“Έχω μεγαλώσει. Έφτασα σε μια ηλικία που διασκεδάσεις, γάμοι, βαφτίσια, στρατοδικεία όχι δικά μου φίλων μου, λογής λογής διαδηλώσεις, έρωτες, πάθη, διαβάσματα, θέατρα, κινηματογράφοι όλα αυτά που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου μου φαίνονται τώρα σαν να έγιναν όλα μαζί χθες το βράδυ. Συμπυκνώθηκε ο χρόνος”.
Στις 22 Ιουλίου του 2018, αποχαιρετήσαμε για πάντα τον σπουδαίο ποιητή μας, στιχουργό και πεζογράφο, Μάνο Ελευθερίου.Τα “μαλαματένια λόγια” του, πέρασαν στην Αθανασία.
Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών έρχεται με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακομίζουν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίζεται με τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος τον ωθεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφεται στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, Γιώργο Θεοδοσιάδη και Γρηγόρη Γρηγορίου.
Το 1960 στα Ιωάννινα όπου βρέθηκε για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία αρχίζει να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα. Το 1962 σε ηλικία μόλις 24 ετών δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα γράφει τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκινά να εργάζεται στο «Reader’s Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφορούν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα. Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965) για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.Το 1964 παρουσιάζεται στην ελληνική δισκογραφία. Συνεργάζεται με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή καθώς και τον Μίκη Θεοδωράκη (1967) με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε λόγω της Δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι.
Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση (Άγιος Φεβρουάριος, 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο Θητεία του οποίου η ηχογράφηση άρχισε το Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με την Μεταπολίτευση. Κατά καιρούς είχε συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με το Θανάση Γκαϊφύλλια στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και πολλούς άλλους.
Παράλληλα έγραφε και εικονογραφούσε παραμύθια για παιδιά και επιμελείται την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.α. Την δεκαετία του ‘90 αρθρογραφεί και συγχρόνως κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το 1994 εκδίδει τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου. Το 2004 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα Ο Καιρός των Χρυσανθέμων που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005. Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.
Ποιήματα του Μάνου Ελευθερίου:
Είδαμε…είδαμε.
Είδαμε τον αδερφό στην άλλη όχθη του καιρού και τη γυναίκα που βλάστησε ανάσκελη με μαύρο φίδι.
Είδαμε το νικημένο να ζητιανεύει το έλεος και του φτωχού τα υπάρχοντα ο παιδεμός και τα δάκρυα.
Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων και τους ψαράδες αγάλματα για την Αγία Θαλασσινή.
Τους εκατό θανάτους να βομβαρδίζουν τη στέγη μας και απ’τις ψηλές καμινάδες τον καπνό της θυσίας μας.
Είδαμε…είδαμε…είδαμε.
H αυλή.
Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή.
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ.
Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό.
Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς
Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδεςσ την αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρ οείσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις.
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
Συνοικισμός.
Αυτός την είχε ονομάσει πουλί της μουσικής, αυτή, αίμα της πέτρας…
Μόνο την ώρα που το ψιθύρισε άκουσε το χτύπημα,τ η στιγμή που του το είπε, ανάμεσα σε δυο μικρές κραυγές
ανάμεσα σ’ ένα μαχαίρι και μιαν Απόφαση-πριν τους δοξάσουν τα ποιήματα
Και γίνουνε σίγουροι στόχοι…
Κι η πόρτα πάλι ξαναχτύπησε…
Κι όταν τον είδε που έφευγε, ακόμη δεν καταλάβαινε τι είναι να ετοιμάζεται κανείς από αιώνες και να ξεχνάει τα χρόνια του στο κορμί του άλλου….
Διαπίστωση.
Γιατί στο βάθος δεν έμεινε κανείς με την επιθυμία νομίζοντας την τρέλα πιο σκληρή απ΄ τη μνήμη,τ ην απειλή τους πιο απρόσιτη απ΄ το φόβο κι είπαμε πως αυτό ειν’ ο φόβος κι όχι το άδειο πιάτο, ή ο αστυφύλακας κάτω απ΄ τ΄ αγάλματα….
Εκεί να περιμένεις.
Εκεί που ο φόβος ξαναγυρίζει τη φωνή στη φλέβα του ίσκιου ,όταν το σώμα σου θα πάρει το λίκνισμα της τρέλλας πάνω στο άδειο κρεββάτι.
Κάλι Παπαχρήστου
Photo cover:pixabay.com/kalhh