Άπνοια.

Τόσο εδώ, στην ακροθαλασσιά, όσο και στην εσχατιά της πόλης, εκεί που καταλήγει το Χρυσό Κέρας. Εκεί που ξεκινάει η Ευρώπη. Είχε την ελπίδα ότι τη νύχτα θα σήκωνε λίγο αέρα και θα απομάκρυνε αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Κι όμως, εδώ και μερικές μέρες, παρόλο που δεν εμφανιζόταν, ο ήλιος δεν σε άφηνε να ξεχάσεις την κάψα του. Η ζέστη ήταν εξαντλητική.

Πλησίασε στο νερό. Όχι πολύ βέβαια, μια και δεν ήξερε κολύμπι. Ακόμα και τόσο περασμένη ώρα, όλο και κάποιος χωρατατζής θα μπορούσε να τον σπρώξει στα σκοτεινά νερά για να σπάσει πλάκα. Η ιδέα να εξαφανιστεί έτσι ξαφνικά στην Προποντίδα, χωρίς ν’ αφήσει άλλο στοιχείο πέρα από ένα πτώμα που θα ξεβραζόταν λίγες μέρες μετά (ή και όχι), τον διασκέδασε για λίγο. Κανείς δεν ήξερε ότι βρισκόταν εκεί. Την επομένη θα τον έψαχναν. Θα ανησυχούσαν. Κάποιοι θα έβλεπαν τις ελπίδες τους ν’ αναπτερώνονται.

Κοίταξε πίσω του για να βεβαιωθεί ότι καμιά από τις ομάδες που περιπλανιόνταν στην αποβάθρα δεν ήταν ιδιαίτερα απειλητική. Μια από αυτές κατευθυνόταν προς το μέρος του. Κυριευμένος από φόβο, κατέβασε την κουκούλα του. Δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Ήταν λες και βούτηξε το κεφάλι του στη λάβα, το μέτωπό του έσταζε. Ήταν ωστόσο το λιγότερο που τον απασχολούσε.

Εκείνοι ήταν τέσσερις. Βένετοι (Γαλάζιοι). Τον προσπέρασαν χωρίς καν να τον κοιτάξουν. Άρχισε πάλι ν’ αναπνέει…

Αυτοί οι ξαφνικοί πανικοί. Τελικά δεν θα μάθαινε ποτέ να τους ελέγχει. Ο φόβος του θανάτου ήταν μόνιμα παρών, ό,τι και αν έκανε. Και οι νυχτερινές έξοδοι δεν κατόρθωσαν να τον γιατρέψουν.

Η Κωνσταντινούπολη, ακόμα και τις πιο σκοτεινές ώρες, δεν κοιμάται ποτέ. Τα πλοία εξακολουθούν να αγκυροβολούν στο Χρυσό Κέρας. Τα παρακολουθεί να δένουν στις προβλήτες και να ξεφορτώνουν τα εμπορεύματά τους λίγο πιο κάτω, στο φως των πυρσών. Το κέντρο του κόσμου. Γι’ αυτό πρόκειται άλλωστε. H Νέα Ρώμη. Το τελευταίο θαύμα μιας αυτοκρατορίας που πολλοί θεώρησαν τελειωμένη, όμως κατάφερε να ανασυσταθεί αλλού, πάνω σε διαφορετικές βάσεις, γύρω από μια άγνωστη πρωτεύουσα.

Μια παρέα ναύτες συζητούσαν γύρω από τη φωτιά – λες και δεν έκανε ήδη πολλή ζέστη. Παρ’ όλα αυτά, πλησίασε. Έμοιαζαν ακίνδυνοι και συζητούσαν ζωηρά. Η μυρωδιά από τα ψάρια που έψηναν διαχεόταν στην προβλήτα. Μπροστά, πέρα μακριά, αχνοφαίνονταν οι σκοτεινές πλαγιές της Ασίας και από την άλλη πλευρά, μια δεξαμενή ανθρώπων και πλούτου ασύλληπτου.

Η Ευρώπη αφανίστηκε από διάφορα φύλα βαρβάρων. Εξαλείφθηκε, κι ό,τι κατάφερε να σωθεί –δηλαδή, η Ελλάδα, η Θράκη, τα παράλια της Ιταλίας και της Ισπανίας– δεν είχε καμιά μεγάλη αξία. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αποστραγγισμένες επαρχίες. Από αυτή καθαυτή την αρχαία Ρώμη, εκείνο που απέμεινε ήταν το βαρύ όνομά της, υπερβολικά ένδοξο για την ταπεινή πόλη που είχε καταντήσει. Όσο για τη μακρινή Αφρική και την πρωτεύουσά της την Καρχηδόνα, πολύ πιο δυναμικές, δεν αμφισβητούσαν τη θέση τους στην αυτοκρατορία· τον τελευταίο καιρό, πάντως, διέφευγαν τον έλεγχο της Νέας Ρώμης. Μόρφασε. Και τελικά έμενε η Ασία. Με τα πόδια ριζωμένα βαθιά στην Ευρώπη, προς αυτήν είχε στραμμένο το βλέμμα η Κωνσταντινούπολη. Όπως κι εκείνος εξάλλου αυτή τη στιγμή. Τα κύματα που έσκαγαν στις αποβάθρες, λίγα βήματα πιο πέρα, δεν ήταν κάτι ξένο που έπρεπε να τον φοβίζει, ήταν το αίμα της Αυτοκρατορίας, θύμισε στον εαυτό του, αυτό που έκανε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Δεν της απέφεραν απλώς τα προς το ζην, αλλά ένα πλουσιοπάροχο συμπόσιο που όμοιό του ούτε και αυτή η ίδια αρχαία Ρώμη δεν θα είχε γνωρίσει.

Σιγουρεύτηκε ότι δεν πετούσε κανένα τσουλούφι από την κουκούλα του και ζύγωσε τους ναύτες. Πιωμένοι όπως ήταν, ίσα που αντιλήφθηκαν την παρουσία του. Αυτό ήταν καλό.

Συζητούσαν τις τελευταίες εξελίξεις. Την ακαταμάχητη επέλαση του επαναστατημένου στρατηγού Νικήτα, ανιψιού του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Ένας από τους ναύτες τον είχε δει με τα ίδια του τα μάτια πριν από δυο μέρες στον Ελλήσποντο, το άλλο στενό που έκλεινε την Προποντίδα, λίγες μέρες πεζοπορίας νοτιότερα. Τον ακολουθούσαν δώδεκα χιλιάδες άντρες που σύντομα θα απειλούσαν τη Βασιλεύουσα. Τρελοί. Χτισμένη στο ακρωτήριό της, κυκλωμένη από θάλασσα στις τρεις πλευρές, εκτός από εκείνη που προστάτευαν τα πιο ψηλά τείχη που είχαν ποτέ κατασκευαστεί στα χρονικά, η Κωνσταντινούπολη ήταν απόρθητη. Τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει.

Κωνσταντινούπολη, Μπατίστ Τουβερέ, εκδόσεις Κάκτος, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/1963kafkas-place

Διαβάστε επίσης: