«Βλακώδες και ανιαρό. Ανούσιο». Αυτή ήταν η ετυμηγορία της αναγνώστριας χειρογράφων του εκδοτικού οίκου Faber and Faber για το μυθιστόρημα ενός άγνωστου καθηγητή με τίτλο Strangers from Within. Ο συγγραφέας επρόκειτο σύντομα να λάβει άλλη μια απορριπτική επιστολή -είχε ήδη επτά από εκδοτικούς οίκους και μία από έναν λογοτεχνικό πράκτορα.
Το χειρόγραφο, ωστόσο, ήταν γραφτό να διασωθεί από τη στοίβα με τα απορριφθέντα χάρη σε έναν νεαρό επιμελητή, τον Charles Monteith. Ο Monteith δεν βρήκε απλώς ενδιαφέρον το βιβλίο. Το βρήκε συναρπαστικό. Με τη δική του επιμονή, αποφασίστηκε τελικά να εκδοθεί το μυθιστόρημα -κρυφά από τον επικεφαλής επιμελητή του οίκου, τον T.S. Eliot, ο οποίος ωστόσο αγάπησε το έργο, όταν το διάβασε. Με την καθοδήγηση του Monteith, ο συγγραφέας άλλαξε πολλά πράγματα στην αφήγηση, περιόρισε τις θρησκευτικές αναζητήσεις ενός από τους ήρωές του, και δέχτηκε τον νέο τίτλο που του πρότειναν.
Ο Άρχοντας των Μυγών, όπως ονομάστηκε το μυθιστόρημα, εκδόθηκε τελικά το 1954. Ο συγγραφέας του, το 1983, θα έπαιρνε το Nobel Λογοτεχνίας. Και ο ενθουσιώδης, διορατικός επιμελητής του θα έφτανε να διευθύνει τον Faber and Faber.
Ο Άρχοντας των Μυγών μεταφράστηκε από τότε σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες, μεταφέρθηκε δύο φορές στον κινηματογράφο (μια τρίτη, ελεύθερη διασκευή του έγινε ταινία και στις Φιλιππίνες), διασκευάστηκε για το ραδιόφωνο και παίχτηκε αμέτρητες φορές σε σχολικές και επαγγελματικές σκηνές. Κατατάσσεται σταθερά στα εκατό καλύτερα βιβλία της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, διδάσκεται στα σχολεία, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί αγαπημένο βιβλίο του κάθε άλλο παρά «σχολικού» Stephen King, που ονόμασε Castle Rock την πόλη όπου διαδραματίζονται πολλά από τα έργα του. Έγινε ομώνυμο τραγούδι από τους Iron Maiden, αναφέρεται στο You’re Gonna Go Far, Kid των The Offspring και στο Justify the Thrill των Blues Traveler, ενώ ένα του κεφάλαιο έδωσε το όνομά του στο Shadows and Tall Trees των U2.
Τι είναι αυτό που κρατάει ζωντανό ένα έργο που εκδόθηκε το 1954; Τι είναι αυτό που μας αφορά ακόμη σε ένα έργο που μιλάει για ένα τσούρμο Άγγλους πιτσιρικάδες σ’ ένα έρημο νησί μετά τον πόλεμο;
Από την Τρικυμία του Σαίξπηρ μέχρι τον Ροβινσώνα Κρούσο του Ντάνιελ Ντεφόε και τον Ναυαγό με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς, η ιδέα ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων που πρέπει να επιβιώσουν μόνοι τους στην ερημιά μάς ασκεί μια ακατανίκητη έλξη. Μια τυπική Ροβινσωνιάδα είναι και το The Coral Island: A Tale of the Pacific Ocean του R. M. Ballantyne, που αποτέλεσε την αρχική πηγή έμπνευσης για τον Golding.
Η αναμέτρηση με τη φύση χτυπά μια ευαίσθητη χορδή κρυμμένη στον καθένα μας. Κι ύστερα, το ερημονήσι είναι το ιδανικό σκηνικό μιας μικρής, ατομικής ή ολιγομελούς Ουτοπίας. Μακριά από τον πολιτισμό, οι ναυαγοί μπορούν να ζήσουν ξανά ελεύθεροι. Μπορούν να ξαναφτιάξουν τον κόσμο από την αρχή.
Οι ναυαγοί σ’ αυτές τις ιστορίες σώζονται σχεδόν πάντα. Η επιβίωσή τους εξαρτάται ακριβώς από την ικανότητά τους να ανακαλούν στοιχεία του πολιτισμού από τον οποίο προέρχονται -τεχνολογία, επιστημονικές γνώσεις, κοινωνική οργάνωση. Η σωτηρία τους δικαιώνει τον πολιτισμό τους, τους επιβραβεύει που τον αναπαρήγαγαν σωστά, διαφυλάσσοντας την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Τι ακριβώς πηγαίνει στραβά, λοιπόν, και οι ανήλικοι ήρωες του Golding δεν καταφέρνουν να μιμηθούν το φωτεινό παράδειγμα τόσων και τόσων ναυαγών πριν απ’ αυτούς;
Θα ήταν παρήγορο, αν μπορούσαμε να πούμε ότι φταίνε τα παιδιά για την κατάληξή τους. Ότι ο δάσκαλος Golding αφήνει τους μικρούς του μαθητές ελεύθερους σ’ ένα παρατεταμένο διάλειμμα για να διαπιστώσει αυτό που γνωρίζει ήδη, ότι χωρίς την επίβλεψη των ενηλίκων είναι καταδικασμένοι να κυλήσουν στην αγριότητα.
Ο εφιάλτης που στήνει ο Golding, όμως, είναι πιο πολύπλοκος. Πηγάζει ακριβώς από το ότι τα παιδιά δεν κάνουν κάτι λάθος. Τα κάνουν όλα σωστά. Αναπαράγουν τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχονται πιστά, ευσυνείδητα, πιστεύοντας στην αξία του και στη δύναμή του να τους σώσει. Και αποτυγχάνουν ακριβώς ως πολιτισμένοι, όχι ως άγριοι.
Κάθε σύστημα -κάθε προσπάθειά μας να ζήσουμε οργανωμένα, με κανόνες και αρχές- είναι καταδικασμένο από τον νόμο της εντροπίας, μοιάζει να λέει ο Golding. Και ο πολιτισμός ένα λεπτό τσόφλι που αργά ή γρήγορα ραγίζει, αφήνοντας το Κακό που κρύβουμε μέσα μας να θριαμβεύσει.
Ο Peter Brook βασίστηκε σ’ αυτό ακριβώς γυρίζοντας την πρώτη κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου, το 1961-1963. Όλα τα παιδιά που παίζουν στην ταινία ήταν ερασιτέχνες που μεταφέρθηκαν στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους στο Πουέρτο Ρίκο. Κανένα τους δεν είχε διαβάσει το βιβλίο, το σενάριο που τους δόθηκε ήταν στοιχειώδες. Οι σκηνές γυρίζονταν επιτόπου, αφού δινόταν στα παιδιά μια περιγραφή του τι πρέπει να κάνουν. Λίγο πολύ, το ίδιο το γύρισμα ήταν ένα πείραμα, στο οποίο ο Brook περίμενε τα παιδιά να «εξαγριωθούν» σταδιακά όπως οι χαρακτήρες που ενσάρκωναν, γυρίζοντας πάνω από 60 ώρες ενός ιδιότυπου «ντοκιμαντέρ» από το οποίο προέκυψε η τελική ταινία. Όταν ο δημοσιογράφος του Life Robert Wallace επισκέφθηκε το σετ, μαζί με τις πολύ θετικές εντυπώσεις του ανέφερε και πως κάποια στιγμή είχαν βρει έναν από τους πιτσιρικάδες να διασκεδάζει ρίχνοντας ζωντανές σαύρες σ’ έναν ανεμιστήρα σε λειτουργία. «Νόμιζα πως άκουγα τον William Golding, 4.000 μίλια μακριά, στην Αγγλία, να πνίγεται από τα γέλια», έγραψε.
Θα ήταν υπέροχα ελπιδοφόρο, αν μπορούσαμε να πούμε ότι το απαισιόδοξο, σκοτεινό μήνυμα του βιβλίου φαντάζει πλέον ξεπερασμένο -ένας ευρηματικός αλλά λίγο υπερβολικός μύθος, εύκολα εξηγήσιμος από το τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι όμως έτσι; Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά την έκδοσή του, ο Άρχοντας των Μυγών δεν είναι πια τόσο σοκαριστικός: στην εποχή της συνεχούς καταγραφής της πραγματικότητας και της αστραπιαίας προβολής της σε δισεκατομμύρια οθόνες, γνωρίζουμε πολύ καλά τι είμαστε ικανοί να κάνουμε ο ένας στον άλλον. Αλλά είναι ανησυχητικά επίκαιρος: οι χρεοκοπημένες ιδεολογίες, η παγκόσμια οικονομική κρίση, η καταστροφή του πλανήτη, η ραγδαία υποχώρηση της λογικής και οι ολοένα πιο έξαλλες, αλλοπρόσαλλες κραυγές του λαϊκισμού, κάνουν το έργο να φαντάζει πιο κοντά στη δική μας εποχή παρά στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο.
Ο ίδιος ο Golding, πάντως, δεν ήταν τόσο απαισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητας. «Οι κριτικοί», είπε στην ομιλία του κατά την τελετή της βράβευσής του με το Nobel το 1983, «έψαχναν πάντα στα βιβλία μου να βρουν κάτι που να δείχνει απελπισία. Δεν το καταλαβαίνω. Εγώ δε νιώθω απελπισμένος». Και την ελπίδα, στην ίδια αυτή ομιλία, την εναπόθεσε στις λέξεις. Τις λέξεις που «μέσα από την αφοσίωση, την ικανότητα, το πάθος και την τύχη των συγγραφέων μπορούν να αποδειχτούν το πιο ισχυρό πράγμα στον κόσμο». «Ίσως», συνέχισε, «μέσα από τα βιβλία, τις ιστορίες, την ποίηση, τις διαλέξεις, εμείς που έχουμε το αυτί της ανθρωπότητας να μπορούμε να φέρουμε τον άνθρωπο λίγο πιο κοντά στην εύθραυστη ασφάλεια ενός κόσμου χωρίς πόλεμο και πιο προνοητικού».
Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα πάψουμε να θρυμματίζουμε τα γυαλάκια του Πίγκυ και την μπουρού, καθώς τρέχουμε να απαντήσουμε στο κάλεσμα των Τζακ αυτού του κόσμου. Ως τότε, ο Άρχοντας των Μυγών θα ασκεί επάνω μας τη γοητεία της φρικτής αλήθειας του, θυμίζοντάς μας πως το Θηρίο είμαστε εμείς.
Βάννα Κατσαρού για τις Εκδόσεις Διόπτρα
Ανακαλύψτε το κλασικό αριστούργημα του William Golding, Ο Άρχοντας των Μυγών:
Photo cover:pixabay.com/Julius Silver