Όλες οι εικόνες θα χαθούν.


η γυναίκα, που καθισμένη στις φτέρνες ουρούσε
καταμεσήμερο πίσω από ένα παράπηγμα, για καφενείο χρησίμευε, παραδίπλα στα χαλάσματα, στο
Ιβετό, μετά τον Πόλεμο, σηκώθηκε, ξανάβαλε το
βρακί της όρθια, κατέβασε τη φούστα της και γύρισε στο καφενείο
το δακρυσμένο πρόσωπο της Αλίντα Βάλι, καθώς
χορεύει με τον Ζορζ Ουιλσόν στην ταινία Μια τόσο
μακρινή απουσία
ο άντρας που συνάντησες σ’ ένα πεζοδρόμιο της Πάδοβας, το καλοκαίρι του ’90, τα χέρια του οποίου
ήταν ένα με τους ώμους, σου ’φερε αμέσως στον
νου τη θαλιδομίδη που έδιναν στις εγκύους, τριάντα χρόνια πριν, ως φάρμακο για τις αναγούλες,
και το αστείο που έλεγαν οι άνθρωποι αργότερα:
μια μέλλουσα μητέρα πλέκει μωρουδιακά καταπίνοντας κάθε τρεις και λίγο χάπια θαλιδομίδης – μια

σειρά καλή, ένα χάπι, μια σειρά ανάποδη, ένα χάπι. Μια φίλη πανικόβλητη της λέει, πρόσεχε, δεν
ξέρεις ότι το μωρό σου μπορεί να γεννηθεί χωρίς χέρια; και
η άλλη αποκρίνεται, ναι, το ξέρω, έτσι κι αλλιώς δεν
ξέρω να πλέκω μανίκια
ο Κλοντ Πιεπλί, επικεφαλής συντάγματος λεγεωνάριων, με το ένα χέρι κρατά τη σημαία και με το
άλλο σέρνει μια κατσίκα, σε ταινία των Σαρλό
η αριστοκρατική κυρία, που έπασχε από αλτσχάιμερ και φορούσε μια λουλουδάτη ρόμπα, όπως και
οι άλλες τρόφιμοι του οίκου ευγηρίας, όμως εκείνη, μ’ ένα γαλάζιο σάλι γύρω απ’ τους ώμους, πηγαινορχόταν πάνω κάτω στους διαδρόμους χωρίς
σταματημό, με ύφος υπεροπτικό, σαν τη δούκισσα
του Γκερμάντ στο δάσος της Βουλώνης και σου
’φερνε στον νου τη Σελέστ Αλμπαρέ,
όπως εμφανίστηκε ένα βράδυ στην εκπομπή του Μπερνάρ
Πιβό
σε μια υπαίθρια σκηνή θεάτρου, η γυναίκα που
ήταν κλεισμένη σ’ ένα κουτί το οποίο άντρες είχαν
διαπεράσει με ασημένιες λόγχες – βγήκε ζωντανή
γιατί δεν ήταν παρά ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο
που λεγόταν «Το μαρτύριο μιας γυναίκας»

οι μούμιες με τις κουρελιασμένες δαντέλες που
κρέμονται απ’ τους τοίχους του Convento dei
Cappuccini4
στο Παλέρμο
το πρόσωπο της Σιμόν Σινιορέ στην αφίσα της Τερέζα Ρακέν 5
το παπούτσι πάνω στην περιστρεφόμενη βάση στο
κατάστημα André, οδός ντι Γκρος Ορλόζ στη Ρουέν,
και γύρω της σκρολάρει συνεχώς η ίδια φράση:
«Με μποτάκι Babybotte, το μωρό σας περπατάει
και μεγαλώνει σωστά


ο άγνωστος του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της Ρώμης, πίσω απ’ το μισοκατεβασμένο
στόρι του κουπέ της πρώτης θέσης, αόρατος μέχρι τη μέση, προφίλ, χαϊδευόταν κοιτάζοντας τις
νεαρές επιβάτισσες του τρένου στην απέναντι αποβάθρα, που στέκονταν ακουμπισμένες στην κουπαστή
ο τύπος της κινηματογραφικής διαφήμισης για το
απορρυπαντικό Paic Vaisselle, ο οποίος έσπαγε
χαρωπά τα βρόμικα πιάτα αντί να τα πλένει.

Μια φωνή off έλεγε σοβαρά: «Αυτό δεν είναι λύση!» και
ο τύπος, κοιτάζοντας απελπισμένα τους θεατές,
ρωτούσε: «Μα, ποια είναι η λύση;»

Μέσα από φωτογραφίες και σκόρπιες αναμνήσεις από γεγονότα, λέξεις και πράγματα, η Annie Ernaux μας συμπαρασύρει σε μια περιδιάβαση στη ζωή της, από τα πρώτα χρόνια μετά τον Πόλεμο, μέχρι και σήμερα. Βιβλία, τραγούδια, ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαφημίσεις και πρωτοσέλιδα δεκαετιών, σε αντίστιξη με προσωπικές συγκρούσεις και σημειώσεις. Τοπική διάλεκτος, λέξεις των καιρών, σλόγκαν, μάρκες και ονόματα για τα αντικείμενα που διαρκώς πληθαίνουν, εδώ αποκτούν φωνή. Η Ernaux κάνει το πέρασμα του χρόνου χειροπιαστό. Ο χρόνος ο ίδιος, ανένδοτος, αφηγείται το πέρασμά του, εξορίζοντας τους άλλους αφηγητές στην ανωνυμία. Ένα νέο είδος αυτοβιογραφίας ξεπροβάλλει, υποκειμενικό κι απρόσωπο, ιδιωτικό και συλλογικό ταυτόχρονα.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού με σκουρόχρωμο μπανιερό σε μια παραλία με βότσαλα. Στο βάθος, οι απόκρημνες ακτές. Κάθεται σ’ έναν επίπεδο βράχο, τα σφριγηλά του πόδια είναι τεντωμένα μπροστά, γέρνει πίσω ακουμπώντας στους αγκώνες, έχει τα μάτια κλειστά, το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο, χαμογελάει. Η μια χοντρή καστανή πλεξούδα είναι ριγμένη μπροστά, η άλλη πίσω στην πλάτη. Όλα μαρτυρούν την επιθυμία του κοριτσιού να ποζάρει σαν τις σταρ στο Cinemonde ή τα μοντέλα στη διαφήμιση του αντιηλιακού Ambre Solaire, να ξεφύγει απ’ το ταπεινωτικό και ασήμαντο κοριτσίστικο κορμί του. Οι μηροί, πιο ωχροί, όπως και τα μπράτσα, πάνω ψηλά,δείχνουν το περίγραμμα ενός φουστανιού, μαρτυρώντας έτσι πως, για τούτο το παιδί, οι διακοπές ή ένα απόγεμα στην ακροθαλασσιά είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Η παραλία είναι έρημη. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: Αύγουστος 1949, Σοτβίλ-σιρ-Μερ.
Απόσπασμα από το βιβλίο

Η συγγραφέας εικονοποιεί τον χρόνο, παρουσιάζοντάς τον σαν συνδαιτυμόνα σ’ ένα μακρόσυρτο οικογενειακό τραπέζι, όπου ο στενός και συνεσταλμένος χρόνος της οικογένειας γίνεται τελικά συλλογικός.
Από το επίμετρο του Νίκου Μπακουνάκη

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τα χρόνια είναι μια επανάσταση, όχι μόνο στην τέχνη της αυτοβιογραφίας αλλά και στην τέχνη καθαυτή. Το βιβλίο της Annie Ernaux συνδυάζει αναμνήσεις, όνειρα, γεγονότα και στοχασμούς. Είναι μια μοναδική ανάκληση των χρόνων που ζήσαμε και ζούμε.
John Banville, συγγραφέας

H Annie Ernaux έχει γράψει ένα από τα σημαντικότερα έργα της γαλλικής λογοτεχνίας. Τα χρόνια είναι ένα βιβλίο τόσο δυνατό όσο και σπαρακτικό, τόσο υπαινικτικό όσο και οργισμένο.
Edouard Louis, συγγραφέας

Μια πρωτόγνωρη μορφή αυτοβιογραφικής γραφής.
Frankfurter Allgemeine Zeitung

Μια πολύ σπουδαία Ευρωπαία συγγραφέας.
Τimes Literary Supplement

Photo cover:pixabay.com/Mystic Art Design

Διαβάστε επίσης: