“Οι μόνοι που έχω ζητήσει βοήθεια στη ζωή μου, είναι η μάνα μου κι ο Θεός. Σεβάστηκα κι αγάπησα τον εαυτό μου πάντα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω. Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός. Μετανιώνω που δεν έκανα λεφτά… Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα. Είναι θέμα χαρακτήρα”.
Τζένη Βάνου.
“Τραγουδούσε “δάκρυ” και όλα γίνονταν κλάμα. Έλεγε “αγαπάω” κι όλα γίνονταν γυναίκα. Πάντα φοβόμουν πως στο ρεφρέν του “Αν είναι η αγάπη αμαρτία” θα σπάσει σαν πορσελάνινη κούκλα, αλλά δεν έσπασε ποτέ. Ο καθένας μας είναι πειστικός μόνο εκεί που πονάει. Η Τζένη Βάνου ήταν φτιαγμένη για να πει τον σπασμό του έρωτα, το πρώτο κάταγμα. Οδυσσέας Ιωάννου.
Η Τζένη Βάνου, που διακρίθηκε με τη χαρακτηριστική φωνή της για αρκετές δεκαετίες στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1939 στην πλατεία Αττικής και μεγάλωσε στο Βύρωνα, πέθανε 5 Φεβρουαρίου του 2014.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευγενία Βραχνού. Από μικρή ηλικία ζούσε με τον πατέρα της και τραγουδούσε για παρηγοριά, μιας και λόγω διαζυγίου το δικαστήριο της είχε απαγορεύσει να βλέπει τη μητέρα της.
Στα δεκατέσσερα, μέσα από την γνωριμία της με τον δημοσιογράφο Γιώργο Κολοκοτρώνη, που ανακάλυψε την φωνή της, πηγαίνει στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά», όπου και την άκουσε ο Μίμης Πλέσσας, τον οποίο θεωρούσε μέντορά της, και την ώθησε στο επαγγελματικό τραγούδι.
Η Τζένη Βάνου σκόπευε να σπουδάσει στη Φυσικομαθηματική Σχολή, ο Μίμης Πλέσσας, όμως, την έπεισε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, και έτσι ξεκίνησε την καριέρα της το 1959 σαν τραγουδίστρια ελαφράς ορχήστρας στον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ.
Τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κοινό το 1964, ερμηνεύοντας το τραγούδι «Τώρα», σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους του θεατρικού συγγραφέα Κώστα Πρετεντέρη, και κατευθείαν πήρε το Α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Ο Δημήτρης Χορν, τότε κριτής στο Φεστιβάλ, έχοντας ψηφίσει την Βάνου, κατηγορήθηκε – από την διευθύντρια του Φεστιβάλ – ότι την προτιμάει για την εξωτερική της εμφάνιση. Έτσι, έμεινε γνωστή η φράση του, όταν της απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;».
Σύντομα, η Τζένη Βάνου καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Η μεγάλη γκάμα της φωνής της και η ευκολία με την οποία ανεβοκατέβαινε τις οκτάβες έκαναν πολλούς να την παρομοιάζουν με τη Νάνα Μούσχουρη.
Η ίδια, σε παλιότερη της συνέντευξη, είχε αναφέρει μεταξύ άλλων : «Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο “Τζάκι” της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα. Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62 – ’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον Γιώργο Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη “Σκλάβα” και το “Θέλω κοντά σου να μείνω”, που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι τρανταχτό μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος».
Στα τέλη του 1960, κυριάρχησε το λαϊκό τραγούδι και το 1972 η γνωριμία της με τον Τόλη Βοσκόπουλο ήταν καθοριστική καθώς της έκλεισε συμβόλαιο στην Columbia, κάτι που της χάρισε μεγάλη επιτυχία καθώς το ρεπερτόριό της έκανε στροφή προς τα λαϊκά τραγούδια. Η Βάνου θα επιστρέψει στο προσκήνιο με το τραγούδι «Αγόρι μου», που της έγραψε ο Τόλης Βοσκόπουλος.
Υπήρξε βασική ερμηνεύτρια και «μούσα» πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιώργου Μουζάκη, του Κώστα Γιαννίδη, του Ζακ Ιακωβίδη, του Αττίκ, του Αλέκου Χρυσοβέργη, του Τάκη Μουσαφίρη κ.ά..
Μεγάλες της επιτυχίες υπήρξαν τραγούδια όπως τα «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου», «Χίλιες βραδιές», «Σ’ αγαπώ», «Αγόρι μου», «Έρωτά μου ανεπανάληπτε», «Για σένα» και πολλά άλλα. Επί σκηνής συνεργάστηκε, επίσης, με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, έχοντας παράλληλα στο βιογραφικό της πλούσια δισκογραφία. Για τη δουλειά της βραβεύτηκε στην Πολωνία και την πρώην Σοβιετική
Η θεά που τηγάνιζε μπαρμπούνια …( Η δική μου Κυρία Τζένη Βάνου… )
“Τι σημαίνει μεγάλη τραγουδίστρια; Να την ακούς στις παλιές της ηχογραφήσεις και να λες: «πρέπει να απαγορευτεί δια νόμου να τραγουδήσουν άλλοι τα τραγούδια της». (Δυστυχώς δεν συνέβη μέχρι σήμερα).Να έχει φύγει δεκαετίες απ’ την επικαιρότητα, να έχει κατεβεί επαγγελματικά μέχρι το τελευταίο σκαλοπάτι της ταπεινότητας, πιο κάτω δεν πάει, να αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν η μεγάλη της καριέρα, να ζει ανάμεσα μας σαν μια κοινή θνητή σχεδόν φτωχικά, να έχει χάσει εντελώς τη μοναδική φωνή της αλλά το όνομα της, οι ερμηνείες της, τα τραγούδια της, το στυλ και η αύρα της να μας συνοδεύουν μέσα στο χρόνο δημιουργώντας συνεχώς καινούργιους θαυμαστές από τις νέες γενιές θυμίζοντας σε όλους ότι κάποτε οι λέξεις «μοναδική» και «φαινόμενο» είχαν ιδιαίτερο βάρος όταν τις χρησιμοποιούσαν σημαντικοί άνθρωποι .
Ήταν αρχές Μαρτίου του 1984 όταν έφτασα στο σπίτι της Τζένης Βάνου στη Νέα Σμύρνη για μια ραδιοφωνική συνέντευξη για το Δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ . Σήμερα που άκουσα ξανά μετά από τόσα χρόνια αυτή την παιδική τυπική και τελικά αδιάφορη συνέντευξη που της πήρα, δεν έδωσα καμιά σημασία σε ότι είπαμε μπροστά στο μικρόφωνο. Απλά θυμήθηκα…Ήμουν πολύ μικρός και άπειρος για να τολμήσω να μεταφέρω στους ακροατές τα ουσιαστικά. Αυτά που είπαμε με την κ. Βάνου πριν ανοίξει και αφού έκλεισε το μαγνητόφωνο. Αυτά υπάρχουν πια μόνο στη μνήμη. Κοιτάζαμε μαζί τους παλιούς δίσκους βινυλίου στη δισκοθήκη της και ξαφνικά ένα γλυκόπικρο χαμόγελο αναμνήσεων μισοφώτισε το πρόσωπό της: Barbra Streisand, Liza Minnelli, Sinatra… «Δες εδώ . Αυτοί είναι οι δίσκοι που ακούγαμε μαζί με την Λάσκαρη και τον Βοσκόπουλο τότε που ήταν ερωτευμένοι.
Μιλάμε για μεγάλο έρωτα. Κάναμε πολύ παρέα εκείνη την εποχή, είχα και εγώ τους δικούς μου έρωτες τα δικά μου πάθη. Με έφαγαν τα πάθη… Ζούσαμε για το παρόν δεν σκεφτόμασταν τίποτε άλλο. Αυτοί οι δίσκοι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, τους λιώσαμε και τελικά κατέληξαν σε μένα… Αν θέλεις πάρτους να τους ακούσεις, μόνο θέλω να μου τους επιστρέψεις. Είναι αναμνήσεις». Τους πήρα γιατί έτσι θα είχα την ευκαιρία να την ξανασυναντήσω όταν θα τους επέστρεφα.
Η Τζένη Βάνου μου άνοιγε με ειλικρίνεια την καρδιά της τότε , αλλά εγώ χρόνια αργότερα εκτίμησα όπως έπρεπε την εξομολόγησή της. Δεν την ξέχασα ποτέ. Ήξερε πολύ καλά ότι θα μπορούσε να έχει γίνει ανώτερη της Μούσχουρη αν είχε αρπάξει την ευκαιρία. Θα μπορούσε να ήταν η μούσα του Χατζιδάκι που την εκτιμούσε πολύ .Δεν ήταν το καλύτερο της τα μπουζουκομάγαζα, το σπάσιμο των πιάτων, ήθελε να ξαναγυρίσει στην jazz εποχή της αλλά δεν έβρισκε πιά το δρόμο. Όμως ακόμα και σ’ αυτά τα μαγαζιά που τραγουδούσε για το μεροκάματο, όταν έβγαινε στη σκηνή μετέφερε το ήθος της ανεπηρέαστο και ατόφιο . Ήξερε ποια είναι. Και αυτό της έφτανε. Γύρω της γινόταν χαμός αλλά αυτή ήταν αλλού… Δεν κρατούσε κακία μέσα της για κανέναν και για τίποτα. Εκτιμούσε ό,τι της έφερνε η ζωή. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την Ελλάδα, τα παιδιά της πάνω απ’ όλα.
Ήταν συνειδητή…Λίγες μέρες αργότερα της τηλεφώνησα για να της επιστρέψω τους παλιούς δίσκους των αναμνήσεων. Με υποδέχθηκε στην κουζίνα της. Τηγάνιζε μπαρμπούνια. Ήταν με την ποδιά της κουζίνας γεμάτη αλεύρια από πάνω μέχρι κάτω . Ακόμα και έτσι όμως ήταν η Τζένη Βάνου: «Κάτσε να σε κεράσουμε» μου είπε και μου έβαλε δυό μπαρμπούνια σ’ ένα πιάτο εκεί στο τραπέζι της κουζίνας. Η θεά του τραγουδιού μου τηγανίζει μπαρμπούνια σκέφτηκα, και πιάσαμε την κουβέντα σαν δυό παλιοί φίλοι…Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Τα χρόνια πέρασαν η θεά έχασε τη φωνή της και εγώ κάθε φορά που έβλεπα το όνομά της σε κάποια αφίσα κάποιου απίστευτου σκυλάδικου όπου αναγκαζόταν να τραγουδήσει για βιοπορισμό, δίπλα στους πιο ακατανόμαστους σκυλο – σταρ της κακιάς συμφοράς – εκείνη με σεβασμό τους αποκαλούσε συναδέλφους – ήξερα πως όταν έρχεται η ώρα της να βγει στην γεμάτη σπασμένα πιάτα πίστα, τα φώτα σβήνουν και εκείνη δεν κάνει δεύτερες σκέψεις…Με ταπεινότητα μοναδική μέχρι τέλους γιατί η Τζένη Βάνου εκείνο το «μαυροτσούκαλο κοριτσάκι της χορωδίας» που έγινε «φαινόμενο» και «αηδόνι», όπως αποκαλούσε ο Μίμης Πλέσσας τη μούσα του, δεν χρειαζόταν να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Ζει για πάντα μέσα μας…
Παντελής Σιβρής.
Κάλλι Παπαχρήστου
Πολιτιστικά νέα