Search
Close this search box.

Σταμάτης Κραουνάκης: “Παρασκευή των χαιρετισμών”

Στη Θεσσαλονίκη τον είδα τον κήρυκα του ελληνικού αισθήματος, στο κέντρο που τραγούδαγε, δυο χιλιάδες κόσμος, ημέρα Παρασκευή, πρώτο τραπέζι πίστα, εκείνος ακίνητος στη σκηνή μ’ ένα γκρι κοστούμι, τραγούδαγε απανωτά του χάρου, ζεϊμπέκικα, και στο τελευταίο ξεκούμπωσε ένα κουμπί κι έφερε τρεις βόλτες καθαρόαιμες και μπήκαν είκοσι γκολ απανωτά. Κόμπλαρα.

Τι να του γράψω εγώ. Πού να το πιάσω αυτό το σήμα. Πήγα δειλά και άφησα στη Βένια, τη γυναίκα του, λίγες μέρες μετά, 5 τραγούδια, της τηλεφώνησα και βγήκε από την πίσω πόρτα των καμαρινιών και της έδωσα το σι-ντι. Και είπαμε «άντε, καλορίζικα». Μετά άρχισε ο Δικαιόπολις. Πόσο μου άλλαξε την πίστη ο Δικαιόπολις, τη ζωή μου ίσως.

Είπε ο Μητροπάνος στους δικούς του, μην του κολλάτε του Σταμάτη τώρα, έχει Γολγοθά, άστε τον να γράψει με την ησυχία του, έτσι άρχισα να του γράφω, ανάμεσα Αριστοφάνη και Θεσσαλονίκη και Επίδαυρο και περιοδεία, φόρτωνα συνέχεια χαρτάκια με στίχους και νότες στο άθλιο νεσεσέρ με τα κολλύρια, τα αντισταμινικά και τα φυσιομέρ. 

Ήταν άλλα τραγούδια, λες και τον περίμεναν. «Το ζητιανάκι», «Να σβήσει αυτό το φως», το πρώτο που του άρεσε πολύ, ένα μπλουζ, ξεθάρρεψα κι άρχισα να γράφω ό,τι μου ’λεγε η καρδιά μου. Μέσα Αυγούστου, εκεί στις λιγοστές διακοπές μου στον Κίσσαβο, συναντήθηκα ένα μεσημέρι με ένα φίλο εκδότη και φάγαμε ψάρια στον Τάσο, στο Στόμιο: «Τι κάνεις τώρα;» «Γράφω Μητροπάνο, και δεν ξέρω τι να πούμε στον κόσμο μ’ αυτή την κατάσταση, έχω ευθύνη, είναι σαν να γράφω το λόγο του πρωθυπουργού, και ποιου πρωθυπουργού εδώ που τα λέμε, ενός πρωθυπουργού που έχει χρόνια τα παράσημα της ευρείας πίστης του ελληνισμού απανταχού».

Ε, ρε γλέντια. «Τι να γράψω, δεν ξέρω, μ’ αυτή την κρισούμπα;» «Να ξαναζήσουμε σαν άνθρωποι, αγάπη, αλληλεγγύη, έρωτας, αγκαλιά» απάντησε. Γυρνώντας με το 25χρονο τζιπ των Μπουταιών στο κατάλυμα μου, σε μια στροφή μέσα στα δέντρα, άνοιξα το κινητό, πάτησα εγγραφή και ηχογράφησα τη φράση «βάλε κατσαρόλα» και μετά από λίγο τη φράση «μοίρασα στους πέντε ανέμους χώμα»… και μετά άρχισα να γράφω, χωρίς σταματημό. Οκτώβριο μπήκαμε στο στούντιο. Πρώτο τραγούδι το «Όταν έχω εσένα», ήδη πολυαγαπημένο από την παράσταση του Λάκη, βρήκε οριστικά στα χείλη του Δημήτρη το πεδίο το παντοτινό για να το αγαπήσουν όλοι οι ερωτευμένοι, οι προσωρινοί και οι παντοτινοί.

Στη διαδρομή, ανακάλυπτα βήμα βήμα τον τραγουδιστή μου, μια πλατιά αντρική έρημος, με μοναδική όαση τη στιγμή της αλήθειας, «θέλω να πεις ό,τι συγκινεί την καρδιά σου», πολύ γρήγορα νιώσαμε και οι δυο τη συγγένειά μας και τα τεράστια όρια της επικοινωνίας μας, σοφός, λιτός, μυστικός κι από την άλλη μόλις ανοίγαμε τη βρύση με τα αστεία, αποθέωση.

Τα άπαξ της εβδομάδας ραντεβού μας στο 111, το θρυλικό Στούντιο του Τάκη Αργυρίου, στο Μοσχάτο, γίναν μια προσωπική μας κρυφή γιορτή, την ώρα που ’τρεχαν οι δουλειές, τα μαγαζιά, η κρίση, η απελπισία του κόσμου, η αναίδεια των πολιτικών εκπροσώπων, η Ελλάδα σε κατάσταση κινδύνου, με πέντε μουσικούς συνεργάτες άλφα άλφα και οι πέντε, γεννούσαμε με συγκεντρωμένη ενέργεια, ένα ένα τα τραγούδια. 

Ο Μητροπάνος δεν έχει όρια την ώρα της κατάκτησης, βούταγε στα μαύρα νερά σαν μεγάλο σιδερένιο καράβι με την ύστατη κραυγή του ανθρώπου αποτυπωμένη στο ντι εν έι του, Έλληνας πρώτης κοπής, και γω δίπλα με όρθια την κρίση μου, όσο μπορούσα, να φωτίζω μ’ ένα φακό την έξοδο, φράση φράση όπως στη ζωή, περίμενα ν’ ακούσω αυτό που θα μου ξεσηκώσει την πίστη μου για το τραγούδι από την αρχή. «Αν δεν με σταματήσετε, θα γράφω συνέχεια» είπα, «κορόιδα είμαστε να σε σταματήσουμε;» είπε. Άλλη μια φορά μου είπε «εγώ το βαριόμουν το στούντιο, αυτό μ’ αρέσει, δεν βλέπω την ώρα».

Τη μέρα που τραγούδησε το «Μοίρασα», από τα αγαπημένα μου, στη φράση «κι έζησα εφτά θανάτων ερημιά» τον ένιωσα τον κραδασμό, αυτή τη δροσιά που σου ’ρχεται στο διάφραγμα, πριν ξεσπάσει σε βροχή, το ξεστόμισε μ’ όλη του την ενέργεια, και γύρισε και μου ’στειλε ένα φιλί. Γράψαμε δίπλα δίπλα στον πάγκο της κονσόλας, δεν πήγε μέσα, πίσω από το τζάμι, ποτέ! Δεν ήθελε, με ήθελε δίπλα, εκεί, στον πάγκο «και ξανά στην κουκέτα, δεν γουστάρω ετικέτα», τα είδα όλα, με τυφλή ησυχία, όλο το σώμα στέλνει το σήμα στο λαρύγγι. Άψογος. Μερσεντές πρώτης γενιάς που λέει ο λόγος. «Παντελονάτος με τσάκιση» μου είπε ο Νεκτάριος ένα βράδυ που τρώγαμε μετά το στούντιο.

«Με εντυπωσιάζει η γνώση του ανθρώπινου αισθήματος που έχει αποθηκεύσει» μου είπε η Λίνα Νικολακοπούλου όταν της έστειλα το «Γεια» με ΜΡ3 να το ακούσει. Η Λίνα μάς έγραψε δυο αριστουργήματα, τα παλέψαμε και γω και κείνος, γιατί ήταν δύσκολα και τα δυο να βρουν το χιλιόμετρό τους. Τα δυο τραγούδια του λατρεμένου μας Μάνου Ελευθερίου, είναι και τα δυο μοναδικά ζεϊμπέκικά μας, το ένα ήδη αγαπημένο, από κει πρωτογούσταρε ο Δημήτρης, όταν είχε έρθει στη Σπείρα, ένα τραγούδι που γράφτηκε στο διάλειμμα μιας ηχοληψίας με τον σπάνιο Καραντίνη πρίμα βίστα και μπήκε στο «Πόσο σ’ αγαπώ» κι αγαπήθηκε, ήταν το πρώτο που διάλεξε η καρδιά του και το ’πε μαγικά «Χρόνια σαν τριαντάφυλλα», αλλά κι η «Μαύρη Σημαία»!

Αν το «Βάλε κατσαρόλα» υιοθετήθηκε από τους Αγανακτισμένους στο Σύνταγμα, η «Μαύρη Σημαία» άνετα μπορεί να συνοδεύσει την Ελλάδα μας στην αιώνια κατοικία της!Τον αγάπησα τον Μήτσο. Βαστάω την ατάκα ενός ντιλιβερά στο φανάρι Δαβάκη και Δοϊράνης στην Καλλιθέα, όταν ξεκίναγε η ιστορία πέρσι, «α, ρε σταμ, γράψε τίποτα να γλεντήσουμε τον πόνο μας». Με πήγε καρότσι αυτή η ατάκα. Κι άλλη μια ενός ταξιτζή στην Ιπποκράτους, πρώην μπουζουξή, «του το ’στρωσες πολύ καλά του Μητσάρα, σας είδα στον Λαζόπουλο!». «Εδώ είμαστε», συμφωνήσαμε από κοινού, τι άλλο να πει ένας σοβαρός καλλιτέχνης που σέβεται τη χώρα του και το λαό της και την εποχή, η φίλη μου η Παναγιωτοπούλου το λέει κι αλλιώς, «αυτό μπόρεσε ο καλλιτέχνης σήμερα, αυτό έκανε», α γεια σου!

Μας βρήκε η άνοιξη ακόμα στο στούντιο, οι φίλοι μάς κάναν πλάκα, άντε ρε, πότε θα βγείτε, «του χρόνου» έλεγε ο Μητροπάνος, άσε η καταραμένη πιάτσα, που ψάχνεται. Σημασία έχει τι θα πούμε όταν θα βγούμε, μη μας φάει το καλάθι, εγώ αν δεν δω τον μαύρο να με πουλάει, δεν ησυχάζω ότι «σπάσαμε βιτρίνα». Κρατάω ακόμα την ατάκα του φίλου μου Γιάννη Ιωαννίδη, ενός σπουδαίου Έλληνα ηχολήπτη, μάστερμαν των χαράξεων, τη μέρα που κάναμε τη χάραξη, δηλαδή την πράξη που μεσολαβεί, για να κοπεί σε πολλά αντίτυπα το τελικό ηχογράφημα.

Τον περίμενα, ήθελα την αντίδρασή του, καθιστός πίσω από την καρέκλα του, τον περίμενα. Έχει χαράξει τα άπαντα, όλο τον Χατζιδάκι, όλη τη μεγάλη εποχή, κι όλα τα δικά μου, από γεννήσεως, κάθισε, έβαλε και στην πρώτη γέφυρα το «Γεια», γύρισε και μου είπε «επιτέλους, τραγούδια». Υ.Γ. 1. Έκλαψα πολύ εκείνο το μεσημέρι, ειδικά με το «Υποβρύχιο», νόμιζα ότι άκουγα όλους τους Έλληνες εργαζόμενους που ξεγελάστηκαν και βρέθηκαν μ’ ένα μπλου τουθ και μια κωλοκάρτα βιζού να κυνηγάν την ευτυχία!2.

Εσύ, φωνούλα μου, τα άκουσες στο πάρκινκγ, καπνίζαμε, στην Καλλιθέα, μετά το Πλανητάριο που πήγαμε, και μου είπες, θα κάνει επιτυχία. Ερωτεύτηκες τον Παλαμά. 3. Ο Ζαχαρίου, ο Μπαλταζάνης, ο Αννίνος, ο Παναγιωτόπουλος, ο Καραντίνης, ήταν όλοι εκεί. Και μετά ο Άρης με τα βίντεο, κι αυτός γούσταρε κι ο Τάσος με τον Αχιλλέα είπαν στη φωτογράφιση, μπράβο παιδιά, εδώ είμαστε, συμφωνήσαμε, πιστοί στις αρχές του τραγουδιού. Δικά σας τώρα. Πάμε γι’ άλλα. 4. Σταμ, έγραψε για Μήτσο σήμερα 3 Ιουνίου 2011,πρωί-πρωί…


Τωρινό υστερόγραφο. Στο μητινγκ στη Μινως για τό τι θα γινει με το σιντι,ούτε εγώ, ούτε ο Μητροπανος θέλαμε να βγει σε εφημερίδα ,το πιστεύαμε παραπάνω .Υποχωρήσαμε στην πίεση των υπολοίπων .Κακώς .Κυκλοφόρησε με το “Βήμα”. Εκατό χιλιάδες  φύλλα .


Τώρα ακούγοντας το, μετά από καιρό,νιώθω ότι αφήσαμε ένα ίχνος στην εποχή .Ήταν  η τελευταία του ηχοληψία .Ήθελα πολύ να κάνουμε άλλο ένα ,στο καπάκι .Δεν ήθελε ο Θεός.

Χαράματα στο ινμποξη Ρούλα Γεωργακοπούλου,μου έγραψε “πέθανε ο Μητροπανος;””Μισό λεπτό να το τσεκάρουμε “Κανείς δεν ήθελε να το καταπιεί .Κλάψαμε .Έκλεισε την πόρτα του λαϊκού τραγουδιού πίσω του.Έτσι ένιωσα .”Τουδωσες χαρά “, μουπε λακωνικά η Λίνα.

“Αυτό να σκέφτεσαι “. Δεν έχει πια σημασία . Έχω πάντα την αίσθηση ,ότι  βαρέθηκε να προσέχει ,να μην πίνει ,να μην παθιάζεται. Μοναχικός και στρεττος. Καθαρός. Παληκάρι. Μια γη ελληνική απάτητη απ τον εχθρό εσαεί.Το” Ζωή Νταλίκα Κόκκινη” του το’χα γράψει σ ένα σι ντι πριν.

Μ ‘άφησε ένα μήνυμα όταν το έλαβε: “Ευχαριστώ για το ποίημα που μου χάρισες “.”Ακούνε τα ζεϊμπέκικα σαν το πάτερ ημών “Το’ χε βάλει ο Ηλίας ο νταλικέρης, ο φίλος απ τη Λάρισα μέσα στην Εθνική στα Τέμπη, νύχτα ώρα στη διαπασών, με τη νταλίκα του την κόκκινη και βγήκε και το χόρεψε .Δεν έχω άλλα .Μητροπανος.

Εσαεί..

ΣΚ 20/6/2017Το αρχικο κειμενο πρωτοδημοσιευτηκε στην Αθενςβοις ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣStamatis Kraounakis 

Διαβάστε επίσης:

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα