Τρεις διαφορετικές μέθοδοι για να καταπολεμήσεις τη σφοδρότητα μιας ορμής.
1η Μέθοδος
Μπορούμε να κάνουμε νόμο μας μια αυστηρή και ακριβή τάξη με το να χορτάσουμε τις ορέξεις της. Τις υποβάλλουμε έτσι σε ένα κανόνα, περιορίζουμε την παλίρροια και την άμπωτή τους σε σταθερά χρονικά όρια, για να κερδίσουμε στο μεταξύ το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν μας ενοχλούν πια. Ξεκινώντας από δω, θα μπορέσουμε ίσως να περάσουμε στην πρώτη μέθοδο.
2η Μέθοδος
Υπάρχει μια διανοητική μέθοδος που συνίσταται στο να συνδέσουμε με την ιδέα της ικανοποίησης μια οδυνηρή σκέψη κι αυτό με τόση ένταση που με λίγη εξάσκηση η ιδέα της ικανοποίησης γίνεται κάθε φορά κι αυτή η ίδια οδυνηρή. (Για παράδειγμα, όταν ο χριστιανός στη διάρκεια της σεξουαλικής απόλαυσης, συνηθίζει να σκέφτεται την παρουσία και τον χλευασμό του διαβόλου, ή την αιώνια κόλαση για ένα έγκλημα που έγινε από εκδίκηση, ή ακόμη την περιφρόνηση που ζωγραφίζεται στο βλέμμα των ανθρώπων που εκτιμά περισσότερο, αν διαπράξει μια κλοπή.
3η Μέθοδος
Επιχειρούν μια μετατόπιση των συσσωρευμένων δυνάμεων αναλαμβάνοντας μια οποιαδήποτε δύσκολη και κοπιαστική εργασία, ή μάλλον υποτασσόμενοι σκόπιμα σε καινούριες απολαύσεις και σε καινούρια θέλγητρα, για να κατευθύνουν έτσι σε νέους δρόμους, τις σκέψεις και το παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων. Το ίδιο συμβαίνει όταν ευνοούν προσωρινά ένα άλλο ένστικτο, δίνοντάς του πολυάριθμες ευκαιρίες να ικανοποιηθεί, για να το κάνουν έτσι να σπαταλήσει αυτή τη δύναμη που θα κυριαρχούσε σε άλλη περίπτωση, το ένστικτο που ενοχλεί με τη βιαιότητά του και που θέλουν να αναγεννήσουν. Αυτός ή ο άλλος θα ξέρει ίσως επίσης να συγκροτήσει το πάθος που θα ήθελε να εξουσιάζει, δίνοντας σε όλα τα άλλα ένστικτα που γνωρίζει μια ενθάρρυνση και μια προσωρινή ελευθερία για να καταβροχθίσουν την τροφή που θα ήθελε ο τύραννος να μονοπωλήσει.
Άρα: το να αποφεύγουμε τις ευκαιρίες, το να εμφυτεύουμε τον κανόνα μέσα στο ένστικτο, το να δημιουργούμε τον κορεσμό και την αηδία του ενστίκτου, το να εγκαθιστούμε τον συνειρμό μιας μαρτυρικής ιδέας (όπως της ντροπής, των κακών συνηθειών ή της προσβλητικής περηφάνιας), στη συνέχεια η μετατόπιση των δυνάμεων και τέλος η γενική εξασθένιση και εξάντληση – αυτές είναι οι έξι μέθοδοι.
Αλλά η θέληση να καταπολεμήσουμε τη βία ενός ενστίκτου εξαρτάται από παράγοντες που είναι πέρα από τη δύναμή μας, το ίδιο και η μέθοδος που υιοθετούμε και η επιτυχία που μπορούμε να έχουμε στην εφαρμογή αυτής της μεθόδου. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, το πνεύμα μας είναι αντίθετα, μάλλον το τυφλό όργανο ενός άλλου ενστίκτου που είναι ο αντίπαλος του ενστίκτου που η βιαιότητά του μας βασανίζει, είτε είναι η ανάγκη για ανάπαυση είτε ο φόβος της ντροπής και άλλων ολέθριων συνηθειών ή ακόμη ο έρωτας.
Έτσι, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να παραπονιόμαστε για τη βιαιότητα ενός ενστίκτου είναι στο βάθος ένα ένστικτο που παραπονιέται για ένα άλλο ένστικτο, δηλαδή η αίσθηση του πόνου που μας προκαλεί μια τέτοια βίαιοτητα έχει ως προϋπόθεση ένα άλλο ένστικτο εξίσου βίαιο ή ακόμη πιο βίαιο, και ότι προετοιμάζεται ένας αγώνας στον οποίο η διάνοιά μας είναι υποχρεωμένη να λάβει θέση.
Από το βιβλίο του Νίτσε: Αυγή (Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις), απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Shivam Jha