Ένα δύο φορές το χρόνο ανεβαίνω στην Ακρόπολη να ξεναγήσω τους μαθητές μου. Όλοι τους είναι φύραμα γόνιμο. Φοιτητές του Αθήνησι, δάσκαλοι μετεκπαιδευόμενοι στο Μαράσλειο και μάχιμοι εκπαιδευτικοί των ΠΕΚ, φυσικοί, μαθηματικοί, βιολόγοι, χημικοί, φιλόλογοι.
Καθώς ανηφορίζουμε Κυριακή πρωί στο Ιερό, είμαστε η Συνοδεία του Διονύσου, που λέει ο ποιητής. Το μεσημέρι πίνουμε το καφεδάκι μας στο Λουμπαρδιάρη Και Καπνίζουμε και ένα «θανατερό».
Η περιήγηση μας επάνω στο Βράχο δε μοιάζει τόσο σπουδή αρχαιολογική. Περισσότερο είναι μια περιδιάβαση στοχασμού και άσκηση οδύνης. Γίνεται μια πορεία από το ανθρακικό ασβέστιο στο θειϊκό ασβέστιο με όχημα την όξινη βροχή. Καταπώς ορίζει πια η αρειμάνια τεχνολογία μας.
Η ορειβασία αρχίζει από τα μαύρα ρούχα και τα δάκρυα του Ηρώδη του Αττικού για τον πρόωρο χαμό της τρυφερής Ρήγιλλας και το Ωδείο που της έκαμε δώρο.
Προχωρούμε στο μάτι της Ακρόπολης με την ενοχλητική του τσίμπλα, το βάθρο δηλαδή του στρατηγού Αγρίππα που κάποτε ήταν για τους τοτεσινούς έλληνες ό,τι είναι για τους σημερινούς το άγαλμα Τρούμαν μπροστά στο Ωδείο Αθηνών.
Μιλάμε γα τους κίονες του Παρθενώνα και των Προπυλαίων, καθώς και για τις Καρυάτιδες, στην προσπάθεια να φανερωθεί ότι η Ακρόπολη είναι εργολαβία ιωνική, σύλληψη όμως και καταλαμπή Δωριέων.
Φιλοσοφούμε ύστερα πάνω στον αισθητικό λόγο της «κλασικής ευθείας» σε αντίθεση προς τις βυζαντινές «κυρτή και κοίλη» και φιλοκαλούμε με τις γεωμετρικές καμπύλες των παραλλήλων που μελέτησε ο μαθηματικός Καραθεοδωρής.
Λέμε και άλλα πολλά ή λίγα, η σημασία τους κρέμεται από τον τρόπο όπου θέλει τινας να τα θεωρήσει, καθώς έλεγε ο Σολωμός για τις μάχες του Βοναπάρτη. Έτσι παρατηρούμε λ.χ. τη Λαπιθίδα και τον τορνευτό μηρό της που ταράζει το αίμα του Κενταύρου και τελειώνουμε στο ναό του Μοσχοφόρου και την Κόρη του Ευθυδίκου που την είδε κάποτε ο Ελύτης να κλαίει.
Είναι σεμνή η πομπή μας. Μόνο που σε μια στιγμή, ωσάν φθάνουμε κάτου από τη γαλανή σημαία μας, αρχίζω να τινάζω κατά τη θάλασσα και τα όρη της Αττικής τις βεγγαλικές βλαστήμιες μου. Γιατί εκεί είναι που διαβάζουμε την επιγραφή για το Σάντα και το Γλέζο στην τοιχισμένη πλακέτα.
Λέω τοιχισμένη για να θυμίσω εκείνον τον τουρκόπαπα, τον καταδότη με τους μουτακερέδες, που τον έπιασε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και τον έχτισε ζωντανό στον τοίχο μαζί με τις άλλες πέτρες και τον ασβέστη.
Και βέβαια τίμιε αναγνώστη, που ο Σάντας και ο Γλέζος είναι ήρωες. Γιατί κατέβασαν και ταπείνωσαν τη σημαία των ναζί. Πράξη που δεν είναι μόνο παληκαριά, αλλά κλείνει μέσα της φαντασία ποίησης και υποβολή συμβόλου. Οι Σάντας και Γλέζος αξίζουν να δοξάζουνται στα εστεμμένα ηρώα της μνήμης του έθνους.
Έλα όμως σε φόβο ανθρώπου και γνώση θεού και ειπέ μου: τι λογής προβατοκέφαλοι Υβριστές ήσαν εκείνοι που είχαν την ιδέα να πάνε να κρεμάσουν ετούτη την πλακέτα στην Ακρόπολη; Όσο η ίδια η πράξη από τους δράστες υπήρξε στιβαρή, τόσο ο επικαταλογισμός της από τους θαυμαστές στέκεται χυδαίος και λοιδωρία τόπου.
Ακρόπολη είναι αυτή, ελληνάδες μου! Δεν είναι το Ηραίον τείχος, ούτε η Αγορά των αργείων, ούτε το θέατρο της Περγάμου. Εδώ έρχονται ολοχρονίς και ασταμάτητα σκύθες και βουσμάνοι, ιάπωνες και γροιλανδοί, ν’ ανεβούνε και να γονατίσουν. Ωσάν το Ρενάν και την προσευχή του.
Η Ακρόπολη είναι το πνευματικό Κορακαρούμ και το Έβερεστ του Πλανήτη μας. Όσοι έχουν αίσθηση και συναίσθηση και εναίσθηση του τι σημαίνει ν’ ανεβείς εδώ, αυτοί γνωρίζουν πως χρειάζεται να σπαταλήσουν τόση δύναμη ύπαρξης, όσο αντοχή οργανισμού σπατάλησαν οι μετρημένοι ορειβάτες που ανέβηκαν στο Έβερεστ και στο Κορακαρούμ.
Γιατί εδώ, μέσα στη λευκή πέτρα έπηξε η μουσική του κόσμου. Εδώ η γνώση, το μέτρο, η τάξη και ο αγώνας του ανθρώπου ελάβανε το χρίσμα εκείνων των νόμων που υψώνουν τη φύση σε κόσμημα και κόσμο.
Στην Ακρόπολη για μία μόνο φορά ο άνθρωπος και η πράξη του έσωσαν να πηδήξουν από το είδωλο στο παράδειγμα, από το παράδειγμα στο αρχέτυπο, και από το αρχέτυπο στο φυτούργημα. Στο αχνάρι ετούτο τυπώθηκε η σταθερή και ανώλεθρη οδηγία ζωής για όλες τις ερχόμενες φυλές και κάθε μελλοντικό πολιτισμό.
Και από την άλλη μεριά δεν είναι μόνοι οι Σάντας και Γλέζος που ευδοκίμησαν απάνου στην Ακρόπολη. Είναι και άλλοι ήρωες και μάλιστα πολύ ηρωότεροι, εάν η ανδρεία έχει αναβαθμούς.
Εδώ, στον ξύλινο Κουλέ, εκρεουργήθηκε ο πρώτος αθλητής Οδυσσέας Ανδρούτσος. Έπεσε όρθιος ο κακοήθης αλλά μεγαλόψυχος Γκούρας. Και καταπλακώθηκε μέσα στο Ερεχθείο η νεαρή του χήρα. Εκείνη η ασημόβεργα, η φιλντισοκοκαλένια που τη φώναζαν Νταλιάνα.
Αποσπάσματα από το ανέκδοτο βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη «ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ»
Photo cover:pixabay.com/Charles Thonney