Ο όρος «σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας» είναι ένας σχετικά νέος όρος που περιγράφει ένα ιδιαίτερα σοβαρό φαινόμενο. Έκθεση εμπειρογνωμόνων, που συντάχθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διαπίστωσε ότι η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για πολλές εργαζόμενες γυναίκες στην ευρωπαϊκή κοινότητα και αποτελεί μία δυσάρεστη και αναπόφευκτη όψη της επαγγελματικής ζωής (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1993).

Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας αναγνωρίστηκε ως πρόβλημα που απαιτεί την εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισής του (European Parliament, 1994). Ποικίλες συμπεριφορές μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν σεξουαλική παρενόχληση. Πρέπει να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο που αποδίδεται στη σεξουαλική παρενόχληση είναι άμεσα συνυφασμένο με τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, τις κυρίαρχες αξίες μέσα σε μία κοινωνία, τις κατακτήσεις του νομικού πολιτισμού, καθώς και τις σχέσεις εξουσίας που διαρθρώνονται μέσα στον κοινωνικό σχηματισμό.

Η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού της σεξουαλικής παρενόχλησης έγινε το 1975 από τη φεμινίστρια Lin Farley σε συνεργασία με την Ένωση Εργαζομένων Γυναικών της Νέας Υόρκης. Στον πρώτο αυτό ορισμό η σεξουαλική παρενόχληση αφορούσε σε συμπεριφορές όπως επαναλαμβανόμενα και ανεπιθύμητα για τον αποδέκτη σεξουαλικά σχόλια, βλέμματα, προτάσεις ή ακόμη και σωματική επαφή, που έκαναν το θιγόμενο άτομο να αισθάνεται ενόχληση ή προσβολή και του προκαλούσαν δυσαρέσκεια και αμηχανία στο εργασιακό περιβάλλον. Ο συγκεκριμένος ορισμός έχει πολλά κοινά με τον αντίστοιχο νομικό, που έχουν υιοθετήσει πολλές χώρες.

Ο αρχικός ορισμός της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν ήταν τόσο ευρύς σε σχέση με τον ορισμό που υιοθετήθηκε στις επόμενες δεκαετίες. Στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό ο κοινός παρονομαστής των συμπεριφορών που συγκαταλέγονται στον όρο «σεξουαλική παρενόχληση» είναι ότι πρόκειται για ανεπιθύμητες και προσβλητικές συμπεριφορές για όσα άτομα τις υφίστανται. Οι συμπεριφορές αυτές δεν πλήττουν μόνο την αξιοπρέπεια του θιγόμενου ατόμου, αλλά ταυτόχρονα επηρεάζουν την πρόσβασή του στην απασχόληση, την επαγγελματική του πορεία και εξέλιξη, την αμοιβή του κ.ά., όπως επίσης δημιουργούν ένα εχθρικό, ταπεινωτικό και εκφοβιστικό εργασιακό περιβάλλον για τους εργαζομένους.

Συμπληρωματικά πρέπει να τονιστεί η διάκριση της σεξουαλικής παρενόχλησης που βλάπτει ψυχικά και σωματικά το θιγόμενο άτομο, αλλά και το εργασιακό περιβάλλον, από τη σεξουαλική παρενόχληση η οποία επιπλέον χρησιμοποιείται ως βάση για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την παραμονή ή όχι του θύματος στην εργασία και κάτω από ποιες συνθήκες (Επιτροπή Κοινοτήτων). Η δεύτερη περίπτωση ονομάζεται «σεξουαλικός εκβιασμός», που εξ ορισμού εμπεριέχει κατάχρηση εξουσίας, καθώς απαιτείται σεξουαλική υποταγή με ανταλλάγματα επαγγελματικά πλεονεκτήματα ή αποφυγή δυσμενέστερης μεταχείρισης.

Σύμφωνα με το κοινωνικοπολιτισμικό μοντέλο η σεξουαλική παρενόχληση αντιπροσωπεύει την κατάχρηση εξουσίας και υπό αυτή την έννοια εξετάζεται μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που καλλιεργεί και ενισχύει τις ανισότητες σε επίπεδο εξουσίας και δύναμης μεταξύ των δύο φύλων. Οι άνδρες επιβραβεύονται κοινωνικά όταν δείχνουν σεξουαλική ενεργητικότητα, ενώ οι γυναίκες επιβραβεύονται όταν είναι υποχωρητικές και παθητικές. Η σεξουαλική παρενόχληση κατά συνέπεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μορφή σεξουαλικής κυριαρχίας ανάμεσα στα δύο φύλα, η οποία πλήττει και επιδεινώνει περαιτέρω τη θέση της γυναίκας στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με το δομικό μοντέλο η σεξουαλική παρενόχληση εξετάζεται και ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του δομικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας μίας επιχείρησης. Υποστηρίζεται ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι αποτέλεσμα των σχέσεων ιεραρχίας, επαγγελματικών ευκαιριών και των σχέσεων εξουσίας όπως καλλιεργούνται και ενθαρρύνονται από την ίδια τη δομή μίας επιχείρησης. Τα φυσικά, δομικά και κανονιστικά χαρακτηριστικά μίας επιχείρησης δίνουν την ευκαιρία στους άνδρες εργαζομένους να παρενοχλούν τις γυναίκες εργαζόμενες.

Οι γυναίκες-θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία δεν δημοσιοποιούν συχνά το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, καθώς φοβούνται ότι δεν θα γίνουν πιστευτές ή θα χλευαστούν από το κοινωνικό και εργασιακό τους περιβάλλον. Μοναχικά αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ταπείνωσης και του εξευτελισμού με επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική τους υγεία, αλλά και επιδείνωση της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης όταν συχνά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εργασία τους εξαιτίας της παρενόχλησης που υφίστανται.

Συνεπώς η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί:

  • να κάνει τα θύματα νευρικά και ευερέθιστα.
  • να τους προκαλέσει κατάθλιψη, αϋπνία και συμπτώματα που συνδέονται με το άγχος.
  • να επηρεάσει την ποιότητα της εργασίας τους, την εμπιστοσύνη στην εργασία τους, την εργασιακή
  • ασφάλεια και σταθερότητα, τις πιθανότητες επαγγελματικής εξέλιξης.
  • να τους προκαλέσει βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες βλάβες στις προοπτικές της εργασίας τους στην περίπτωση που αναγκαστούν να αλλάξουν εργασία.

Οι αρνητικές συνέπειες της σεξουαλικής παρενόχλησης για την επιχείρηση συνδέονται με τη δημιουργία δυσάρεστου εργασιακού περιβάλλοντος, τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων και κατά συνέπεια τη διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης (επιπτώσεις στην οικονομική αποτελεσματικότητα της επιχείρησης, μείωση της παραγωγικότητας κ.ά.).

Επίσης η αγωνία, ο φόβος και το άγχος που προκαλούνται από τη σεξουαλική παρενόχληση οδηγούν συνήθως τα άτομα που την υφίστανται να ζητούν άδεια λόγω ασθένειας, να είναι λιγότερο αποδοτικά και αποτελεσματικά στην εργασία τους ή, ακόμα, τα υποχρεώνουν κατά κάποιο τρόπο να εγκαταλείπουν αυτήν.

Ελίνα Τσιούλη,
Ψυχολόγος Ε.Κ.Π.Α.

Photo cover:pixabay.con/Mihai Surdu

Διαβάστε επίσης: