Μια μέρα όταν η Μαριάν ήταν πέντε και ζούσαμε σε ένα μικρό διαμέρισμα στη Βαλτιμόρη επέστρεψε στο σπίτι από το σχολείο κλαίγοντας. Κάποιο παιδάκι δεν την είχε καλέσει στα γενέθλιά του και είχε πληγωθεί.
Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο και δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα στα μάγουλά της. Δεν είχα ιδέα πώς να είμαι συναισθηματικά παρούσα για εκείνη. Δεν ήξερα πώς να την αφήσω να νιώσει τα συναισθήματά της. Εκείνο τον καιρό απλώς αρνούμουν το παρελθόν μου. Δεν μιλούσα ποτέ για το Άουσβιτς. Ούτε τα ίδια μου τα παιδιά δεν γνώριζαν πως ήμουν επιζώσα μέχρι τη στιγμή που η Μαριάν, μαθήτρια γυμνασίου πια, βρήκε ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα. Έδειξε στον πατέρα της τις εικόνες των λιπόσαρκων, αποστεωμένων ανθρώπων του Άουσβιτς ρωτώντας ποια ήταν αυτή η φοβερή καταστροφή που έκανε τους ανθρώπους να πεθαίνουν πίσω από συρματοπλέγματα. Η καρδιά μου ράγισε όταν άκουσα τον πατέρα της να της ομολογεί πως ήμουν κι εγώ φυλακισμένη εκεί. Κρύφτηκα στο μπάνιο, μην ξέροντας πώς να κοιτάξω την κόρη μου στα μάτια.
Όταν η Μαριάν επέστρεψε κλαμένη στο σπίτι από το νηπιαγωγείο, η στεναχώρια της μου προκάλεσε θλίψη και δυσφορία. Έτσι την πήρα από το χέρι, την οδήγησα στην κουζίνα και της έφτιαξα μιλκσέικ σοκολάτα. Της έβαλα κι ένα μεγάλο κομμάτι ουγγρικού κέικ με επτά στρώσεις σοκολάτας. Αυτή ήταν η θεραπεία μου ‒ φάτε κάτι γλυκό. Αντιμετωπίστε τη δυσκολία σας τρώγοντας. Το φαγητό ήταν η απάντησή μου σε όλα.
Δεν το ήξερα τότε, αλλά στερώντας τις δυσκολίες από τη ζωή των παιδιών μας τα καθηλώνουμε. Τους διδάσκουμε ότι τα συναισθήματα είναι λανθασμένα ή τρομακτικά. Αλλά το συναίσθημα είναι απλώς συναίσθημα. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Υπάρχει μόνο το συναίσθημά μου και το συναίσθημα του άλλου. Είναι σοφότερο να μη χρησιμοποιούμε λογικά επιχειρήματα για να κάνουμε τους άλλους να ξεχάσουν το συναίσθημά τους ή να προσπαθούμε να τους φτιάξουμε το κέφι. Είναι καλύτερα να αφήσουμε τα συναισθήματά τους να τους κρατήσουν συντροφιά, να τους προτρέψουμε λέγοντας «Πες μου κι άλλα». Μη λέτε στα παιδιά σας αυτό που συνήθιζα να τους λέω εγώ όταν ήταν αναστατωμένα επειδή κάποιος τα πείραζε ή τα αγνοούσε στο σχολείο: «Ξέρω ακριβώς πώς νιώθεις». Ψέματα. Δεν μπορείτε ποτέ να ξέρετε πώς αισθάνεται κάποιος άλλος. Δεν είστε στη θέση του. Μη θεωρείτε πως η εσωτερική ζωή των άλλων είναι δική σας για να είστε συμπονετικοί και υποστηρικτικοί. Αυτό είναι ακόμη ένας τρόπος να κλέψετε την εμπειρία του άλλου και να την οικειοποιηθείτε, κρατώντας τον καθηλωμένο.
Υπενθυμίζω συχνά στους ασθενείς μου ότι το αντίθετο της κατάθλιψης είναι η έκφραση.
Ό,τι βγαίνει από μέσα σας δεν σας αρρωσταίνει. Ό,τι μένει μέσα σας σας αρρωσταίνει.
Φυσικά, πολλοί παράγοντες επηρεάζουν το αν θα παραμείνουμε υγιείς ή θα νοσήσουμε από κάτι ‒ και προκαλούμε μεγάλη ζημιά στον εαυτό μας αν θεωρούμε ότι φταίμε για την ασθένεια ή τον τραυματισμό μας. Παρ’ όλα αυτά, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι τα συναισθήματα που δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να τα εκφράσει ή να τα απελευθερώσει στοιβάζονται μέσα μας ‒ και ό,τι μένει μέσα μας επηρεάζει τις χημικές ισορροπίες του σώματός μας και απελευθερώνεται στα κύτταρα και στο νευρικό μας κύκλωμα. Στην Ουγγαρία λέμε «Μην εισπνέεις τον θυμό σου γιατί θα μπει βαθιά στο στήθος σου». Είναι επώδυνο να γαντζώνεστε από τα αισθήματά σας και να τα κρατάτε κλειδωμένα μέσα σας.
Η προσπάθεια να προστατεύσουμε τους άλλους ή τον εαυτό μας από τα συναισθήματά μας δεν λειτουργεί μακροπρόθεσμα. Όμως, πολλοί από μας εκπαιδεύονται από νεαρή ηλικία ώστε να απορρίπτουν τις εσωτερικές τους αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, να εγκαταλείπουν τον γνήσιο εαυτό τους.
Πολλοί από μας έχουν τη συνήθεια να αντιδρούν αντί να ανταποκρίνονται σε όσα συμβαίνουν. Μαθαίνουμε να κρυβόμαστε από τα συναισθήματά μας, να τα καταπιέζουμε, να τα συγκαλύπτουμε με φάρμακα, να τους διαφεύγουμε.
Στο Άουσβιτς δεν υπήρχαν ηρεμηστικά
Νωρίς ένα πρωί μού τηλεφώνησε ένας ασθενής μου, ένας γιατρός εθισμένος στα συνταγογραφούμενα φάρμακα. «Δρ Έγκερ», είπε, «χτες συνειδητοποίησα ότι στο Άουσβιτς δεν υπήρχαν ηρεμιστικά». Μου πήρε λιγάκι να καταλάβω τι ήθελε να πει. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αλόγιστη κατανάλωση φαρμάκων (πράγμα που έκανε εκείνος) και στη χορήγηση των απαραίτητων φαρμάκων που σώζουν ζωές. Όμως, εκείνος έκανε μια σημαντική επισήμανση. Αναζητούσε έξω από τον εαυτό του τρόπους για να διαφύγει από τα συναισθήματά του και είχε αποκτήσει εξάρτηση από τα ηρεμιστικά.
Στο Άουσβιτς δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής. Δεν μπορούσαμε να μουδιάσουμε το μυαλό μας, να απαλύνουμε τα συναισθήματά μας, να αποτραβηχτούμε για λίγο και να ξεχάσουμε την πραγματικότητα των βασανιστηρίων, της πείνας και του επικείμενου θανάτου. Έπρεπε να μάθουμε να παρατηρούμε τον εαυτό μας και τη συνθήκη που μας περιέβαλε όσο το δυνατόν καλύτερα. Έπρεπε απλώς να μάθουμε να υπάρχουμε.
Ωστόσο, δεν θυμάμαι ποτέ να κλαίω στο στρατόπεδο. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν η επιβίωσή μου. Τα συναισθήματα με επισκέφτηκαν αργότερα. Όμως, ακόμη και όταν εμφανίστηκαν, για πολλά χρόνια κατάφερνα να τα αποφεύγω, συνέχιζα να τρέχω μακριά τους.
Όμως, δεν μπορείς να θεραπεύσεις κάτι που δεν το νιώθεις.
Πάνω από τριάντα χρόνια μετά τον πόλεμο, στο πλαίσιο της δουλειάς μου ως ειδικής στη θεραπεία τραύματος για τον στρατό των ΗΠΑ, μου ζήτησαν να συμμετάσχω σε μια συμβουλευτική επιτροπή για αιχμαλώτους πολέμου. Κάθε φορά που ταξίδευα στη Ουάσινγκτον για τις συνεδριάσεις της επιτροπής, όλο και κάποιος θα με ρωτούσε εάν είχα επισκεφτεί το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Είχα ήδη επισκεφτεί το Άουσβιτς, είχα βρεθεί στα ίδια ακριβώς χώματα όπου με χώρισαν από τους γονείς μου, κάτω από τον ουρανό που είχε δεχτεί τα σώματά τους, όταν αυτά έγιναν καπνός. Γιατί να πάω σε ένα μουσείο για το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Τα γνωρίζω όλα από πρώτο χέρι, σκεφτόμουν. Συμμετείχα στην επιτροπή έξι χρόνια. Και τα έξι αυτά χρόνια απέφευγα να πατήσω το πόδι μου στο μουσείο. Ένα πρωί καθόμουν στο μαονένιο τραπέζι της αίθουσας συνεδριάσεων, με μια πλακέτα μπροστά μου που είχε χαραγμένο το όνομά μου. Και αισθάνθηκα ότι όλα αυτά έγιναν κάποτε. Πλέον βρισκόμουν στο τώρα. Είμαι η δρ Έγκερ. Και κατάφερα να βγω ζωντανή από εκεί μέσα.
Όσο απέφευγα το μουσείο, όσο έπειθα τον εαυτό μου ότι είχα ξεπεράσει το παρελθόν και δεν υπήρχε κανένας λόγος να το αντιμετωπίσω ξανά, ένα κομμάτι μου παρέμενε κολλημένο σε αυτό ακριβώς το παρελθόν. Ένα κομμάτι μου παρέμενε φυλακισμένο.
Έτσι μάζεψα όλο μου το κουράγιο και επισκέφτηκα το μουσείο. Η εμπειρία ήταν τόσο βασανιστική όσο φοβόμουν. Όταν βρέθηκα μπροστά στις φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί τον Μάιο του 1944 στην αποβάθρα άφιξης του Άουσβιτς, ένιωσα να κατακλύζομαι τόσο από το συναίσθημα που δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Συνέχισα και έφτασα μπροστά στο βαγόνι. Ήταν αντίγραφο ενός παλιού γερμανικού βαγονιού που χρησίμευε για τη μεταφορά ζώων. Οι επισκέπτες μπορούσαν να μπουν μέσα για να καταλάβουν πόσο σκοτεινό και στενάχωρο ήταν. Για να νιώσουν πώς ήταν να στοιβάζεται κανείς τόσο που αναγκαζόταν να κάθεται πάνω από άλλους ανθρώπους. Να φανταστούν πώς ήταν να μοιράζονται έναν κουβά νερό και έναν κουβά για τις ακαθαρσίες τους. Να φανταστούν πώς είναι να βρίσκεσαι κλεισμένος εκεί μέσα μέρα νύχτα χωρίς καμία στάση, με μόνη τροφή ένα μπαγιάτικο καρβέλι ψωμί που το μοιραζόσουν με οκτώ ή δέκα άλλους κρατουμένους. Στεκόμουν έξω από το βαγόνι παραλυμένη. Παγωμένη. Οι άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί γύρω μου περίμεναν υπομονετικά, με σεβασμό να μπω. Για αρκετή ώρα δυσκολευόμουν να το κάνω.
Χρειάστηκε να επιστρατεύσω κάθε ίχνος δύναμης που βρήκα μέσα μου για να μπορέσω να κάνω το πρώτο βήμα και στη συνέχεια το δεύτερο και τελικά να περάσω μέσα από τη στενή πόρτα.
Όταν τελικά βρέθηκα μέσα στο βαγόνι, με διαπέρασε ένα κύμα τρόμου και αισθάνθηκα ότι θα κάνω εμετό. Κουλουριάστηκα στο πάτωμα και ξανάζησα τις τελευταίες στιγμές που είδα τους γονείς μου ζωντανούς. Τον αδυσώπητο ήχο των τροχών καθώς κυλούσαν στις ράγες. Όταν ήμουν δεκαέξι, δεν ήξερα ότι πηγαίναμε στο Άουσβιτς. Δεν ήξερα ότι σύντομα οι γονείς μου θα πέθαιναν. Έπρεπε να επιβιώσω μέσα στην ταλαιπωρία και στην αβεβαιότητα. Αλλά με έναν παράξενο τρόπο αυτό ήταν πιο εύκολο από το να το αναβιώνω εκείνη τη στιγμή. Αυτή τη φορά έπρεπε να το νιώσω. Αυτή τη φορά έκλαψα. Έχασα την αίσθηση του χρόνου καθισμένη στο σκοτάδι, παρέα με τον πόνο μου, χωρίς να δίνω σημασία στους άλλους επισκέπτες που έμπαιναν, μοιράζονταν το σκοτάδι μαζί μου και έφευγαν. Κάθισα εκεί μία ώρα, ίσως δύο.
Όταν τελικά βγήκα, ένιωθα άλλος άνθρωπος. Λίγο πιο ελαφριά. Άδεια. Όλο το πένθος και ο φόβος είχαν φύγει από μέσα μου. Κάθε σβάστικα σε κάθε φωτογραφία, κάθε σκληρό βλέμμα κάθε αξιωματικού των Ες Ες που φύλαγε σκοπιά με συντάρασσαν. Αλλά επέτρεψα στον εαυτό μου να επισκεφτεί ξανά το παρελθόν και να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα που απέφευγε τόσα χρόνια.
Τα συναισθήματα είναι απλώς συναισθήματα – Δεν καθορίζουν ποιοι είστε
Υπάρχουν πολλοί βάσιμοι λόγοι για να αποφεύγει κανείς τα συναισθήματά του: Μας κάνουν να νιώθουμε άβολα, ή πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να τα νιώθουμε, ή φοβόμαστε ότι μπορεί να πληγώσουν τους γύρω μας, ή φοβόμαστε τι μπορεί να σημαίνουν. Τι μπορεί να μας αποκαλύψουν για τις επιλογές που κάνουμε ή για όσες πρόκειται να κάνουμε στο μέλλον.
Όσο, όμως, αποφεύγουμε τα συναισθήματά μας αρνούμαστε την πραγματικότητα. Αν προσπαθήσετε να αποκλείσετε κάτι λέγοντας «Δεν θέλω να το σκέφτομαι», σας εγγυώμαι ότι θα το σκεφτείτε. Δεχτείτε, λοιπόν το συναίσθημα, αφήστε το να σας κατακλύσει, να σας κρατήσει συντροφιά. Και στη συνέχεια αποφασίστε πόσο θα το κρατήσετε. Επειδή ακριβώς δεν είστε ένα ευάλωτο, αδύναμο πλάσμα, καλό είναι να αντιμετωπίζετε την πραγματικότητα κατάματα. Να σταματήσετε να την καταπολεμάτε και να κρύβεστε. Να θυμάστε ότι τα συναισθήματα είναι απλώς συναισθήματα ‒ Δεν καθορίζουν ποιοι είστε.
Όταν αναπτύσσουμε τη συνήθεια να απαρνούμαστε τα συναισθήματά μας, είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίσουμε όσα νιώθουμε, πόσο μάλλον να τα αντιμετωπίσουμε, να τα εκφράσουμε και, τελικά, να τα αφήσουμε πίσω μας. Ένας τρόπος για να μείνει κανείς εγκλωβισμένος στο παρελθόν είναι να συγχέει τις σκέψεις με τα συναισθήματά του. Μου προκαλεί κατάπληξη που ακούω τόσο συχνά ανθρώπους να μου λένε πράγματα όπως: «Νιώθω πώς πρέπει να πάω στο κέντρο σήμερα. Έχω κάτι δουλίτσες να κάνω» ή «Νιώθω πως οι αντάγειες θα σου φώτιζαν πολύ το βλέμμα». Αυτά δεν είναι συναισθήματα! Είναι σκέψεις. Ιδέες. Σχέδια. Τα συναισθήματα είναι ενέργεια. Δεν μπορούμε να διαφύγουμε από τα συναισθήματά μας. Μπορούμε μόνο να τα αφήσουμε να μας διαπεράσουν. Πρέπει να μείνουμε κοντά τους. Απαιτεί πολύ θάρρος απλώς να υπάρχει κανείς. Χωρίς να πρέπει να κάνει κάτι για να πετύχει το οτιδήποτε. Απλώς να υπάρχει.
Τα κλειδιά για να απελευθερωθείτε από την αποφυγή
- Νιώστε για να γιατρευτείτε. Αναπτύξτε ένα σύστημα καθημερινού ελέγχου των συναισθημάτων σας. Διαλέξτε μια ουδέτερη ώρα. Για παράδειγμα, όταν κάθεστε να φάτε, όταν περιμένετε στην ουρά για το ταμείο στο σουπερμάρκετ ή όταν βουρτσίζετε τα δόντια σας. Πάρτε μερικές βαθιές ανάσες και αναρωτηθείτε: «Τι νιώθω αυτή τη στιγμή;». Προσπαθήστε να εντοπίσετε αν έχετε οποιαδήποτε ένταση στο σώμα σας. Δείτε αν μπορείτε να αναγνωρίσετε ένα συναίσθημά σας και κατονομάστε το, χωρίς να το επικρίνετε ή να προσπαθείτε να το αλλάξετε.
- Όλα είναι προσωρινά. Όταν η παρατήρηση των συναισθημάτων σας σε ουδέτερο χρόνο σας γίνει αυτόματη συνήθεια, προσπαθήστε να συντονιστείτε με τα αισθήματά σας όταν σας κυριεύει ένα έντονο συναίσθημα, είτε θετικό είτε αρνητικό. Αν μπορείτε, απομακρυνθείτε από την κατάσταση ή την αλληλεπίδραση που σας προκαλεί το αίσθημα χαράς, θλίψης, πόνου κ.ο.κ. Καθίστε ήρεμα για μια στιγμή και αναπνεύστε. Μπορεί να σας βοηθήσει να κλείσετε τα μάτια ή να ακουμπήσετε τα χέρια σας στα πόδια ή στην κοιλιά σας. Αρχικά, κατονομάστε το συναίσθημά σας. Στη συνέχεια, δείτε αν μπορείτε να εντοπίσετε την αίσθηση στο σώμα σας. Νιώστε περιέργεια γι’ αυτό. Είναι ζεστό ή κρύο; Χαλαρό ή σφιχτό; Καίει, πονάει, πάλλεται; Τέλος, παρατηρήστε εάν και κατά πόσο το αίσθημα αυτό αλλάζει ή εξαφανίζεται.
- Το αντίθετο της κατάθλιψης είναι η έκφραση. Σκεφτείτε μια πρόσφατη συνομιλία που είχατε με έναν φίλο, τον σύντροφό σας, έναν συνάδελφο, ένα μέλος της οικογένειάς σας, όπου αποφύγατε να πείτε τι αισθανόσασταν. Δεν είναι αργά για να αναλάβετε την ευθύνη των αισθημάτων σας και να εκφράσετε την αλήθεια σας. Πείτε στον συνομιλητή σας ότι σκεφτήκατε τη συζήτηση που είχατε και ότι θα θέλατε να τη συνεχίσετε. Κανονίστε να βρεθείτε σε μια βολική ώρα για να μιλήσετε και πείτε κάτι όπως «Ξέρεις, δεν μπορούσα να βρω τον τρόπο να εκφραστώ εκείνη τη στιγμή, αλλά πλέον έχω καταλάβει τι αισθανόμουν».
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο η Ελευθερία είναι επιλογή
Υ.Γ. Η φυλακή της ενοχής και της ντροπής
Photo cover:pixabay.com/agnesliinnea
Διαβάστε επίσης: