Η προδοσία ξεκινά μ’ αυτές εδώ τις λέξεις – σε δευτερόλεπτα, μας πούλησα.
Θυμάμαι τον όρκο μας, άλλωστε, τον θυμάμαι
κατά λέξη· τον συγκεκριμένο τον είχα γράψει εγώ.
Ήμασταν στον Σάκο, πάνω, στο δώμα· Ιούλιος
μήνας, ζέστη κολασμένη – ο ιδρώτας μας ποτάμι.
Από ένα παράθυρο κάπου κοντά, η Λίτσα Διαμάντη
φώναζε απελπισμένα, Νύχτα, στάσου! κι ας ήταν μεσημέρι – μπορεί να στεκόταν η επόμενη.
Με τα χέρια ενωμένα, τα μάτια κλειστά, είχαμε
ορκιστεί:
Αν δεν πω εγώ την ιστορία μου, δε θα την πει κανείς. Δεν παραδίνομαι στη μακάβρια περιέργεια, στο
υποκριτικό ενδιαφέρον, στο μελόδραμα. Μακριά από
μένα οι φυλλάδες, τα ρομάντζα. Η μνήμη μου θα ζήσει μαζί μου, ή θα πεθάνει μαζί μου.
Κι έπειτα, με μια βελόνα, τρυπήσαμε τους δείκτες μας και τους κολλήσαμε, ανακατεύοντας το αίμα. Τι άλλο είχαμε να φοβηθούμε; Ήμασταν απόφοιτοι του φόβου.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ, “Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου’, εκδ. Πατάκη, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Comfreak