Αυστριακός ψυχαναλυτής ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τις αμφιλεγόμενες ιδέες που διατύπωνε. Οι ριζοσπαστικές, για την εποχή που ζούσε, θεωρίες του ήταν εκείνες που του προσέδωσαν τη φήμη μίας από τις πιο σημαίνουσες αλλά και πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία της ψυχιατρικής.
Προσωπική ζωή
Γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1897 και μεγάλωσε σε ένα αγρόκτημα στη Γαλικία της Ανατολικής Ευρώπης. Έλαβε κατ’ οίκον εκπαίδευση από αρκετούς δασκάλους έως το 1910, όταν η μητέρα του αυτοκτόνησε ύστερα από την αποκάλυψη της ερωτικής σχέσης που είχε συνάψει με έναν από τους δασκάλους του μικρού Βίλχελμ.
Ο Ράιχ αργότερα έγραψε ότι είχε επίγνωση του δεσμού της μητέρας του και πως τον είχε επηρεάσει αρνητικά, γεμίζοντάς τον με αισθήματα ντροπής, ζήλιας, θυμού και μίας συνεχούς εσωτερικής αντιπαράθεσης για το τι έπρεπε να κάνει: να προστατεύσει τη μητέρα του ή να αποκαλύψει στον πατέρα του τα όσα γνώριζε. Χαρακτηριστικό της έντονης επίδρασης που άσκησε επάνω του το περιστατικό αυτό είναι ότι για πολλά χρόνια κατηγορούσε τον εαυτό του για την αυτοκτονία της μητέρας του.
Μετά το θάνατό της, ο πατέρας του τον έστειλε σε ένα γυμνάσιο αρρένων. Ο πατέρας του πέθανε το 1914 από φυματίωση και με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1915, ο Ράιχ κατετάγη στον αυστριακό στρατό. Το 1918 ξεκίνησε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Βιέννης και παράλληλα άρχισε να μελετά το έργο του Φρόυντ.
Πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1957 στην Πενσυλβάνια. Στη διαθήκη του άφησε λεπτομερείς οδηγίες για τη δημιουργία του «Καταπιστεύματος Νηπίων Βίλχελμ Ράιχ» με σκοπό την εξασφάλιση της επιστημονικής κληρονομιάς του και τη διασφάλιση της πρόσβασης στο έργο του.
Επαγγελματική διαδρομή
Την περίοδο των φοιτητικών του χρόνων έγινε μαθητής του Φρόυντ και στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός στην ψυχαναλυτική κλινική του. Το 1920 προσκλήθηκε να γίνει μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Βιέννης και το 1922 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο.
Κατά την περίοδο 1922-1930, δίδαξε σεμινάρια ψυχανάλυσης στη Βιέννη και παράλληλα εργάστηκε ως ψυχαναλυτής με ειδίκευση στη σεξουαλική συμβουλευτική. Το 1928 ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Κοινότητα Σεξουαλικών Συμβουλών και Σεξουαλικών Ερευνών και όταν μετακόμισε στο Βερολίνο το 1930 δημιούργησε τον Γερμανικό Σύνδεσμο Προλεταριακής Σεξουαλικής Πολιτικής (SEXPOL).
Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, κατέφυγε στη Δανία και το 1933 εκδιώχθηκε από το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα. Το 1934 τα μέλη της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης ψήφισαν και αποφάσισαν να τον αποκλείσουν από την ψυχαναλυτική κοινότητα εξαιτίας των αντισυμβατικών του απόψεων. Καθώς ήταν ανεπιθύμητος σε αρκετές χώρες, μετακόμισε στη Νορβηγία και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Όσλο έως το 1939, χρονιά που μετέβη στη Νέα Υόρκη. Εκεί άνοιξε ιδιωτικό ιατρείο και έδινε διαλέξεις στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών.
Συχνά παρείχε ψυχαναλυτικές υπηρεσίες έναντι χαμηλού κόστους, ορισμένες φορές, μάλιστα, εντελώς δωρεάν. Ίδρυσε, επίσης, έξι κλινικές με επίκεντρο τη σεξουαλική συμβουλευτική οι οποίες παρείχαν δωρεάν υπηρεσίες.
Συμβολή στην ψυχολογία
Ενδιαφέρθηκε για τις σχέσεις της σεξουαλικότητας και της νεύρωσης και διεξήγαγε αρκετά πειράματα στον τομέα της σεξουαλικότητας, υποστηρίζοντας ότι αυτά αποδεικνύουν πως το δέρμα έχει διαμορφώσει ένα ηλεκτρικό φορτίο ως απόκριση στα αισθήματα της απόλαυσης και του άγχους.
Συμφωνούσε με πολλές από τις φροϋδικές θεωρίες και πίστευε, όπως και ο Φρόυντ, ότι η ανθρώπινη νεύρωση βασίζεται σε οικονομικές, κοινωνικές, σεξουαλικές και φυσικές συνθήκες. Επιπλέον, είχε εκφράσει την άποψη ότι οι θεωρίες του Φρόυντ και του Μαρξ έπρεπε να συνδυαστούν με σκοπό να εξηγηθεί η σχέση μεταξύ της οικονομικής και της σεξουαλικής καταπίεσης. Ήταν υπέρ μίας προοδευτικής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και αποδεχόταν τις πρακτικές του διαζυγίου και της άμβλωσης.
Εισήγαγε την έννοια της «οργαστικής ικανότητας», την ικανότητα δηλαδή του σώματος να απελευθερώνει συναισθήματα και αναστολές μέσω του ανεμπόδιστου οργασμού. Πίστευε στη λίμπιντο και στην «οργόνη», έναν όρο που επινόησε ο ίδιος για να αναφερθεί σε μία κοσμική ενέργεια που νόμιζε ότι είχε ανακαλύψει. Η εν λόγω λέξη προέρχεται από τις λέξεις οργασμός και οργανισμός. Έφτιαξε, μάλιστα, και συσσωρευτές οργόνης, γεγονός που κίνησε τις διαδικασίες διενέργειας έρευνας από την Αρχή Τροφίμων και Φαρμάκων για την πώληση των συσκευών. Με δικαστική απόφαση απαγορεύτηκε η περαιτέρω πώλησή τους. Όταν ο Ράιχ παραβίασε την απόφαση οδηγήθηκε στη φυλακή και το δικαστήριο αποφάσισε την ταυτόχρονη καύση αρκετών δημοσιεύσεών του.
Μέσα από το βιβλίο «Character Analysis», υποστήριξε ότι ο θεραπευτής πρέπει να δίνει έμφαση στον χαρακτήρα, τονίζοντας ότι η θεραπευτική προσέγγιση του ατόμου είναι προτιμότερο να είναι σφαιρική και να μην εστιάζει σε μεμονωμένα συμπτώματα.
Εισήγαγε, ακόμη, την πρακτική της νευροφυτοθεραπείας, η οποία στηρίζεται στην πεποίθηση ότι τα φυσιολογικά συμπτώματα προκύπτουν από ψυχολογικά φαινόμενα. Σήμερα, η συγκεκριμένη πρακτική, είναι περισσότερο γνωστή ως σωματική ψυχοθεραπεία.
Η επιρροή του είναι εμφανής στις θεωρίες και στις τεχνικές πολλών ειδικών του τομέα της ψυχικής υγείας, όπως για παράδειγμα στη σωματική ψυχοθεραπεία, στη θεραπεία Γκέσταλτ και στη βιοενεργητική ανάλυση.
Είπε: «Μόνο η απελευθέρωση της φυσικής ικανότητας του ανθρώπου να αγαπά μπορεί να τιθασεύσει τη σαδιστική καταστρεπτικότητά του.»
Πηγή: psychology.gr