πρώτης ημέρας αρχίσαμε να συλλαμβάνουμε την μαγεία του σκι στην Κρήτη», αναφέρει, καθώς αφηγείται την πρώτη του εξόρμηση, στα Λευκά Όρη, και την ανάβαση στην πλαγιά.
«Σε λίγες ώρες φτάσαμε στην κορυφή (του Αγίου Πνεύματος). Από εκεί, οι δυνατότητες για σκι φάνταζαν να μην έχουν όριο. Και στον ορίζοντα οι θάλασσες, η Μεσόγειος στο βορρά και το Λιβυκό Πέλαγος στο νότο. Δεν υπήρχε ούτε μία άλλη ψυχή μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι».
Εκεί η Κρήτη του επιφύλασσε μία ακόμα έκπληξη: το χιόνι στις πλαγιές δεν ήταν λιωμένο ή αδύναμο, παρά το εύκρατο κλίμα. Αντίθετα, ήταν είχε την ιδανική αντοχή και πυκνότητα για τους σκιέρ (το αποκαλούμενο corn snow στα αγγλικά). «Τότε ήρθε η Κρητική αποκάλυψη», γράφει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η ποιότητα του χιονιού θα παρέμενε αμετάβλητη «καθόλη τη διάρκεια της διαμονής».
Η δεύτερη εξόρμηση οδήγησε τον Duke στους Πάχνες και σε μία μακρά κάθοδο που κατέληξε σε ένα μικρό οροπέδιο πάνω από τα Σφακιά, όπου είχε την ευκαιρία να δει τις παραδόσεις της περιοχής πριν από ένα ξεκούραστο βράδυ στα Χανιά, «αρωματισμένο» από την τοπική κουζίνα.
Η τρίτη και τελευταία εξόρμηση τον οδήγησε στον Ψηλορείτη, όπου είχε την ευκαιρία να κατέβει την πλαγιά «τέλειου» χιονιού παρέα με τους Έλληνες σκιέρ που επινόησαν το φεστιβάλ Pierra Creta.
Η αφήγηση του Duke ολοκληρώνεται, συμβολικά, με έναν διάλογο ανάμεσα στους σκιέρ, οι οποίοι μιλούν για τις πλαγιές της Κρήτης και για το ενδεχόμενο να τοποθετηθούν ανελκυστήρες.
«Η εμπειρία του σκι στην Κρήτη αφορά τη φύση και την ελευθερία, πρέπει να παραμείνει έτσι», αναφέρει ένα μέλος της παρέας, εκπαιδευτής σκι από το Καρπενήσι, συμπληρώνοντας ότι πολλά χιονοδρομικά κέντρα προσφέρουν ανελκυστήρες για όποιον θέλει να πάει σε τέτοιες υποδομές. «Και γιατί να το κάνω αυτό;», απαντά ένας από τους ντόπιους. «Είναι τόσο καλά εδώ».