Γεννήθηκα το 1943 στο Μεταξουργείο, σε μια αυλή που ζούσανε τρεις οικογένειες,άρρωστες και οι τρεις από την ασθένεια της Κατοχής, τη φυματίωση. Ζούσαμε σε ένα δωμάτιο τέσσερα επί τέσσερα. Δεν είχαμε ανέσεις.
Η μητέρα μου ήταν άρρωστη από φυματίωση, θα ήταν 16 ετών όταν με είχε. Σήμερα μου λέει ότι από μικρή φαινόμουν ότι θα γίνω ξενυχτού. Όλη μέρα κοιμόμουν και όλη νύχτα ήμουν ξύπνια.Τι να κάνει και η γυναίκα… Όλη μέρα έπλενε και όλη νύχτα αναγκαζόταν να με γυρνάει στην αυλή για να μην ενοχλώ και τους άλλους.
Οι γονείς μου αγόρασαν με χίλιες δυο στερήσεις ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου,στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω. Χτίσαμε ένα δωμάτιο με κεραμίδια. Ο πατέρας μου δούλευε στη Λαχαναγορά, κι έτρεφε τρία παιδιά, τη γιαγιά, και τη μάνα μου. Μια μέρα, ένας θείος μου με πήγε μαζί με μια ξαδέρφη μου στα ταλέντα του Οικονομίδη να τραγουδήσουμε, έτσι για πλάκα. Μόλις κατεβήκαμε κάτω, ήταν εκεί ένας από το Θέατρο Διάνα και μας ζήτησε να πάμε να τραγουδήσουμε. Ο πατέρας μου αντέδρασε, κι έτσι δεν πήγα. Μετά από μερικά χρόνια αρρώστησε από την καρδιά του και λέει στη μητέρα μου η ξαδέρφη μου Έφη Λίντα, που τραγουδούσε τότε στην ”Τριάνα” του Χειλά, με τη Δούκισσα και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση: ”Άφησέ την. Θα παίρνει και 150 δραχμές την ημέρα.” Από εκεί που δεν είχαμε μία,150 δραχμές ήταν πολλά λεφτά.
Ανέβηκα στην ”Τριάνα”, ανήμερα το Πάσχα του ’62. Η Δούκισσα με βοήθησε πολύ. Και ο Γρηγόρης. Με πηγαινοέφερνε στο σπίτι μου. Με βοήθησε ο Γιάννης Καραμπεσίνης. Μου έβαζε δίσκους να δω πώς τραγουδάνε. Μου έκανε πρόβες.Με βοήθησε και ο Ζαμπέτας. Με προστάτευε με συμβουλές, μου είχε ξεχωριστή αγάπη, ήξερε τους γονείς μου πολύ καλά. Οι οικογένειές μας ήταν πολύ δεμένες.
Μου έδωσαν τραγούδια ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Άκης Πάνου, ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες. Προσπαθούσα να μπαίνω στο πετσί του συνθέτη, να καταλάβω τι σκεφτόταν την ώρα που έγραφε το τραγούδι. Πώς το νιώθει εκείνος.
Φρόντιζα πάντα να σέβομαι τον εαυτό μου και τον κοινό. Τραγούδησα τραγούδια με κοινωνικό στίχο που μίλησε στην ψυχή του Έλληνα. Είπα ”Τα τρένα που φύγαν αγάπες μού πήρανε”, των Βαγγέλη Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου όταν ήκμαζε η μετανάστευση. Τραγούδησα το ”Προσκύνημα”του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το ”Νυν και αεί” και ”Ο Σαμ, ο Τζώννυ και ο Ιβάν” του Νίκου Γκάτσουσε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, στην έξαρση της μεταπολίτευσης. Είπα στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου ”Κοντά στα ξημερώματα και πριν να βγει ο ήλιος’, είπα τον ”Αλήτη” του Γιώργου Ζαμπέτα που όποιος τον αναλύσει θα δει τι λέει.
”Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ,
Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ,δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ,
Κάτω από τη μαρκίζα,
Πέρα από τη θάλασσα,πέρα από τα δάση,
Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε,
Θα κλείσω τα μάτιαθ’ απλώσεις τα χέρια,
Ασφαλώς και δεν πρέπεινα μας δούνε παρέα,
Ένα αστέρι πέφτει πέφτει το κοιτώ στον ουρανό,
Χάθηκε το φεγγάρι,
Ναύτης βγήκε στη στεριάγια περιπολία,
Άνθρωποι μονάχοι σαν ξερόκλαδα σπασμένα,
Έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις,
Επεμβαίνεις, επεμβαίνεις,επεμβαίνεις,
Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω.”
Δούλεψα πολύ για να κάνω όλα αυτά. Θα μπορούσα να έχω κερδίσει πολλά χρήματα λέγοντας σουξεδάκια. Ήθελα να κερδίσω κάπου αλλού. Το κέρδος μου θα είναι ο σεβασμός από τους νεότερους τραγουδιστές,και τα τραγούδια μου. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι τραγούδια που να αντέχουν στο χρόνο.Είναι πολιτισμός το τραγούδι, δεν είναι λεφτά.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους δημιουργούς που μου εμπιστεύτηκαν τα τραγούδια τους, και θέλω να πω ένα ευχαριστώ στους δημοσιογράφους.Μου στάθηκαν πολύ. Με αγάπησαν. Τώρα αν βρέθηκαν και κάποιοι να με ειρωνευτούν σε κάποια πράγματα που υποστήριζα για τη θρησκεία, δε λέει τίποτα.
Βίκυ Μοσχολιού
Πηγές:
mousiki – periodiko. grΑπόσπασμα από συνέντευξη στον Γιώργο Π. Τσάμπρα
Απόσπασμα από συνέντευξη
στη Γιώτα Γεωργουλέα