Γνωρίζουμε ότι η αλλοίωση της φυσιολογικής σύστασης των μικροβίων του εντέρου, είναι βασικός παράγοντας στην ανάπτυξη της νόσου του Crohn και της ελκώδους κολίτιδας[1].
Οι δύο αυτές αυτοάνοσες ασθένειες του εντέρου, αναφέρονται μαζί ως φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου.
Αίτια
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την κληρονομικότητα. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες θεωρούνται πλέον κεντρικής σημασίας στην ανάπτυξή αυτών των νοσημάτων.
Η πιο αποδεκτή μέχρι σήμερα υπόθεση της παθογένειας των φλεγμονωδών ασθενειών του εντέρου είναι ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως:
- Η διατροφή (υπερκατανάλωση ζάχαρης, αλκοόλ και υψηλά επεξεργασμένων τροφίμων)
- Ο τρόπος ζωής (χαμηλή σωματική άσκηση, ψυχογενές στρες)
- Ελλείψεις βιταμινών και άλλων θρεπτικών στοιχείων
- Η έκθεση σε τοξικούς παράγοντες όπως βιομηχανικά χημικά, βαρέα μέταλλα και η κατάχρηση αντιβιοτικών
ενεργοποιούν μια παθολογική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος και προκαλούν χρόνια φλεγμονή στον εντερικό βλεννογόνο.[1][2]
Εντερικό Μικροβίωμα – Τι Ακριβώς είναι η Δυσβίωση
Το ανθρώπινο έντερο φιλοξενεί μια πολυάριθμη και πολύπλοκη συνάθροιση τρισεκατομμύριων μικροβίων, που συλλογικά αναφέρονται ως μικροβίωμα του εντέρου.
Το 2007 ξεκίνησαν δύο μεγάλα ερευνητικά προγράμματα για την καταγραφή του ανθρώπινου μικροβιώματος. Το ένα στις ΗΠΑ – Ηuman Μicrobiome Project[3] – και το άλλο στην Ευρώπη – MetaHIT Consortium (Metagenomics of the Human Intestinal Tract)[4].
Σήμερα γνωρίζουμε ότι το εντερικό μικροβίωμα συμμετέχει σε φυσιολογικές λειτουργίες που σχετίζονται με τη διατροφή και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Τα μικρόβια του εντέρου, παίζουν ενεργό ρόλο στην πέψη των τροφών, καθώς και στην παραγωγή ορισμένων βιταμινών και θρεπτικών στοιχείων. Παράγουν λιπαρά που ρυθμίζουν τη δράση των λευκών αιμοσφαιρίων[5] και ουσίες απαραίτητες για τη λειτουργία του ορμονικού και του νευρικού συστήματος, όπως η σεροτονίνη.
«Καλά» μικρόβια που βρίσκονται στο έντερο, όπως οι γαλακτοβάκιλλοι, εμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων μικροβίων, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάποια ασθένεια.
Παλαιότερα πιστεύαμε, ότι πολλές χρόνιες ασθένειες του εντέρου, οφείλονται σε συγκεκριμένα παθογόνα μικρόβια. Σήμερα γνωρίζουμε, ότι δεν οφείλονται σε κάποιο συγκεκριμένο μικρόβιο, αλλά στην απώλεια της ισορροπίας μεταξύ των διαφορετικών ομάδων μικροβίων που αποτελούν το εντερικό μικροβίωμα. Αυτή η αλλαγή στην ισορροπία του μικροβιώματος του εντέρου, περιγράφεται ως δυσβίωση.[1]
Εικόνα 1. Α. φυσιολογική εντερική χλωρίδα. Β. Εντερική δυσβίωση.
Το μικροβίωμα αποτελείται από χιλιάδες διαφορετικά είδη μικροβίων που ανήκουν σε 50 μεγάλες ομάδες ή φύλα (Phyla). Το 90% όμως του μικροβιώματος ανήκει σε 4 μόνο φύλα:
- Firmicutes που αποτελούν το 50-75% του μικροβιώματος
- Bacteroidetes που αποτελούν το 15-25%
- Proteobacteria
- Actinobacteria
Στο φύλο των Firmicutes ανήκουν για παράδειγμα οι γαλακτοβάκιλλοι, ο εντερόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος και ο σταφυλόκοκκος.
Ενώ στο φύλο των Bacterioidetes, ανήκουν τα bifidobacteria που συναντώνται στο γιαούρτι.
Η αλλαγή στην ισορροπία του μικροβιώματος του εντέρου περιγράφεται ως δυσβίωση.
Η κύρια αλλοίωση που παρατηρείται στις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, αφορά στη συρρίκνωση των Firmicutes και στην υπερ-ανάπτυξη των Proteobacteria.
Η σύσταση του μικροβιώματος των υγιών ατόμων, είναι σχετικά σταθερή στο χρόνο, ενώ στους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου είναι ασταθής. Η σύσταση του εντερικού μικροβιώματος, αλλάζει στις εξάρσεις και στις υφέσεις της νόσου.
Παλαιότερα, δεν ήταν ξεκάθαρο αν η αλλαγή του μικροβιώματος ήταν το αποτέλεσμα της φλεγμονής ή το αντίστροφο. Νεότερα στοιχεία δείχνουν, ότι η αλλαγή του μικροβιώματος προηγείται και προκύπτει ως αποτέλεσμα περιβαλλοντικών παραγόντων, σε άτομα με γενετική προδιάθεση και ότι η φλεγμονή ακολουθεί[1].
Διαγνωστικές και Θεραπευτικές Παρεμβάσεις στο Εντερικό Μικροβιώμα
Η σχετικά πρόσφατη κατανόηση του ρόλου του μικροβιώματος, έχει βοηθήσει στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπειών για τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου.
Οι αντιφλεγμονώδεις, ανοσοτροποποιητικές και ανοσοκατασταλτικές φαρμακευτικές αγωγές, στοχεύουν πρωταρχικά στον έλεγχο της φλεγμονής στους ασθενείς με νόσο του Crohn και ελκώδη κολίτιδα.
Με τη νέα προσέγγιση, επιπρόσθετα της διαχείρισης των συμπτωμάτων της φλεγμονής, είναι δυνατή η παρέμβαση και στους αναστρέψιμους παράγοντες που προκαλούν τη νόσο.
Η μέτρηση μικρών μορίων, που παράγονται από τα μικρόβια του εντέρου, χαρτογραφεί την ισορροπία του μικροβιώματος σε πραγματικό χρόνο[6],[7],[8].
Με βάση την κατάσταση του μικροβιώματος, διαμορφώνονται στη συνέχεια εξατομικευμένες θεραπείες που βασίζονται στη χρήση:
- Αντιβιοτικής αγωγής για την καταστολή της υπερ-ανάπτυξης παθογόνων μικροβίων, όπου ενδείκνυται.
- Προβιοτικών μικροβίων που προωθούν τη φυσιολογική ισορροπία του εντερικού μικροβιώματος.
- Μικροθρεπτικών στοιχείων, όπως είναι η βιταμίνη D, η Β12, ο ψευδάργυρος, η βιταμίνη Κ, μεταλλικά στοιχεία και άλλα, για τη διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού[9],[10],[11].
- Ειδικής Διατροφής[12].
- Συστάσεων που αφορούν στον τρόπο ζωής.
Ειδικές Εξετάσεις Συμβάλλουν στην Αντιμετώπιση των Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου
Το γαστρεντερικό σύστημα είναι ίσως ένα από τα πιο πολύπλοκα και σημαντικά για την υγεία συστήματα του οργανισμού.
Για την αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων του γαστρεντερικού, είναι απαραίτητος ο εντοπισμός των παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν στον τρόπο ζωής και διατροφής, ώστε να επανέλθει ο οργανισμός στη φυσιολογική του λειτουργία.
Με τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων, καθορίζονται οι ιατρικές παρεμβάσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου. Η ανάλυση μικρών μορίων στο αίμα, ανιχνεύει μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με την πορεία και την εκδήλωση της ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crohn.
Οι συγκεκριμένες εξετάσεις ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Μετράνε πολύ μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι καταγράφουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές, καθιστώντας έτσι αποτελεσματική την αντιμετώπιση και πρόληψη αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων. Η μεταβολική κατάσταση ενός ατόμου, είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου εκδήλωσης αυτής της κατηγορίας νοσημάτων.
Οι μεταβολομικές αναλύσεις είναι μια ευαίσθητη μέθοδος μέτρησης, ικανή να αποτυπώσει μεταβολικές δυσλειτουργίες που προκύπτουν από μια νόσο ή προβλέπουν την παρουσία αυτής, παρέχοντας ακριβή εικόνα για την κατάσταση της υγείας του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Παρέχουν στοιχεία σχετικά με τις ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά, τις μεταβολικές διαταραχές και καθορίζουν τις στοχευμένες ιατρικές παρεμβάσεις στη φαρμακευτική αγωγή, στον τρόπο ζωής και στη διατροφή που επιφέρουν μακροχρόνια και σημαντική βελτίωση στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Το πλεονέκτημα των μεταβολομικών αναλύσεων, είναι ότι το αποτέλεσμα των μετρήσεων συνδυάζει τη γενετική ποικιλομορφία ενός ατόμου, με τις ατομικές επιλογές διατροφής και τρόπου ζωής, που διαμορφώνουν την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του.
Οι Μεταβολομικές Αναλύσεις ανιχνεύουν δείκτες που αφορούν:
- στο εντερικό μικροβίωμα
- στην ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται φλεγμονές
- στις ελλείψεις σε βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία, αμινοξέα και ωμέγα 3 λιπαρά οξέα
- στην ικανότητα του οργανισμού να παράγει ενέργεια (μιτοχονδριακή λειτουργία)
- στη λειτουργία του νευρικού συστήματος
- στην τοξική επιβάρυνση του οργανισμού
- στην αντιοξειδωτική ικανότητα του οργανισμού
- στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων, των λιπιδίων
- την επίπτωση στρεσογόνων παραγόντων που μπορούν να πυροδοτήσουν την πάθηση και συχνά παραβλέπονται κατά την διαχείριση της νόσου.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα νοσήματα του γαστρεντερικού συνοδεύονται από έντονες αλλαγές στη διάθεση που ανατροφοδοτούν και επιδεινώνουν τη νόσο.
Παράλληλα με την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή, η χορήγηση βιταμινών, ιχνοστοιχείων, αμινοξέων, ενζύμων, λιπαρών οξέων και η εξατομικευμένη διατροφή, συμβάλλουν στη διόρθωση των ελλείψεων και στην αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού.
Η στοχευμένη διόρθωση των ελλείψεων και η αποκατάσταση των μεταβολικών παραγόντων κινδύνου συμβάλλουν στη(ν):
- καλύτερη ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή
- βελτίωση των συμπτωμάτων της νόσου
- αναχαίτιση της εξέλιξης της νόσου
- βελτίωση της ποιότητας ζωής
- ενδυνάμωση του οργανισμού
- αύξηση των επιπέδων ενέργειας
Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού, σε βιταμίνες και άλλα στοιχεία, η αποκατάσταση της χλωρίδας και της φυσιολογικής λειτουργίας του γαστρεντερικού, μπορούν να αλλάξουν ριζικά την πορεία της νόσου και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής ασθενών με δυσλειτουργίες και παθήσεις του γαστρεντερικού συστήματος.
Photo cover: pexels.com/Sora Shimazaki