Η Καθαρά Δευτέρα είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας του Πάσχα. Από τους λαογράφους θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών της Αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα.
Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος την Καθαρά Δευτέρα «καθαρίζουν» ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν’ αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια.
Το πιάτο της ημέρας περιλαμβάνει νηστίσιμα, ως αποτοξίνωση από το πλούσιο φαγοπότι της Αποκριάς. Χαλβάς, ταραμάς, ελιές, πίκλες, θαλασσινά, φασολάδα, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Τα νηστίσιμα συνοδεύονται από τη λαγάνα, ένα είδος άρτου χωρίς προζύμι, με ελλειπτικό σχήμα και πεπλατυσμένος για να ψήνεται εύκολα. Σχετικός και ο δημοτικός σατυρικός θρήνος:
Τ’ ακούτε τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;Πεθαίν΄ ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύροςσηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένειαΜπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδιακαι στον τρανό τον πλάτανο, να μάσουμε στεκούλια.
Ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στις εξοχές λέγεται Κούλουμα.
Για την ετυμολογία του ονόματος που παραμένει άγνωστη όπως και η αρχή του εορτασμού υπάρχουν πολλές απόψεις. Κατά μερικούς προήλθε από τον αναγραμματισμό της λατινικής λέξης cumulus που σημαίνει σωρός, αφθονία ή επίλογος, υποδηλώνοντας έτσι το πολύ “φαγοπότι” με πολύ χορό, ή το τέλος της εορταστικής περιόδου της αποκριάς άλλοι από την λατινική (κολούμνα=κολώνα ή κούμουλους=σωρός, κορυφή) ή αλβανική προέλευση (κόλουμ=καθαρός). Ειδικότερα όμως ο Α. Καμπούρογλου σημειώνει ότι ο όρος είναι καθαρά αθηναϊκός και προέρχεται από τις κολώνες του ναού του Ολυμπίου Διός που τις αποκαλούσαν στη νεότερη ιστορία οι Αθηναίοι columna, κόλουμνα, κούλoυμνα, κούλουμα, χωρίς όμως αυτό και να προσδιορίζει την αρχή της εορτής που πιθανολογείται κατά τη περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο ίδιος όμως προσθέτει στις σημειώσεις του ότι ο λόφος επί του οποίου βρίσκεται το Θησείο ονομάζονταν στην αρχή της εποχής του Όθωνα “τριανταδυό κολώνες”.
Τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας:
Ο βλάχικος γάμος της Θήβας, πανάρχαιο έθιμο που πραγματοποιείται παραδοσιακά με το ξύρισμα του γαμπρού και το στόλισμα της νύφης, η οποία στη πραγματικότητα είναι άνδρας.
Το έθιμο του Αγά –με ρίζες στην Τουρκοκρατία– αναβιώνει στα Μεστά και στους Ολύμπους της Χίου. Ο Αγάς, αυστηρός δικαστής, δικάζει και καταδικάζει με χιούμορ και πειράγματα τους θεατές του εθίμου.
Στην Αλεξανδρούπολη, ένας κάτοικος μεταμφιέζεται σε Μπέη και περιδιαβαίνει την πόλη μοιράζοντας ευχές για το καλό.
Στο Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων στην Κάρπαθο ανταλλάσσονται απρεπείς χειρονομίες μεταξύ των θεατών, και γι’ αυτό οδηγούνται στο «δικαστήριο» από τους Τζαφιέδες (χωροφύλακες), προς απονομή δικαιοσύνης από τους σεβάσμιους του νησιού.
Το έθιμο του αλευρομουτζουρώματος συναντάμε στο Γαλαξίδι, με τους καρναβαλιστές να χορεύουν κυκλωτούς χορούς αλευρωμένοι και μουτζουρωμένοι!
Του Κουτρούλη ο Γάμος στη Μεθώνη –η αναβίωση ενός πραγματικού γάμου που άφησε εποχή κατά τον 14ο αιώνα– συντελείται κάθε Καθαροδευτέρα με έντονη σατυρική διάθεση και πειράγματα για τη νύφη.
Το έθιμο του Αχυρένιου Γληγοράκη στη Βόνιτσα, όπου ένας αχυρένιος ψαράς δεμένος σε γάιδαρο γυρνάει σε όλο το χωριό για να καταλήξει σε μια φλεγόμενη βάρκα ανοιχτά της θάλασσας.
Καλή Σαρακοστή!
Kάλλι Παπαχρήστου