-Μίλα!

-Μίλα! Γιατί δε μιλάς;

-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!

-Μίλα! Μίλα!

Πες της… πες της… γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή.

Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.

Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.

Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.

Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες…

Πες της το.

Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να’ σαι.

Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος.

Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.

Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θέε μου, δική σου.

Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.

Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.

Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.

Arseny Tarkovsky, «Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας»

Photo cover:pixabay.com/bertvthul 

Διαβάστε επίσης: