Αμερική. Δεκατίες του ’20 και του ’30.

Μέσα στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, συντελείται στη λογοτεχνία αυτό που ονομάστηκε Αναγέννηση του Νότου. Η αρχή γίνεται με τους Fugitives, μια ομάδα ποιητών, πεζογράφων και κριτικών συσπειρωμένων γύρω από το περιοδικό The Fugitive, και συνεχίζεται με τους Agrarians. Οι ομάδες αυτές αντιδρούν στην ηγεμονία, οικονομική και πολιτιστική, του Βορρά, στην εκβιομηχάνιση και στα αστικά καταναλωτικά πρότυπα, και προβάλλουν ως εναλλακτική πρόταση την παράδοση του Νότου, τη νωχελική αγροτική ζωή και την αξία της κοινότητας, στην οποία το άτομο πρέπει να υποτάσσεται.

Παρά τον συντηρητισμό τους, οι ομάδες αυτές «αποκαθιστούν» τη «συγγραφική τιμή» του Νότου και τον επαναφέρουν στο λογοτεχνικό τοπίο. Μετά το Κραχ του ’29, το βίωμα της ήττας που κουβαλά ο Νότος από τον Εμφύλιο γίνεται η λογοτεχνική μεταφορά που μπορεί να εκφράσει την αγωνία και την απογοήτευση του παρόντος. Ο Νότος γίνεται ο λογοτεχνικός συμβολικός τόπος της ταπείνωσης, της εξαθλίωσης, της ενοχής. Ταυτόχρονα, η χρονική απόσταση που χωρίζει πλέον τους δημιουργούς από τα γεγονότα του Εμφυλίου τους επιτρέπει να προσεγγίσουν με νέα οπτική το φυλετικό ζήτημα. Η βαριά κληρονομιά της δουλείας γίνεται ένα ακόμα κεντρικό σημείο της θεματολογίας τους.

Ο ογκόλιθος της αμερικανικής λογοτεχνίας Ουίλιαμ Φώκνερ πρώτος καταφέρνει να μετασχηματίσει τη Νότια εμπειρία σε πανανθρώπινη. Και ο συντηρητικός, αγροτικός Νότος συναντά τον μοντερνισμό μέσα από το παρελθόν. Από τον Φώκνερ μέχρι τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον Τρούμαν Καπότε και τη Χάρπερ Λι, ο Νότος του μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής εποχής θα αναδείξει μεγάλο αριθμό λογοτεχνών. Ανάμεσά τους, πολλούς μαύρους, σπουδαίους ποιητές που θα λάβουν μέρος στην Αναγέννηση του Χάρλεμ, όπως ο Λάνγκστον Χιουζ, ο Στέρλινγκ Άλεν Μπράουν και ο Τζέιμς Γουέλντον Τζόνσον, και πεζογράφους όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ, η Ζόρα Νίαλ Χέρστον και ο Ραλφ Έλισον.

Και πολλές ξεχωριστές γυναίκες συγγραφείς, που παίρνουν τη σκυτάλη από τις σπουδαίες δημιουργούς των αρχών του αιώνα, ισχυροποιώντας ακόμα περισσότερο τη γυναικεία παρουσία, όπως η Κάθριν Αν Πόρτερ, η Γιουντόρα Γουέλτι, η Φλάνερι Ο’Κόνορ και η Κάρσον ΜακΚάλερς. (Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η Μάργκαρετ Μίτσελ, που το έργο της έχει περισσότερη συγγένεια με τη μετεμφυλιακή λογοτεχνία της «Χαμένης Υπόθεσης», παρ’ όλα αυτά υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένο και επιδραστικό.) Οι περισσότερες από αυτές θα δώσουν πρωτεύουσα σημασία στον γεωγραφικό χώρο του Νότου με όλα όσα αντιπροσωπεύει κοινωνικά και πολιτιστικά, θα εντάξουν στο έργο τους στοιχεία της πλούσιας προφορικής παράδοσης του Νότου και βέβαια θα αναδείξουν το γυναικείο ζήτημα, μέσα από τις ηρωίδες τους, οι οποίες ασφυ­κτιούν στους απαρχαιωμένους ρόλους που τους επιβάλλει μια πατριαρ­χική και οπισθοδρομική κοινωνία.

H Κάρσον ΜακΚάλερς, Credits: Carl Van Vechten

Το μυθιστόρημα με το οποίο η ΜακΚάλερς κάνει την επεισοδιακή εμφάνισή της, αναγορευόμενη εν μια νυκτί σε enfant terrible των αμερικανικών γραμμάτων, κυκλοφορεί το 1940, ενσωματώνοντας τις λογοτεχνικές διεργασίες που αναφέρθηκαν και συλλαμβάνοντας ένα μοναδικό στιγμιότυπο της αμερικανικής ζωής, λίγο πριν η Ιστορία σαρώσει και ανατρέψει τα πάντα· οι φυλετικές εντάσεις, το γυναικείο ζήτημα, ο συνδικαλιστικός και ο πολιτικός λόγος, τα προμηνύματα του πολέμου από την Ευρώπη είναι όλα εκεί, μέσα σ’ εκείνο το μικρό εστιατόριο, το μόνο που διανυκτερεύει σε μια μικρή, ξεχασμένη πόλη του Νότου.

Η Μικ, το αγοροκόριτσο, ακινητεί για μια στιγμή, γεμάτη όνειρα, ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, όλοι οι συμπρωταγωνιστές της βρίσκονται για μια στιγμή μετέωροι, στη μέση των ιστοριών τους, που θα αλλάξουν από μια τραγωδία, όλος ο κόσμος κρατά την ανάσα του, πριν ο Πόλεμος αλλάξει τα πάντα. Ο μουγγός Σίνγκερ, ο εξομολόγος-ψυχαναλυτής-θεός της μικρής πόλης, που «ακούει» τους πάντες χωρίς ν’ ακούει και χωρίς να μιλά, είναι ο συνδετικός κρίκος αυτών των μοιραίων ηρώων που διασχίζουν τον κόσμο αναζητώντας και μη βρίσκοντας την αγάπη. Κι εκείνος, που αγαπά με όλη του τη δύναμη τον σύντροφό του, τον επίσης μουγγό Αντωνόπουλο, συντρίβεται στο τέλος από την αγάπη του αυτή. Γιατί τελικά, πάντα, η καρδιά κυνηγάει μονάχη, όπως λέει ο Σκοτσέζος Ουίλιαμ Σαρπ στο ποίημά του «The Lonely Hunter», από όπου και ο τίτλος του μυθιστορήματος.

1940, πρώτη έκδοση.

Η ΜακΚάλερς δεν θα ζήσει όλη της τη ζωή στον Νότο. Πολλοί από τους ήρωές της θα διακατέχονται, όπως η ίδια, από μια επιθυμία φυγής από τα ασφυκτικά όρια των μικρών, καθυστερημένων τους πόλεων: το ότι το μόνο μαγαζί που μένει ανοιχτό τη νύχτα στο Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη ονομάζεται Νέα Υόρκη είναι ένας ισχυρός υπαινιγμός στο πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα. Ο Νότος, όμως, ως συμβολική οντότητα είναι παρών σε όλο της το έργο. «Δεν θα έφευγε ποτέ έξω  από τον Νότο», λέει και ξαναλέει η ΜακΚάλερς στο τέλος του βιβλίου για τον Τζέικ, σαν να το λέει για τον εαυτό της. Οι ήρωές της, διαφορετικοί, αταίριαστοι και μόνοι, πλάθονται με τα υλικά του Southern Gothic, του ρεύματος που αξιοποιεί το μακάβριο και το γκροτέσκο, και εμβαθύνει στα θέματα της τρέλας και της φθοράς, για να μιλήσει για την αποξένωση, την πτώση και την παρακμή του Νότου, τις φυλετικές εντάσεις.

Για την Κάρσον ΜακΚάλερς, ωστόσο, η διαφορετικότητα των ηρώων της δεν είναι απλώς στιλιστική επιλογή. Όπως παρατηρεί ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στο έργο του Εισαγωγή στην Αμερικανική Λογοτεχνία, «τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Αγγλία, οι λογοτεχνικές ομάδες και σχολές παίζουν μικρότερο ρόλο από την ίδια την προσωπικότητα των συγγραφέων. Τα έργα γεννιούνται από τις διάφορες ζωές σαν φυσικοί καρποί». Οι αταίριαστοι, οι μοναχικοί, οι απελπισμένοι ήρωες γεννιούνται όντως σαν φυσικός καρπός από τη σύντομη, βασανισμένη ζωή μιας αμφιφυλόφιλης γυναίκας σε μια υπερσυντηρητική κοινωνία, που παλεύει από νωρίς με την εξάρτηση από το αλκοόλ, που περνά από τη μια ασθένεια στην άλλη και παθαίνει το πρώτο της εγκεφαλικό νεότατη. Για τη ΜακΚάλερς η μοναξιά, η απομόνωση, δεν είναι το μέσον για να καταγγείλει μια κοινωνική πραγματικότητα, να μιλήσει για τον Νότο ή οτιδήποτε άλλο. Είναι το ίδιο το θέμα της.

Σκηνή από την ταινία βασιμένη στο μυθιστόρημα της ΜακΚάλερς, Warner Brothers-Seven Arts/Getty Images

Η πόλη της ζει στη βαριά σκιά της ανέχειας, της κοινωνικής ανισότητας· οι ήρωές της μετράνε τη δεκάρα· πέρα από το κέντρο, προς τις γραμμές του τρένου, τα χαμόσπιτα ζέχνουν μέσα στην εγκατάλειψη. Ο μαύρος γιατρός Κόπλαντ υφίσταται κάθε είδους διακρίσεις και ταπεινώσεις απλώς και μόνο γιατί είναι μαύρος. Το αίσθημα της αδικίας, της εκμετάλλευσης, το φυλετικό μίσος, είναι πάντα παρόντα, αρκεί να υποδαυλιστούν λίγο για να ξεσπάσουν ταραχές. Αλλά το αληθινό, το βαθύτερο δράμα των ανθρώπων βρίσκεται στην αδυναμία να γίνουν κατανοητοί, στην αδυναμία να ανήκουν. Η ΜακΚάλερς είναι η «ποιήτρια των αλλόκοτων», όπως την ονομάζει η Τζόις Κάρολ Όουτς, γιατί μια τέτοια αλλόκοτη υπήρξε σ’ έναν βαθμό και η ίδια. Η ματιά της πέφτει στους μοναχικούς, θλιμμένους ήρωές της με συμπόνια, με αλληλεγγύη. Και με τη λυτρωτική, ανίκητη δύναμη της αγάπης.

Το Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη βρίσκεται στη 17η θέση της λίστας της Modern Library με τα 100 καλύτερα έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, ενώ το περιοδικό TIME το περιλαμβάνει στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας από το 1923 ως το 2005. Μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο το 1968, με τους Alan Arkin, Sondra Locke και Cicely Tyson, και έχει μεταφραστεί σε είκοσι τρεις γλώσσες.

Σκηνή από την ταινία βασιμένη στο μυθιστόρημα της ΜακΚάλερς

Πάνε πλέον σαράντα χρόνια απ’ όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Εξάντας, το 1981, σε μετάφραση Βικτώριας Τράπαλη. Με σεβασμό και αγάπη οι Εκδόσεις Διόπτρα προτείνουν εκ νέου, και σε νέα μετάφραση από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, το βιβλίο αυτό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η Αμερική της ΜακΚάλερς απέχει πια πολύ από εμάς, αλλά η ματιά της στην ανθρώπινη κατάσταση όχι.

H ΜακΚάλερς μιλάει για το θέμα των ταυτοτήτων, για το φυλετικό και το γυναικείο ζήτημα, για τους απόκληρους και τους αταίριαστους αυτού του κόσμου μ’ έναν τρόπο απόλυτα σημερινό. Και η Καρδιά της, αυτός ο μοναχικός κυνηγός, μπορεί σίγουρα να φτάσει στην καρδιά των ανήσυχων αναγνωστών τού σήμερα.

Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη

Από τη Βάννα Κατσαρού για τις Εκδόσεις Διόπτρα

Photo cover:pixabay.com/Ylanite

Διαβάστε επίσης: