Οἱ Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτοῦ να κοιμηθοῦν,
βρίσκουν στην πλώρη μία γωνιά ποὺ δεν πηγαίνουν ἄλλοι
κι ὥρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρς σ᾿ ἕνα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ὡς τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οἱ ὠχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οἱ Κούληδες με τὴ βαριά ὠχροκίτρινη μορφή
βαστᾶν σκυφτο ταγόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οἱ Ἀράπηδες σιγοκουνᾶν το σῶμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ἐνάντια τοῦ θανάτου.
Οἱ Εὐρωπαῖοι τὰ χέρια τους κρατώντας ἀνοιχτά,
ἐκστατικὰ προσεύχονται γεμάτοι ἀπό ἱκεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ᾠδές μουρμουριστά,
που ἐμάθαν ὅταν πήγαιναν μικροί στην ἐκκλησία.
Και οἱ Ἕλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
ἀπό συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι ἀρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ἡμῶν…»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Νίκος Καββαδίας, από τη συλλογή “Μαραμπού”
Photo cover:pixabay.com/thebesteverwasme