Ο Διονύσης Χαριτόπουλος ήταν ο σύντροφος και ο μεγαλύτερος έρωτας της Μαλβίνας Κάραλη.
(…) (σ.σ. χωρίζονται οι άνθρωποι) σε δύο βασικές κατηγορίες: στους έξυπνους και στους βλάκες. Αν και η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι δύσκολη, όσοι ανήκουν στην πρώτη δεν το λένε και όσοι ανήκουν στη δέυτερη δεν το ξέρουν.
29.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμάμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Και επειδή κάθε τόσο μας αιφνιδιάζουν με την ανοησία τους πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», ανακαλύπτουμε ότι οι χοντροκέφαλοι είναι πολύ περισσότεροι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Αν δεχτούμε την κωδωνοειδή καμπύλη «κανονικής κατανομής» (ή «καμπύλη Gauss», από το όνομα του γερμανού μαθηματικού) η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χα ρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλάκων* σε κάθε κοινωνική ομάδα- ο ένας στους τέσ σερις. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ένα τόσο μικρό νούμερο- όπου και να στρίψεις σε βλάκα θα πέσεις. Αυτό που φαίνεται να έχει καθολική ισχύ είναι πως όσοι είναι οι χάχες μεταξύ των παρκαδόρων είναι και μεταξύ των πανε πιστημιακών.
–
*Το υπόλοιπο ποσοστό στη συγκεκριμένη μέ θοδο μέτρησης είναι 25% έξυπνοι και 50% με μέσο όρο νοημοσύνης.
44.
Στα χρόνια της γυναικείας καταπίεσης, οι γυναίκες μηχανεύονταν χίλιους δυο τρόπους για να φέρουν βόλτα τον σατράπη σύζυγο. Η βασική συνταγή ήταν έτοιμη από τις παλιότερες: «κάνε τον βλάκα», «άσ’ τον να λέει», «μην απαντάς», «θα πει, θα πει, θα του περάσει», «θα σκούξει και θα σκάσει». Τα καθημερινά τερτίπια συμβίωσης ήταν στο ίδιο μοτίβο: όταν χυνόταν λίγος καφές από το φλιτζάνι στο πια τάκι του τύραννου αναφωνούσαν αμέσως «λεφτά» για να γλιτώσουν την αγριάδα, ενώ για το κρασί που χύθηκε απ’ το ποτήρι «γούρι γούρι», επίσης για να διασώσουν την καλή διάθεση του τραπεζιού ή να αποφύγουν τα ντράβαλα έφταιγαν δεν έφταιγαν. Για να του ζητήσουν κάτι έπρεπε να τον πιάσουν «στις καλές του» ή «στο κρεβάτι». Και πάντα να του υποβάλουν την ιδέα πλαγίως, έτσι που να νομίζει ότι είναι δική του: «ό,τι πεις εσύ», «εσύ ξέρεις», «εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού», αυτά είχαν κάτω από τη γλώσσα τους- κορδωνόταν ο κάπρος και έκανε αυτό ακριβώς που ήθελαν. Έτσι προωθούσαν τις υποθέσεις του σπιτιού και κρατούσαν τη ρότα της οικογένειας.
47.
Στα ερωτικά λειτουργεί διαφορετικά.
Ένας ελαφρύς άντρας, όσο εμφανίσιμος κι αν είναι, απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σι γουριάς∙ εκτός αν τη χαζομάρα του αντισταθμίζει η οικονομική ή κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντι θέτως, μια νεαρή και όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή αντρική φαντασίωση: την έχουν την τάση οι άντρες να μασάνε στην «αθωότητα» και τα μπεμπεκίσματα, συν την εντύπωση ότι με αυτό το πλάσμα θα κρατάνε τα γκέμια (μέγα λάθος). Όπως αυτοσαρκαζόταν κάποιος παθών, «όλοι μια Παναγία παντρευτήκαμε». Γενικώς, στα ερωτικά οι γυναίκες ψάχνουν τα μεγάλα, οι άντρες τα μικρά και η αποκολοκύνθωση καλά κρατεί (όταν το συναίσθημα ξεχειλίζει, «ξεμυαλίζονται» και οι μυαλωμένοι, πόσο μάλλον αυτοί που δεν τους περισσεύει). Με τη διαφορά ότι ο ηλίθιος όταν καυλώσει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει ότι όσοι θέλουν να την πηδήξουν θέλουν να την παντρευτούν.
Διονύσης Χαριτόπουλος «Εγχειρίδιο Βλακείας», αποσπάσματα
Photo cover:pixabay.com/Ryan McGuire