Μόνο όταν φεύγω είμαι ευτυχισμένος.
Όχι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, με δρόμους κλειστούς,
μα ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο ’να σπίτι ή στ’ άλλο,
και τα δυο κατά προτίμηση αλλονών.
Δεν μπορώ πια, ούτε θέλω, να μένω ήσυχος.
Ούτε τώρα ούτε μετά. Ούτε εδώ ούτε εκεί.
Εκεί που τελοσπάντων είσαι εσύ,
όποια και να ’σαι εσύ, το όνομά σου βάλε
στα χείλη μου τα διψασμένα, τα αχόρταγα.
Εγώ δεν είμαι εγώ ούτε έχω σπίτι.
Δεν λέω πια, γιατί ποτέ δεν ήμουν,
ποτέ δεν είχα, πάντα ήμουν ξένος
μέσα μου ή έξω μου. Είμαι αυτός που δεν:
ο αλήτης που κοιμάται κάτω απ’ το γεφύρι
που τις όχθες μου ενώνει και το περνώ
χωρίς σταματημό, μέρα και νύχτα.
Γράφω γιατί ψάχνω, γιατί ελπίζω.
Όμως πια δεν ξέρω τι, το ’χω ξεχάσει.
Ελπίζω πως γράφοντας, κάποια στιγμή
θα θυμηθώ. Επιμένω κόντρα στους καιρούς.
Αγωνιώ ανάμεσα σε παρενθέσεις
σε τόπο ζωντανό, χρόνο νεκρό
κάποιας ελπίδας, ανάμεσα σε δύο εδώ.
Ποτέ σε κάτι μα ανάμεσα. Άσε με,
όποια και να ’σαι εσύ, στην ησυχία μου
ή τέλειωνε πια μαζί μου και με το μέλι το πικρό
του να ’μαι μόνος μιλώντας μόνος.
Χουάν Βιθέντε Πικέρας, “Η εξομολόγηση του φυγά”, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/bird
Διαβάστε επίσης: