Γεννήθηκε σαν χθές στις 19 Ιανουαρίου του 1947.
“Κυριακή απόγευμα στην Πάτρα και πλήττω όπως όλοι οι έφηβοι τις Κυριακές στην επαρχία. Ανηφορίζω την Γούναρη για το σπίτι. Στο Αττικόν παίζει μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Ντάμα σπαθί. Έχει αρχίσει. Ε και; Μπαίνω. Η Έλενα βρίσκεται στην οθόνη και καθισμένη σ’ ένα πεζούλι και απαγγέλλει Καβάφη. Μένω ξερός. Δεν έχω δει πιο όμορφο πλάσμα στη Ζωή μου. Μερικά χρόνια αργότερα στην Αθήνα κάνω την πρώτη εργασία μου στο θέατρο Μινώα, κι’ έχουμε πάει με κάτι φίλους στην τζενεράλε του Βέμπο. Την συναντάω στο μπαρ, κρατάει ένα μπουκάλι γάλα, περνάει δίπλα μου και ανταλλάσσουμε ένα βλέμμα. Τα μάτια της έβγαζαν φως. Το ορκίζομαι.
Την επόμενη φορά την συνάντησα σε μια ομαδική έκθεση ζωγραφικής να στέκεται μπροστά στο έργο μου, «Ένας γυμνός έφηβος». Πλησίασα. Σας αρέσει; Είναι υπέροχο. Χαίρομαι, είναι δικό μου. Κοιτάζει μια τον πίνακα και μια εμένα. Δεν σου μοιάζει πολύ. Μα δεν είμαι το μοντέλο, είμαι ο ζωγράφος. Συνεχίσαμε να μιλάμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Συνήθως όταν γνωρίσεις ένα πρόσωπο που για οποιονδήποτε λόγο θαυμάζεις, απομυθοποιείται λίγο η πολύ. Με την Έλενα έγινε το αντίθετο.“Πάρε ένα ταξί και έλα, έχω κάνει 6 φαγητά απ τα νεύρα μου”. Τρώγοντας (έτρωγε τα πάντα χωρίς να παίρνει γραμμάριο), μου μιλούσε για τις επαγγελματικές προτάσεις που είχε. Μα πάλι να βάλω το μίνι και να κάνω την νόστιμη; Δεν είσαι νόστιμη Έλενα, είσαι πανέμορφη. Τι θες να παίξεις; την θεία απ το χωριό; Ναι καλά! Πάρε ταραμοσαλάτα την έφτιαξε η κυρία Λίνα (η μητέρα της) για σένα.Η Σαμέλα ήταν θηλυκός μολοσσός καταδικασμένη σε ευθανασία λόγο βαριάς ασθένειας (καλαζάρ νομίζω). Η Έλενα ζήτησε και την πήρε στο σπίτι της, μια μονοκατοικία στο Χαλάνδρι με κήπο και πηγάδι στη μέση. Διάβασε, ρώτησε, έψαξε, και ενθουσιασμένη μου είπε ότι η Σαμέλα ήταν πολύ καλύτερα γιατί τις χορηγούσε κάποια χάπια για ανθρώπινη ασθένεια. Το τεράστιο γλυκό ζώο έζησε 2 χρόνια ευτυχισμένα όχι απ τα χάπια κατά την γνώμη μου, αλλά απ’ την αγάπη, τα χάδια και την φροντίδα της Έλενας.
Βλέπουμε γενική πρόβα σε θέατρο κοινού μας γνωστού. Βαριόμαστε θανάσιμα και αποφασίζουμε να φύγουμε στο διάλειμμα. Πρέπει να περάσουμε ανάμεσα σε κόσμο μεταξύ των οποίων και η μητέρα του πρωταγωνιστή. Τι θα λέμε περνώντας ανάμεσα τους; “Για το παιδί “(Ίνκα) λέει η Έλενα. “Όχι χάνουμε την πτήση για το αεροπλάνο”, λέω εγώ. Φυσικά περνώντας, εκείνη έλεγε για το παιδί και εγώ για το αεροπλάνο. Έκτοτε όταν θέλαμε το σκάσουμε από οπουδήποτε το σύνθημα ήταν: «το παιδί, τ’ αεροπλάνο»Κάπου πίσω απ το ξενοδοχείο Χανδρής η εκδήλωση είναι αβάσταχτα πληκτική και πέφτει το σύνθημα, «το παιδί, τ’ αεροπλάνο». Περπατώντας προς το παρκαρισμένο αμάξι της, ακούμε την κραυγή, ΕΛΕΝΑΑΑΑΑ. Γυρνάμε. Μια τραβεστί φορώντας μόνο ένα στρινγκ και μια διάφανη ρόμπα ανοιχτή τρέχει πάνω σε ψηλοτάκουνες γόβες έχοντας τα χέρια της ανοιχτά για αγκαλιά. “Παιδί μου ρίξε κάτι πάνω σου, θα πουντιάσεις”, είναι η αντίδραση της Έλενας. Σε λίγα λεπτά είναι περιτριγυρισμένη από 5-6 ακόμα τραβεστί. Με θυμάσαι είμαι ο Γιώργος που χόρευα στο … βρε τι κάνει ο Τάκης; Μιλάει μαζί τους χωρίς ίχνος δήθεν. Το ενδιαφέρων της είναι απολύτως ειλικρινές. Κοιτάζω αυτή τη σπάνια εικόνα και σκέπτομαι ότι μόνο ο Φελίνι θα μπορούσε να στήσει τέτοια σκηνή. Να βγούμε να φάμε ένα βράδυ με τα κορίτσια μου λέει καθώς φεύγουμε.
Στην Βέροια έχουμε ανέβει 2 φορές λόγο του Τάσου (παίζει στην ομάδα της Βέροιας). Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο. Θα βαφτίσω ένα κοριτσάκι τσιγκανάκι, δεν ανεβαίνεις; Είναι η εποχή που επί τέλους αποφάσισα και έμαθα να οδηγώ και πήρα αυτοκίνητο (αδιανόητο για μένα πριν). Ψήνω και τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και ανεβαίνουμε. Ο χώρος που γίνετε το γλέντι είναι μεγάλος και γεμάτος κεφάτους τσιγγάνους. Οι γονείς της νεοφώτιστης επιμένουν να χορέψει η κουμπάρα. Την έχουν στολίσει με γιορντάνια, φλουριά, και γιρλάντες λουλουδένιες δημιουργώντας ένα έξοχο κοστούμι. Όταν βρίσκεται στο κέντρο και απλά ανοίγει τα χέρια της η πίστα γεμίζει και αστράφτει.
Το άλλο πρωί πίνοντας καφέ μου λέει. Αφού εσύ οδήγησες αυτοκίνητο και εγώ χόρεψα τσιφτετέλι όλα μπορούν να γίνουν σ αυτή τη ζωή! Την διάγνωση της ασθένειας της την έκανε φίλη μου πνευμονολόγος. Το έμαθα πριν απ την ίδια. Με έπνιξε μια άγρια οργή. Άδικο, άδικο, άδικο. Με την Νάνση (αδερφή της) η ώρα 10 το πρωί, πίνουμε σκέτα ουίσκι πριν μπούμε στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Ο Τάσος με την Ίνκα μιλάνε για κάτι νέα ασημένια αθλητικά παπούτσια που κυκλοφόρησαν. Όλοι λέμε άλλα αντ’ άλλων. Όλα τα κανάλια της τηλεόρασης απέναντι στο κρεβάτι της όμως έχουν αρχίσει αφιερώματα. Σκηνές από «Εκείνο το καλοκαίρι» κ.τ.λ. Το χέρι της είναι εντελώς αδύναμο. Με κοιτάζει και το φως στα μάτια της έχει θαμπώσει: “Βλέπεις, μου έκαναν κιόλας την κηδεία μου.”
Ντίνος Πετράτος, (Ntinos Petratos) και δημοσιεύτηκε στο @nikos online το blog του Νίκου Μουρατίδη (Νίκος Μουρατίδης).