Λίγο καιρό μετά την αποκάλυψη ότι διαγνώστηκε με πολλαπλό μυέλωμα, η Ντόρα Μπακογιάννη μίλησε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» και τον Δημήτρη Δανίκα και αναφέρθηκε στην υγεία της αλλά και στον γάμο της με τον Παύλο Μπακογιάννη.
«Οι σκέψεις που περνάνε δεν είναι κακές. Τις πρώτες μέρες ήταν πολύ δύσκολο. Σκεφτόμουν διάφορα. Βασικά σκεφτόμουν τα παιδιά μου. Δηλαδή, εκείνη την ώρα σκέφτεσαι τους ανθρώπους που αγαπάς. Γιατί λες τι θα κάνουν αυτοί, γιατί όλοι πιστεύουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι είμαστε αναντικατάστατοι. Μετά όμως λες, εντάξει, θα το παλέψω, θα το πολεμήσω. Θα ασχολούμαι περισσότερο με πράγματα που μ’ αρέσουν πιο πολύ. Λιγότεροι καταναγκασμοί.
Όμως, θα συνεχίσω να δουλεύω, αλλιώς θα τρελαθώ τελείως. Και γενικώς νομίζω ότι είναι τόσο πολλοί οι άνθρωποι που παλεύουν αυτές τις αρρώστιες και τις παλεύουν με πολύ μεγάλη επιτυχία για πολλά χρόνια και έχει γίνει τόσο μεγάλη πρόοδος στην ιατρική που έχεις κάθε λόγο να είσαι αισιόδοξος» δήλωσε η πρώην υπουργός Εξωτερικών.
Αλλάζοντας «σελίδα» πέρασε στο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της, τον Παύλο Μπακογιάννη και μίλησε για το πώς γνωρίστηκαν και την κοινή ζωή τους.
«Στο Παρίσι η πρώτη μας συνάντηση. Ήρθε να δει τον Μητσοτάκη. Συνεργάζονταν οι δυο τους. Κάποια στιγμή μου λέει ο Μητσοτάκης “Κάνε του παρέα, σε ένα τέταρτο έρχομαι”. Και ο Παύλος μου κολλάει για την Αποστασία και γινόμαστε από δυο χωριά χωριάτες. Ήταν ο πρώτος μας καβγάς. Είπε τον Μητσοτάκη αποστάτη, κατάλαβε ότι τσίμπησα εγώ και μετά σκοτωθήκαμε. Είπα μετά στον Μητσοτάκη “τι τον έφερες αυτόν τον άθλιο τύπο εδώ μέσα;”. Και μετά τον ερωτεύτηκα τρελά. Μένουμε μαζί στο Μόναχο για ένα διάστημα και μετά πέφτει η δικτατορία. Εγώ είχα γυρίσει νωρίτερα γιατί είχαν βάλει τον Μητσοτάκη φυλακή. Ο Μητσοτάκης είχε πει στον Μπακογιάννη να μην με αφήσει να γυρίσω. Δεν με κρατούσε, όμως, ούτε ο Μπακογιάννης, ούτε ο στρατός ολόκληρος.
Έτσι γύρισα πίσω, έπεσε η δικτατορία, γύρισε και ο Παύλος, γυρίσαμε στην Αθήνα και έπρεπε πλέον να παντρευτούμε, γιατί η εποχή δεν επέτρεπε συμβίωση. Και έτσι παντρευτήκαμε.
Δεν με ενδιέφερε το θέμα του γάμου, ήθελα απλώς να ζω με τον Παύλο. Και έτσι γίνεται ο πρώτος μεταδικτατορικός γάμος και έρχονται άνθρωποι από τις φυλακές, από τα νησιά, από τις εξορίες. Ήταν ένας γάμος όπου ήταν αδύνατο να καταλάβεις τι ήταν ο καθένας πολιτικά. Εμένα τότε ο Παύλος μού φαινόταν μεγάλος. Ήμουν 18 και εκείνος 38. Και έλεγα ότι πρέπει να κάνω γρήγορα παιδιά. Ήμαστε και “παιδοοικογένεια” και έτσι κάναμε γρήγορα παιδιά».