Search
Close this search box.

Αντρέας Εμπειρίκος: “Τι είναι ο Έρως…”

Tι είναι ο Έρως, διηρωτάτο η Υβόννη εν απογνώσει. Διατί να είναι τόσον δύσκολος η ολοκλήρωσίς του; Διατί να προκαλή τόσους πόνους και τόσας πικρίας, ενώ είναι το μεγαλύτερον αγαθόν, το μεγαλύτερον δώρον που εδόθη εις τους ανθρώπους, η μεγαλυτέρα απόλαυσις, η βαθυτέρα ευτυχία. Τί είναι αυτό που μετατρέπει τον Έρωτα, από Παράδεισον ηδονών, εις Κόλασιν μαρτυρίων; Τι είναι αυτό που μετατρέπει το μέλι εις χολήν; Τι είναι αυτό που κάμνει τον ατυχή ερωτευμένον να υποφέρη, υπό ορισμένας συνθήκας, τόσον; Τι είναι αυτό που ώρες-ώρες κάνει το αίμα το ζεστό να γίνεται μέσα στις φλέβες πάγος; Τ

ι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν οπώραν, σαν ένα ωραίο τοπίο, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας;

Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως -εξηκολούθησε να σκέπτεται μ’ αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» κι η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος κι απολύτως παντοδύναμος -όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» κι άλλα αηδή κι ακατανόητα, όπως…
η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης κι όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;

Με τας τελευταίας σκέψεις, η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Της εφάνη ωσάν να είχε λάμψει αιφνιδίως εις το σκότος ένα φως λαμπρόν, μια δέσμη φωτεινή μεγάλου φάρου τηλαυγούς.

Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το στερέωμα. Ω, πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί ήτο αυτό το απροσμέτρητον; Ένα μεγάλο χάος ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασυλλήπτων από την διάνοιαν του ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τα πάντα παντοδυνάμου νου;

Ήσαν τα πάντα τυχαία ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και μίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της οποίας τα έργα κατέληγαν εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν ήσαν το έργον όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήθεια παντοδύναμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ’ αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις τους πολλούς το Μέγα Φως το Άκτιστον, το Μέγα Φως το Άπιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν;

Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος αληθινός -τουτέστιν μια παμμέγιστη, μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη» και παντάνασσα κι επί της Γης κι εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής -τουτέστιν ένας μεγάλος ‘Αρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος; Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων και, ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον ηδοναί, δια του πανισχύρου Πέους του και του υπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Και μήπως αι ηδοναί αύται, τουτέστιν αι ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ’ οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους προς τον Μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτον Πλάστην και Κτήτορα του Κόσμου, τον απόλυτον Κύριον των Δυνάμεων, τον απόλυτο Άρχοντα των Ουρανών και της μικράς μας Γης;

Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγμήν ίλιγγον. Δια πρώτην φοράν εις τη ζωήν της εξέρχετο από τα όρια του συμβατικού, από τα όρια του θεμιτού. Όλως αιφνιδίως αντιμετώπιζε τώρα θέματα και έννοιας, αιτήματα και προβλήματα, που ουδέποτε μέχρι τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον μακράν ευρίσκετο από την πεπατημένην, την μικροαστικήν αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον μακράν ευρίσκετο από την δικτατορικήν εξουσίαν του Παπισμού, της Εκκλησίας, του Καθολικού Χριστιανισμού!

Αντρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/Harry Fabel 

Διαβάστε επίσης:

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα