Ένας από τους επιδραστικούς ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές του 20ού αιώνα, ο Αμερικανός δρ ‘Ααρον Μπεκ, “πατέρας” της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας, που αποτέλεσε το αντίπαλο δέος στη φροϋδική ψυχανάλυση, πέθανε σε ηλικία 100 ετών στο σπίτι του στη Φιλαδέλφεια.
Το έργο του Μπεκ έφερε μια πραγματική επανάσταση στη διάγνωση και θεραπεία της κατάθλιψης, του άγχους, των φοβιών, των κρίσεων πανικού, της βουλιμίας, του εθισμού σε ουσίες, της αϋπνίας, της ιδεοψυχαναγκαστικής και άλλων ψυχικών διαταραχών, συνεχίζοντας μέχρι σήμερα να ασκεί μεγάλη επιρροή. Η ανακοίνωση του θανάτου του, έγινε από το Ινστιτούτο Μπεκ για τη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος μαζί με την κόρη του δρα Τζούντιθ Μπεκ, σύμφωνα με τους “Τάιμς της Νέας Υόρκης” και τη “Γκάρντιαν“.
Όπως δήλωσε η Μπεκ, “ο πατέρας μου υπήρξε ένα εκπληκτικός άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο να βοηθά τους άλλους, συνεχίζοντας να εργάζεται μέχρι το θάνατο του. Ενέπνευσε μαθητές, γιατρούς και ερευνητές επί αρκετές γενιές με το πάθος και την πρωτοποριακή δουλειά του“.
Ο Μπεκ ανέπτυξε ως νεαρός ψυχίατρος (που προηγουμένως είχε εκπαιδευθεί στη φροϋδική ψυχανάλυση) το πεδίο της γνωστικής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια στη δεκαετία του 1960, ωθώντας τους ασθενείς να εστιάζουν πλέον στις στρεβλώσεις του τρόπου της καθημερινής σκέψης τους, στις αυτόματες αρνητικές σκέψεις τους, παρά στις απωθημένες συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας τους, όπως έκαναν οι φροϋδικοί ψυχαναλυτές. Ο γνωστικός θεραπευτής επιχειρεί έκτοτε να μεταβάλει τον αυτο-μειωτικό εσωτερικό μονόλογο του ασθενούς, με βάση το αντι-φροϋδικό ρητό “υπάρχουν στην επιφάνεια πολλά περισσότερα από αυτά που βλέπει το μάτι”.
Ο Μπεκ ανακάλυψε πειραματικά ότι είναι δυνατό να βελτιωθεί η ψυχική υγεία των ασθενών αν αναγνωρίσουν τα λανθασμένα αυτοματοποιημένα πρότυπα της σκέψης τους (του τύπου “είμαι πάντα μια σκέτη αποτυχία σε ό,τι κάνω” ή “δεν αρέσω σε κανέναν”) και σκεφτούν πλέον με πιο λογικό και θετικό τρόπο, μειώνοντας έτσι το άγχος ή τον φόβο τους. π.χ. για τους άλλους γύρω τους. Μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η κατάθλιψη δεν προκαλείτο από έναν απωθημένο μαζοχισμό, όπως πίστευε ο Φρόιντ, αλλά κυρίως από την χαμηλή αυτοεκτίμηση και τη συνεχή αυτοκριτική.
Το έργο του Μπεκ, μαζί με εκείνο ενός άλλου επιδραστικού ψυχολόγου, του ‘Αλμπερτ Έλις που δούλευε ανεξάρτητα, δημιούργησε τελικά τον κορμό της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας. Ήταν μια πραγματιστική προσέγγιση εστιασμένη στο σήμερα και όχι στο παρελθόν, που δημιούργησε σκεπτικισμό ιδίως στους ψυχοθεραπευτές της παράδοσης του Φρόιντ και του Γιουνγκ, οι οποίοι θεωρούσαν δεδομένη την ανάγκη να “σκαλίσουν” τα βαθύ υποσυνείδητο ή και το ασυνείδητο του ασθενούς, γι’ αυτό αντιμετώπισαν τη θεραπεία του Μπεκ ως επιφανειακή και αναποτελεσματική.
Όμως ο Μπεκ και οι μαθητές του παρουσίασαν δεδομένα που έδειχναν ότι η νέα θεραπεία έφερνε αποτελέσματα, έτσι στην πορεία η μέθοδος τους κέρδισε έδαφος και καθιερώθηκε στην ψυχιατρική και ψυχολογία. Στην αρχή ο Μπεκ ίδρυσε το δικό του επιστημονικό περιοδικό “Cognitive Therapy and Research” για να παρουσιάσει τις μελέτες του, αλλά σταδιακά η νέα θεραπεία έγινε ευρύτερα αποδεκτή διεθνώς ως πιο επιστημονική από την ψυχανάλυση, αν μη τι άλλο επειδή φάνηκε να έχει ταχύτερα και πιο μετρήσιμα αποτελέσματα.
Όπως δήλωσε ο ψυχολόγος Στίβεν Χόλον του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ, “ο δρ Μπεκ πήρε εκατό χρόνια δόγματος, βρήκε ότι αυτό δεν στέκει και εφηύρε στη θέση του κάτι σύντομο, αλλά διαρκές και αποτελεσματικό, στην ουσία σώζοντας την ψυχοθεραπεία από τον εαυτό της“.
Ο Μπεκ αφήνει πίσω του την επί περισσότερα από 70 χρόνια σύζυγο του Φίλις Μπεκ, πρώην ανώτερη δικαστή, τέσσερα παιδιά, δέκα εγγόνια και δέκα δισέγγονα.